Παύλος Μελάς – Η εμβληματική μορφή του Μακεδονικού Αγώνα

Παύλος Μελάς – Η εμβληματική μορφή του Μακεδονικού Αγώνα

«Αναλαμβάνω αυτόν τον αγώνα με όλην μου την ψυχήν και με την ιδέαν ότι είμαι υποχρεωμένος να τον αναλάβω»

παύλος-μελάς-η-εμβληματική-μορφή-το-563073622

Σήμερα το πρωί έλαβαν χώρα στον καθεδρικό ναό οι πένθιμες εκδηλώσεις για τον αξιωματικό Παύλο Μελά που σκοτώθηκε από τουρκικά στρατεύματα στη Μακεδονία και στις οποίες συμμετείχαν και πολλές χιλιάδες κόσμου και πολυάριθμοι σύλλογοι… Πάνω από εκατό στεφάνια κατατέθηκαν στην εκκλησία. Τη λειτουργία τέλεσαν ο Μητροπολίτης με όλα τα μέλη της Ιεράς Συνόδου. Στο τέλος η εκκλησιαστική χορωδία έψαλε τον εθνικό ύμνο και το πλήθος ξέσπασε σε ζητωκραυγές για τη Μακεδονία και σε κατάρες κατά των δολοφόνων» [Στράτος Ν. ∆ορδανάς – Βάιος Καλογρηάς (επιμ.), Το Μακεδονικό και η Γερμανία. Απόρρητα έγγραφα του Γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών, Αδελφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 103].

Παύλος Μελάς – Η εμβληματική μορφή του Μακεδονικού Αγώνα-1
Δερμάτινη λουστρίν παλάσκα και δερμάτινη ζώνη της μεγάλης στολής του Παύλου Μελά με λεοντοκεφαλές (Συλλογή ΙΜΜΑ, Δωρεά Ναταλίας Ιωαννίδη). 

Έτσι περιέγραψε το 1904 ο Γερμανός πρόξενος στην Αθήνα, Mαξ φον Ράτιμπορ, τον αντίκτυπο του θανάτου του Παύλου Μελά στην ελληνική πρωτεύουσα. Για τον Ράτιμπορ, όπως και για τους περισσότερους αντιπροσώπους των Μεγάλων ∆υνάμεων στην Ελλάδα, οι αντιδράσεις που προκάλεσε η είδηση του θανάτου ενός Έλληνα αξιωματικού, ο οποίος ως αντάρτης είχε εισβάλει στην οθωμανική επικράτεια, ήταν υπερβολικές. Άλλωστε, όπως συμπλήρωνε ο ίδιος Γερμανός διπλωμάτης, ο νεκρός δεν είχε καμία δουλειά στη Μακεδονία, ενώ οι Τούρκοι στρατιώτες είχαν πράξει απλώς το καθήκον τους. Αν και για τον Ράτιμπορ οι βλέψεις του ελληνικού βασιλείου στα τρία μακεδονικά βιλαέτια (Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου, Κοσόβου/Σκοπίων) ήταν γνωστές, η προώθηση της εθνικής ενοποίησης διά της αποστολής ανταρτικών σωμάτων, στα οποία συμμετείχαν επαγγελματίες στρατιωτικοί, ήταν στην καλύτερη περίπτωση ανορθόδοξη. Άλλωστε, τόσο η γερμανική όσο και η ιταλική ενοποίηση είχαν προέλθει από την ισχύ των πολεμικών μηχανών, κρατικών οντοτήτων, όπως η Πρωσία και το Πεδεμόντιο αντίστοιχα. Παραδόξως, η εμπλοκή του ανθυπολοχαγού Μελά σε αυτόν τον ανορθόδοξο πόλεμο την περίοδο 1904-1908, τον Μακεδονικό Αγώνα, η απόφασή του να ενισχύσει την πατριαρχική παράταξη στη σύγκρουσή της με τη βουλγαρική Εξαρχία, ήταν εκείνη που τον μεταμόρφωσε σε σύμβολο αυτής της αναμέτρησης και τη μετέτρεψε από υπόθεση λίγων αξιωματικών, πολιτικών και διανοουμένων σε υπόθεση ενός ολόκληρου έθνους. Συνειδητά ή ασυνείδητα, ο προερχόμενος από τα μεγαλοαστικά στρώματα Μελάς έγινε το σύμβολο της αναβίωσης του κλεφταρματολισμού του 1821 στα βουνά της Μακεδονίας και γι’ αυτόν τον λόγο εντάχθηκε με θαυμαστή ευκολία στο πάνθεον των ηρώων της νεότερης ελληνικής ιστορίας.

