Σκηνές από το ολοκαύτωμα της Κάσου

Διακόσια χρόνια από την καταστροφή του νησιού, που «πλήρωσε» τη συμμετοχή του στον Αγώνα με τον ακαταμάχητο στόλο του

7' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πικρός ήρθε ο Μάιος, το καλοκαίρι μαύρο.
Ούτε βοήθεια έφτασε, μήδε συντρόφοι φτάνουν.

Με τους στίχους του Μανώλη Κ. Λαμπρίδη ταξιδεύουμε 200 χρόνια πίσω, όταν ένα μικρό νησί του νοτιοανατολικού Αιγαίου έδωσε τον δικό του άνισο αγώνα εναντίον του οθωμανοαιγυπτιακού στόλου, με αποτέλεσμα το ολοκαύτωμα της «ηρωικής νήσου Κάσου», με επίσημη επέτειο την 7η Ιουνίου. Είναι το 1824 που οι Κασιώτες «πλήρωσαν» για την πολύτιμη δράση των έμπειρων ναυτικών τους στην Επανάσταση του ’21. Η χαρακτηρισμένη ως «αλίμενος» μικρή Κάσος, τις παραμονές της ελληνικής Επανάστασης κατείχε τον μεγαλύτερο στόλο εμπορικών φορτηγών ιστιοφόρων του νοτιοανατολικού Αιγαίου. Από την αρχή της Επανάστασης διέθεσε σημαντικό αριθμό σκαφών για τον πολεμικό στόλο των Ελλήνων, ενώ όλος ο στόλος της, πολεμικός, καταδρομικός και εμπορικός, υπήρξε για τα πρώτα τέσσερα χρόνια της Επανάστασης η μάστιγα των Οθωμανών σε όλη τη νοτιοανατολική Μεσόγειο.

Η κοινότητα

Η Κάσος χαρακτηρίζεται μια θαλασσινή κοινότητα, καθώς η βιωσιμότητα του τόπου συνδεόταν στενά με την απασχόληση των κατοίκων της στη θάλασσα και αναδείχθηκε ο κύριος ναυτότοπος του νοτιοανατολικού Αιγαίου. Ο στόλος της εξυπηρετούσε επίσης σημαντικό τμήμα των θαλασσίων μεταφορών της γειτονικής ανατολικής Κρήτης. Η Κάσος αποτελούσε μέρος ενός θαλάσσιου μεταφορικού συστήματος που διαμορφώθηκε στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου από το τελευταίο τρίτο του 18ο αιώνα από Eλληνες (Οθωμανούς και Βενετούς – Ιόνιους υπηκόους) και συνέδεε το χύδην εμπόριο σιτηρών του Αιγαίου και της Μαύρης Θάλασσας με τις αγορές της κεντρικής και δυτικής Μεσογείου και βορείου Ευρώπης. Χαρακτηρίζεται ως άγονο νησί, με απότομους βραχώδεις σχηματισμούς. Η γεωμορφολογία του με τις απόκρημνες ακτές του συνέβαλε στη διαμόρφωση ενός φυσικού οχυρού και τη δημιουργία μιας σειράς λιμανιών στις νησίδες που γειτνιάζουν σ’ αυτό. Οπως και τα υπόλοιπα νησιά των Δωδεκανήσων κατακτήθηκε στις αρχές του 14ου αιώνα από το Τάγμα των ιπποτών του Αγίου Ιωάννη μέχρι το 1522, όταν πέρασε στον έλεγχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στις αρχές του 20ού αιώνα, μετά το τέλος των Βαλκανικών πολέμων, περιήλθε στους Ιταλούς μέχρι τις 7 Μαρτίου του 1948, όταν ενώθηκε με το ελληνικό κράτος.