Δεσμοί αίματος

Ο Παύλος Μελάς και η ατμόσφαιρα της εποχής του.

Παύλος Μελάς – Η εμβληματική μορφή του Μακεδονικού Αγώνα-2
Φωτογραφία της οικογένειας Παύλου και Ναταλίας Μελά (Συλλογή ΙΜΜΑ, Δωρεά Ναταλίας Ιωαννίδη).

Η αναγωγή του Μελά σε σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνα δεν μπορεί να γίνει κατανοητή ούτε να ερμηνευθεί, εάν η προσωπικότητά του δεν ενταχθεί στα πολιτικά και πολιτισμικά συγκείμενα της εποχής. Ο Παύλος Μελάς γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου του 1870 στη Μασσαλία της Γαλλίας και έλαβε το όνομα προγόνου του, ο οποίος έχασε τη ζωή του κατά την Έξοδο του Μεσολογγίου, το 1826. Γιος του Μιχαήλ Μελά και της Ελένης Βουτσινά, κόρης Κεφαλονίτη εμπόρου στην Οδησσό, είχε τέσσερις αδελφούς και δύο αδελφές. Ο Μιχαήλ είχε γεννηθεί στη Σύρο, αν και η καταγωγή της οικογένειάς του πρέπει να αναζητηθεί στην Ήπειρο, περιοχή που όπως η Μακεδονία βρισκόταν εκτός του εθνικού κορμού. Από νεαρή ηλικία ο πατέρας Μελάς ασχολήθηκε με το εμπόριο και συγκεκριμένα με την εισαγωγή ρωσικών σιτηρών στη Μασσαλία και στο Λονδίνο, ενώ το 1890 αναμείχθηκε στα κοινά ως βουλευτής αλλά και ως δήμαρχος της Αθήνας την περίοδο 1891-1894. Τυπικός εκπρόσωπος της μεγαλοαστικής τάξης του παροικιακού ελληνισμού, των «προκομμένων του Γένους», η οποία θεωρούσε χρέος της την ενεργό συνδρομή της στην πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας, ανέπτυξε πλούσια δράση ως μέλος οργανώσεων με εκπαιδευτικό αλλά και αλυτρωτικό προσανατολισμό, όπως η Εθνική Άμυνα αλλά και η περιώνυμη Εθνική Εταιρεία. Οι πέντε γιοι του Μιχαήλ Μελά υπήρξαν τυπικοί εκπρόσωποι της τάξης τους, γεγονός το οποίο αποδεικνύεται και από τις επαγγελματικές τους επιλογές: ο Γεώργιος και ο Λέων ασχολήθηκαν με τα νομικά, ενώ ο Κωνσταντίνος, ο Βασίλειος και ο Παύλος ακολούθησαν τον στρατιωτικό στίβο. Η επαγγελματική επιλογή του Παύλου είναι ευεξήγητη, τόσο λόγω της οικογενειακής παράδοσης, όσο και ενός διάχυτου στην οικογένεια αισθήματος καθήκοντος προς την πατρίδα και τον βασιλιά. Η εμπειρία του στη Σχολή Ευελπίδων, από την οποία αποφοίτησε το 1891 ως ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού, απλώς ενίσχυσε το παραπάνω αίσθημα. Γεγονός με ξεχωριστή σημασία αποδείχθηκε η γνωριμία του στη σχολή με αξιωματικούς οι οποίοι μετά τον θάνατό του θα συνεχίσουν το έργο του, όπως οι Αθανάσιος Εξαδάκτυλος, Γεώργιος Τσόντος και Γεώργιος Κατεχάκης. Για εκείνους, η εκδίκηση για τον θάνατο του συντρόφου τους στη Μακεδονία ήταν ζήτημα τιμής.

Η προσωπικότητα, η σταδιοδρομία, οι φιλοδοξίες και ο γάμος του Μελά υπήρξαν εν πολλοίς τυπικό δείγμα της εποχής και του προφίλ που είχε φιλοτεχνήσει η μεγαλοαστική τάξη των Αθηνών στο fin de siècle για τον εαυτό της.

To ενδιαφέρον του Μελά για τα εθνικά ζητήματα σχηματοποιήθηκε, αποκρυσταλλώθηκε και τελικά διοχετεύθηκε στη Μακεδονία, μετά τη γνωριμία με την κόρη του τρικουπικού βουλευτή Στεφάνου ∆ραγούμη, Ναταλία. Γνωριμία η οποία οδήγησε στον γάμο, τον Οκτώβριο του 1892, και στην απόκτηση δύο τέκνων, του Μιχαήλ και της Ζωής. Η καταγωγή της οικογένειας ∆ραγούμη από το Βογατσικό της Καστοριάς και ο κομβικός ρόλος του Στεφάνου ∆ραγούμη τόσο στην οργάνωση των Μακεδόνων προσφύγων στο ελληνικό βασίλειο ως ομάδας πίεσης για την απελευθέρωση της πατρίδας τους, ήδη από την Επανάσταση του Ολύμπου το 1878, όσο και στην προώθηση των ελληνικών θέσεων στο Μακεδονικό Ζήτημα από τη θέση του υπουργού Εξωτερικών, έφεραν τον γόνο της οικογένειας Μελά στην τροχιά των μακεδονικών κύκλων της Αθήνας. Ακόμη πιο σημαντικός αποδείχθηκε ο ισχυρός φιλικός δεσμός του με τον αδελφό της Ναταλίας, Ίωνα, υποπρόξενο της Ελλάδας στο Μοναστήρι, ο οποίος μύησε τον Μελά στις αθέατες όψεις του Μακεδονικού. Eξίσου ευαίσθητος με τον Παύλο στα εθνικά θέματα, ο Ίων πρωταγωνίστησε στην οργάνωση της άμυνας του ελληνισμού απέναντι στη δράση του βουλγαρικού παράγοντα στη Μακεδονία, ενώ στο συγγραφικό του έργο ανέπτυξε το δικό του ρηξικέλευθο όραμα για το μέλλον του ελληνισμού σε σχέση με τους σύνοικους λαούς της Ανατολής.

Παύλος Μελάς – Η εμβληματική μορφή του Μακεδονικού Αγώνα-3
Ο Παύλος Μελάς με τον γιο του Μίκη (περ. 1900, αρχείο Νικολάου Μακκά, Φωτογραφικό Αρχείο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ).