Επαναστατικό δίκτυο

Οι Κασιώτες ναυτικοί, οι οποίοι δραστηριοποιήθηκαν στα ίδια θαλάσσια και εμπορικά δίκτυα με τους υπόλοιπους Ελληνες των νησιών του Αιγαίου, συμμετείχαν στην έναρξη της Επανάστασης ενάντια στην οθωμανική κυριαρχία. Στις 5 Μαΐου 1821 οι Κασιώτες προεστοί και δημογέροντες απευθύνθηκαν με απεσταλμένο τους προς τους προκρίτους της Υδρας, στους οποίους εξέφραζαν την επιθυμία να κινηθούν άμεσα μαζί τους. Οι Κασιώτες καπετάνιοι, γνωστοί για την επιδεξιότητά τους στη θάλασσα, είχαν εξελιχθεί σε περιζήτητους ναυτικούς. Αλλοτε προσλαμβάνονταν από τα τοπικά δημογεροντιακά συμβούλια, όπως στην περίπτωση των καπεταναίων Νικολάου Γιουλιού και Ιωάννη Μανωλακάκη, οι οποίοι τον Ιούνιο του 1821 υπέγραφαν συμφωνητικό με το κοινό της Σύμης, της Χάλκης, της Τήλου και της Νισύρου, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να πλέουν με τα καράβια τους στο στενό της Ρόδου, προς φύλαξη των παραπάνω νησιών με αμοιβή τετρακόσια γρόσια ημερησίως. Αλλοτε πάλι εμφανίζονταν σε επιστολές του αρχιστράτηγου της Κρήτης, Μιχαήλ Κομνηνού Αφεντούλιεφ, ο οποίος τον Ιανουάριο του 1822 ζητούσε από τους Κασιώτες να συνδράμουν με τα καράβια τους στην προστασία της Κρήτης.

Παρά τις τρεις συνολικά εκκλήσεις των Κασιωτών, τα πολεμικά πλοία από Yδρα και Σπέτσες δεν απέπλευσαν στην ώρα τους για να τους βοηθήσουν.

Η δράση τους υπήρξε καταλυτική για την επικράτηση της Επανάστασης στο ανατολικό Αιγαίο και μαζί με τα Ψαρά ήταν οι πιο σημαντικοί και πιο «ενοχλητικοί» στόλοι για τους Οθωμανούς. Το 1824 ήταν σαφές ότι θα γινόταν επίθεση στο νησί από τον αιγυπτιακό στόλο –είχαν συμμαχήσει μαζί του οι Οθωμανοί– ο οποίος έπλεε προς την Κάσο. Από γραπτή έκκληση των κατοίκων της Κάσου το 1824 προς τους προκρίτους της Yδρας, στην οποία οι πρώτοι εκλιπαρούσαν για την άμεση αποστολή ελληνικών πλοίων με στόχο την ενίσχυση των τοπικών ναυτικών δυνάμεων, πληροφορούμαστε ότι ο αιγυπτιακός στόλος αποτελείτο από τέσσερις φρεγάτες, δέκα μπρίκια και δέκα γολέτες. Κατά την ομολογία των ίδιων των κατοίκων, στις 14 Μαΐου είχε περικυκλωθεί το νησί, ενώ την επομένη, της Αναλήψεως, αναφέρεται ότι είχε ήδη πραγματοποιηθεί η πρώτη σφοδρή επίθεση εναντίον των Κασιωτών, η οποία ωστόσο είχε απωθηθεί χωρίς να υπάρξουν απώλειες ανάμεσα στους υπερασπιστές του νησιού. Παρά τις τρεις συνολικά εκκλήσεις των Κασιωτών και τις αναφορές των παραστατών του Αιγαίου Πελάγους, που υπογράμμιζαν τον επικείμενο κίνδυνο, τα πολεμικά πλοία από Yδρα και Σπέτσες δεν απέπλευσαν στην ώρα τους να βοηθήσουν τους Κασιώτες.

Ο περιηγητής

Για την καταστροφή της Κάσου υπάρχει η περιγραφή του περιηγητή αρχαιολόγου Λουδοβίκου Ρος, που συγκέντρωσε μαρτυρίες αργότερα από τους Κασιώτες. Oπως του ανέφερε ένας Κασιώτης πλοιοκτήτης με το επώνυμο Μαυρής, που φιλοξένησε τον Ρος τη δεκαετία του 1850 στην Κάσο, τον Μάιο του 1824, όταν εμφανίστηκε ο οθωμανοαιγυπτιακός στόλος, οι Κασιώτες είχαν ήδη προετοιμαστεί για την άμυνα, βγάζοντας τα πλοία στην ξηρά και οχυρώνοντας με αυτόν τον τρόπο τις ακτές από την Αγία Μαρίνα μέχρι τον Εμπορειό. Επί εννέα ημέρες οι Τούρκοι και οι Αιγύπτιοι πραγματοποιούσαν πλόες γύρω από το νησί, χωρίς να τολμήσουν να αποβιβαστούν στις δυσπρόσιτες ακτές, μέχρι που γύρισαν πίσω στη Ρόδο. Oμως, έπειτα από λίγες ημέρες ο στόλος εμφανίστηκε ξανά, με οδηγό έναν ντόπιο προδότη που ζούσε στη Ρόδο. Εν τω μεταξύ ο εχθρός έστειλε στη στεριά 18 σκάφη με 1.200 στρατιώτες γύρω από τις βραχονησίδες, όπου δεν μπορούσαν να φανούν από τον καπνό των πυροβόλων και ενώ οι κάτοικοι βρίσκονταν στις οχυρώσεις για την άμυνα, η απόβαση έγινε στους απόκρημνους βράχους μισή ώρα νοτιοδυτικά της πόλης. Ο τόπος λεηλατήθηκε, το λουτρό αίματος ήταν μεγάλο, πολλοί από τους άνδρες σκοτώθηκαν, οι γυναίκες και τα κορίτσια βιάστηκαν και αιχμαλωτίστηκαν. Οσοι μπόρεσαν να διαφύγουν μέσα στη σύγχυση και βρήκαν μια βάρκα στην παραλία κατέφυγαν στα γειτονικά νησιά, ενώ οι υπόλοιποι άνδρες ανέβηκαν στα βουνά. Σύμφωνα πάντα με την περιγραφή του Mαυρή, o εχθρός πήρε πλούσια λεία, ιδιαίτερα τα χρυσά περιδέραια των γυναικών, διακοσμημένα με σπάνια, χρυσά νομίσματα. Ο Μαυρής κρύφτηκε κι αυτός σε μια σπηλιά για δύο μέρες. Από την οικογένειά του έξι άτομα είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι: αρκετοί άλλοι έλειπαν και δεν ήξερε αν ήταν ζωντανοί ή νεκροί. Πήγε στην Κάρπαθο για να συγκεντρώσει λύτρα και εκεί βρήκε τον πατέρα του και τη μικρότερη αδελφή του. Για να εξαγοράσει τους υπόλοιπους αιχμαλώτους του έπρεπε να πουλήσει τα υπάρχοντά του στο τότε σχεδόν ερημωμένο νησί για ένα μικρό ποσό. «Αγόρασε» τη γυναίκα του και τον δίχρονο γιο του για 7.800 πιάστρα, τους δύο γονείς του και μια ανιψιά του για 6.000 πιάστρα. Ολα τα πλοία στο νησί, εκτός από δύο, είχαν πέσει στα χέρια του εχθρού, ενώ τα πλοία που ήταν στα ναυπηγεία είχαν καεί.