Με την ένωση του Παύλου και της Ναταλίας ενώθηκαν επί της ουσίας δύο ισχυρές αθηναϊκές οικογένειες με υψηλό δείκτη αστικότητας. Οι προσβάσεις τόσο του Μιχαήλ Μελά όσο και του Στεφάνου ∆ραγούμη στα κέντρα λήψης αποφάσεων και χάραξης της εξωτερικής πολιτικής του ελληνικού βασιλείου καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό τις πορείες και τις επιλογές των γόνων τους. Σε αυτό το σχήμα οι Μελάδες εκπροσωπούν περισσότερο τα αστικά στρώματα με σημαντική οικονομική επιφάνεια που επιδιώκουν να ενισχύσουν τις προσβάσεις τους στις πολιτικές ελίτ. Οι ∆ραγούμηδες είναι φορείς ενός πιο αριστοκρατικού πνεύματος, του οποίου η ισχύς βασίζεται περισσότερο στην κατοχή δημόσιων αξιωμάτων και λιγότερο στην κατοχή πλούτου, δίχως αυτό να συνεπάγεται την έλλειψη του τελευταίου. Την ίδια στιγμή, τα δύο αυτά οικογενειακά περιβάλλοντα φέρουν όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά και τις συνήθειες της τάξης τους. Μεταξύ αυτών, φροντίζουν ώστε οι απόγονοί τους να λάβουν εκπαίδευση ανάλογη της κοινωνικής τους θέσης και ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τη γλωσσομάθεια και την ευρυμάθειά τους. Υιοθετούν όλες τις δηλωτικές της τάξης τους συνήθειες και ασχολίες, οι οποίες αποτελούν γνωρίσματα της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας στην Belle Époque. Αγαπούν την ιππασία, τους περιπάτους στην εξοχή, τους χορούς των «σαλονιών της Ευρώπης», αλληλογραφούν στα γαλλικά, ενώ δεν διστάζουν να αναμετρηθούν ως μονομάχοι στο «πεδίο της τιμής» (με ξίφος, αλλά συνηθέστερα με όπλο) όταν αισθάνονται ότι η υπόληψή τους έχει τρωθεί. Παράλληλα δραστηριοποιούνται κοινωνικά, συμμετέχοντας σε ποικίλες συσσωματώσεις και εταιρείες με φιλανθρωπικούς, εκπαιδευτικούς και εθνικούς σκοπούς. Ενδιαφέρονται για τη συλλογή έργων τέχνης (ο Μιχαήλ Μελάς υπήρξε ιδιοκτήτης μιας σημαντικής συλλογής έργων γνωστών ζωγράφων) και αναπτύσσουν συχνά αρχαιοδιφική αλλά και λογοτεχνική δραστηριότητα (χαρακτηριστική είναι η αρθρογραφία του Στεφάνου ∆ραγούμη σε αρκετά φιλολογικού και αρχαιολογικού ενδιαφέροντος περιοδικά, ενώ συνέγραψε και την αρχαιογνωστική πραγματεία Χρονικών Μωρέως Τοπωνυμικά). Το κοινωνικό τους γόητρο υπογραμμίζεται από την επιλογή τους να κατοικήσουν σε εντυπωσιακά μέγαρα στο κέντρο της πρωτεύουσας, αλλά ταυτόχρονα διατηρούν εξοχικές κατοικίες εκτός του αστικού ιστού, στις εξοχές των Αθηνών και συνηθέστερα στην Κηφισιά, στην ανάπτυξη της οποίας σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε ο Μιχαήλ Μελάς, όντας ένας από τους πρώτους οικιστές της. Τέλος, επιδιώκουν μέσω συνοικεσίων και επιγαμιών να ενισχύσουν, να εδραιώσουν και να διαιωνίσουν την παρουσία της οικογένειάς τους στα πολιτικά και οικονομικά δρώμενα του βασιλείου, προορίζοντας τους άρρενες απογόνους είτε να αναλάβουν τα ηνία της διαχείρισης της επιχείρησης είτε να ανελιχθούν στην πολιτική, διοικητική και στρατιωτική ιεραρχία. Η προσωπικότητα, η σταδιοδρομία, οι φιλοδοξίες και ο γάμος του Μελά υπήρξαν εν πολλοίς τυπικό δείγμα της εποχής και του προφίλ που είχε φιλοτεχνήσει η μεγαλοαστική τάξη των Αθηνών στο fin de siècle για τον εαυτό της. Οι δεσμοί αίματος των Μελάδων και των ∆ραγούμηδων, δύο οικογενειών προερχόμενων από τα αλύτρωτα εδάφη, με σαφή ιδεολογικό προσανατολισμό και κοινωνικό στίγμα, προδιέγραφαν ένα λαμπρό μέλλον για το ζεύγος του Παύλου και της Ναταλίας Μελά.

Macedonia irredenta

Το Μακεδονικό, τα Βαλκάνια και η Ευρώπη.

Αν και Μακεδόνες οπλαρχηγοί, όπως ο Εμμανουήλ Παππάς, ο Νικόλαος Κασομούλης και ο Αναστάσιος Καρατάσος, είχαν συμμετάσχει στον ξεσηκωμό του 1821, η Επανάσταση δεν εδραιώθηκε στα μακεδονικά οθωμανικά βιλαέτια. Η εγγύτητά τους σε περιοχές όπου έδρευαν ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις όπως η Αλβανία και το διοικητικό κέντρο της αυτοκρατορίας, η Κωνσταντινούπολη, καθώς και το απαράσκευο των ελληνικών δυνάμεων στην περιοχή οδήγησαν στην καταστολή της επανάστασης στη Μακεδονία μετά την πτώση της Νάουσας, το 1822. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε σημαντικό αριθμό προσφύγων στον νότο, όπου η Επανάσταση εδραιώθηκε και τελικά ευοδώθηκε με τη δημιουργία του πρώτου ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, το 1830. Στα χρόνια που θα ακολουθούσαν, οι πρόσφυγες αυτοί θα πρωταγωνιστούσαν στη δημιουργία ομάδων πίεσης στο εσωτερικό του ελληνικού βασιλείου, επιδιώκοντας την ανάληψη επιθετικών πρωτοβουλιών στον βορρά. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του παλιού αγωνιστή του ’21 Τσάμη Καρατάσου, υπασπιστή του βασιλιά Όθωνα πλέον, και η αποστολή του στη Χαλκιδική προκειμένου να συντονίσει τις ενέργειες των επαναστατημένων Ελλήνων, οι οποίοι επιθυμούσαν να εκμεταλλευτούν την αναμέτρηση των Οθωμανών με τους Ρώσους κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου. Ωστόσο, η ελλιπής προετοιμασία των Ελλήνων σε συνδυασμό με την αντίδραση της Αγγλίας και της Γαλλίας, οι οποίες ήταν αποφασισμένες να αποτρέψουν τη λύση του Ανατολικού Ζητήματος προς όφελος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, συνδράμοντας στρατιωτικά και διπλωματικά τον σουλτάνο, οδήγησαν το ελληνικό εγχείρημα σε πρόωρο τέλος.

Παύλος Μελάς – Η εμβληματική μορφή του Μακεδονικού Αγώνα-4
Ο Παύλος Μελάς εύελπις (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Η αποτυχία αυτή του ελληνικού κράτους στη Μακεδονία ανέδειξε την αδυναμία του να αποτελέσει ένα «Πεδεμόντιο της Ανατολής». Αποδράσεις από την πολιτική και στρατιωτική πραγματικότητα είχαν ως τίμημα οδυνηρά μαθήματα, όπως αυτό του 1854. Την ίδια στιγμή, η Μακεδονία παρουσίαζε σε εθνογραφικό και γεωγραφικό επίπεδο ιδιαιτερότητες οι οποίες απουσίαζαν από άλλες αλύτρωτες περιοχές. Εκτός από την ασάφεια στα γεωγραφικά όρια της περιοχής, απότοκος και της οθωμανικής διοικητικής διαίρεσης, η σύνθετη εθνογραφική εικόνα της περιοχής περιέπλεκε την κατάσταση. Περιηγητές, εθνογράφοι, διπλωμάτες και δημοσιογράφοι έριζαν σχετικά με το ποια εθνότητα υπερίσχυε στα μακεδονικά βιλαέτια, σε μια περίοδο που η οθωμανική διοίκηση διέκρινε και κατέγραφε όχι εθνότητες, αλλά «μιλλέτ», θρησκευτικές δηλαδή κοινότητες. Η συνύπαρξη μουσουλμάνων, χριστιανών και Εβραίων στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, πληθυσμών με έντονα ακόμη τα προνεωτερικά χαρακτηριστικά και με το γλωσσικό κριτήριο να μην αποτελεί ασφαλή δείκτη, καθιστούσε την αποσαφήνιση των εθνογραφικών ορίων, όπως και τον καθορισμό των εθνικών ταυτοτήτων στη Μακεδονία είτε πρόβλημα για δυνατούς λύτες είτε πρόβλημα δίχως λύση.

Ακόμη πιο συγκεχυμένη έγινε η κατάσταση μετά το 1870, όταν η επιθυμία των Βουλγάρων να αποκτήσουν τη δική τους αυτοκέφαλη Εκκλησία ικανοποιήθηκε με σουλτανικό φιρμάνι και οδήγησε στη ρήξη μεταξύ Οικουμενικού Πατριαρχείου και της νεαρής βουλγαρικής Εκκλησίας, της Εξαρχίας. Σε αυτή την εκκλησιαστική διαπάλη το ελληνικό κράτος υποστήριξε τον Οικουμενικό Πατριάρχη, καθώς ορθά διέβλεπε πίσω από τη δημιουργία της Εξαρχίας τη ρωσική προσπάθεια να προσεταιριστεί τους Βούλγαρους, στο ευρύτερο πλαίσιο της πανσλαβιστικής πολιτικής της Αγίας Πετρούπολης μετά το τέλος του Κριμαϊκού Πολέμου. Τη δημιουργία της αυτοκέφαλης βουλγαρικής Εκκλησίας, της Εξαρχίας όπως αποκλήθηκε, διαδέχθηκε η δημιουργία της πρώτης ανεξάρτητης βουλγαρικής ηγεμονίας. Αυτό κατέστη εφικτό μετά την επικράτηση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας επί της Οθωμανικής μετά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1877-78. Οι όροι της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου ήταν αποκαλυπτικοί των σχεδιασμών της Ρωσίας στη Βαλκανική. Βάσει της συνθήκης που τερμάτισε τις εχθροπραξίες μεταξύ των δύο εμπολέμων, το σύνολο της Μακεδονίας, με εξαίρεση τη Θεσσαλονίκη, τη Χαλκιδική και τα εδάφη νοτίως του Αλιάκμονα, αποδιδόταν στο αρτισύστατο βουλγαρικό κράτος. Οι εξελίξεις αυτές θορύβησαν τους Έλληνες και οδήγησαν στην εκδήλωση της επανάστασης του 1878 στον Όλυμπο και στην Πιερία. Σε ηγετικές μορφές του ξεσηκωμού αναδείχθηκαν ο επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος και ο Ευάγγελος Κοροβάγγος, πρόεδρος της Προσωρινής Κυβέρνησης της Μακεδονίας. Ο Κοσμάς ∆ουμπιώτης ανέλαβε τη διοίκηση του εκστρατευτικού σώματος που εστάλη στον Όλυμπο για να ενισχύσει τους εξεγερμένους, ενώ σημαντικό ρόλο στην αποστολή ενισχύσεων διαδραμάτισε και ο Στέφανος ∆ραγούμης. Το τρίτο κατά σειρά επαναστατικό εγχείρημα του ελληνισμού στη Μακεδονία τον 19ο αιώνα δεν είχε καλύτερη τύχη από τα προηγούμενα δύο, και τελικά ήταν η σθεναρή αντίσταση που πρόβαλαν η Μεγάλη Βρετανία και η Αυστρο-Ουγγαρία στο Συνέδριο του Βερολίνου, το 1878, εκείνη που έβαλε φραγμό στις φιλοδοξίες του τσάρου Αλεξάνδρου Β΄ να ανατρέψει οριστικά τους συσχετισμούς δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο. Το συνέδριο αποκατέστησε την ισορροπία στην περιοχή, με τη δημιουργία μιας σημαντικά μικρότερης αυτόνομης βουλγαρικής ηγεμονίας, με τα μακεδονικά βιλαέτια να επανέρχονται στην κυριότητα του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β΄. Όταν ο οικοδεσπότης του συνεδρίου, ο καγκελάριος Ότο φον Μπίσμαρκ, αποχαιρετούσε τους καλεσμένους του, η Βαλκανική δεν ήταν πια η ίδια. Εκτός από τη δημιουργία μιας περιορισμένης σε έκταση βουλγαρικής ηγεμονίας, το συνέδριο σηματοδότησε τη δημιουργία τριών ακόμη ανεξάρτητων κρατών, της Σερβίας, της Ρουμανίας και του Μαυροβουνίου, μεταξύ Βουλγαρίας και οθωμανικών κτήσεων παρεμβαλλόταν πλέον η ημιαυτόνομη επαρχία της Ανατολικής Ρωμυλίας, ενώ Μεγάλη Βρετανία και Αυστρο-Ουγγαρία απέκτησαν σημαντικά ερείσματα στην περιοχή: η πρώτη στην Κύπρο και η δεύτερη στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη.

Παύλος Μελάς – Η εμβληματική μορφή του Μακεδονικού Αγώνα-5
Γραμματόσημο με τη μορφή του Παύλου Μελά, το οποίο κυκλοφόρησε το 1969 (Συλλογή ΙΜΜΑ, Δωρεά Ναταλίας Ιωαννίδη).

Για την ελληνική πλευρά ήταν ξεκάθαρο ότι, παρά τους εδαφικούς περιορισμούς που επέβαλε ο βερολίνειος διακανονισμός στη Βουλγαρία, το μέλλον της Μακεδονίας ήταν μια αμιγώς ελληνοβουλγαρική υπόθεση. Για την Αθήνα, ο ακμαίος βουλγαρικός εθνικισμός κρινόταν πολλαπλάσια επικίνδυνος από τη διατήρηση της οθωμανικής παρουσίας στην περιοχή, η οποία πρόσκαιρα εξυπηρετούσε την ελληνική εξωτερική πολιτική. Την ίδια στιγμή, η θνησιγενής «Μεγάλη Βουλγαρία» του