Οι επιζώντες

Φθάνοντας οι πρώτοι διασωθέντες Κασιώτες στην Αμοργό, πληροφόρησαν τον αρμόδιο έπαρχο ότι η νήσος τους κυριεύθηκε από τον στόλο του Μεχμέτ Αλή και τα στρατεύματά του και ότι έγινε μεγάλη αιματοχυσία. Δέκα υδραίικα πολεμικά και δύο πυρπολικά με αρχηγό τον αντιναύαρχο Γεώργιο Σαχτούρη έσπευσαν προς βοήθεια της Κάσου και έντεκα σπετσιώτικα υπό τη διοίκηση του ναυάρχου Μπουκουβάλα. Μέσω του ναυτικού ημερολογίου του πολεμικού πλοίου «Αθηνά» διασώθηκε μία σπάνια μαρτυρία της εικόνας που παρουσίαζε η Κάσος λίγες ημέρες μετά την καταστροφή. Ερημιά παντού, άλλα σπίτια γκρεμισμένα και άλλα καμένα. Οι ελάχιστοι άνθρωποι που είδαν τις βάρκες από τα ελληνικά πλοία να πλησιάζουν στην ακτή ξέσπασαν σε κλάματα αφηγούμενοι τα δραματικά γεγονότα, αναφέροντας ότι ο εχθρικός στρατός ανερχόταν σε τρεις έως τέσσερις χιλιάδες άτομα. Αρχηγός της επιχείρησης είχε οριστεί ο Ουσεΐμ μπέης, ο οποίος με σκοπό να παραπλανήσει τους Κασιώτες, έστειλε δεκαοκτώ καΐκια με στρατεύματα κατά τη διάρκεια της νύχτας να επιχειρήσουν έξοδο σε απρόσμενο σημείο του νησιού και να δίνουν την εντύπωση, με τουφεκιές και αλαλαγμούς, ότι επιχειρούν απόβαση στο συγκεκριμένο μέρος. Παράλληλα, σε άλλο μέρος του νησιού, είκοσι τέσσερις μεγάλες βάρκες βγήκαν στο κάτω μέρος του χωριού της Αγίας Μαρίνας και σε άλλα σημεία περικυκλώνοντας τους κατοίκους. Αν και εκ μέρους του μπέη είχαν δοθεί υποσχέσεις στους κατοίκους ότι δεν θα γινόταν σφαγή, εφόσον οι κάτοικοι συνθηκολογούσαν, η ορμή των τουρκοαιγυπτιακών στρατευμάτων ήταν τέτοια που οι περισσότεροι κάτοικοι θανατώθηκαν, ενώ γυναίκες και παιδιά στάλθηκαν σε σκλαβοπάζαρα σε Αίγυπτο και Κρήτη. Η λεία του εχθρού ήταν, εκτός των άλλων, 26 κασιώτικα πλοία. Ο αντιναύαρχος Σαχτούρης κάλεσε όσους κατοίκους επιθυμούσαν να μετοικήσουν σε ασφαλέστερο μέρος να επιβιβαστούν στα ελληνικά πλοία για να αναχωρήσουν αμέσως. Στην πρόταση του Υδραίου ναυτικού οι Κασιώτες απάντησαν ότι θα παρέμεναν στον τόπο τους, φοβούμενοι, όπως είχαν ακούσει, τα όσα υπέφεραν σε ξένη γη οι Χιώτες, οι Αϊβαλιώτες και οι Κρητικοί. Βλέποντας ότι οι εναπομείναντες κάτοικοι επέμεναν στην απόφασή τους, τα ελληνικά πλοία αναχώρησαν βάζοντας πλώρη προς τη Σάμο και τη Μυτιλήνη, καθώς είχαν πληροφορηθεί ότι επόμενος στόχος ήταν τα Ψαρά.

Οι αποζημιώσεις

Η αναγνώριση της θυσίας της Κάσου ήρθε πολύ αργότερα. Ο Ιωάννης Καποδίστριας, αν και διαβίβασε στην Δ΄ Εθνοσυνέλευση την αναφορά των πληρεξουσίων της Κάσου, Δημητρίου Αρβανιτόπουλου και Νικολάου Γρηγοριάδη, περί αποζημιώσεως των κατοίκων της Κάσου, το ζήτημα «θάφτηκε» για αρκετές δεκαετίες. Οι αποζημιώσεις, για τα καράβια που χάθηκαν κατά τη διάρκεια του ολοκαυτώματος, κατά πολύ μειωμένες δόθηκαν στη δεκαετία του 1870.

*Η κ. Δήμητρα Καρδακάρη είναι υποψήφια διδάκτωρ στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο.

*Η κ. Σοφία Ηρακλείδου είναι υποψήφια διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT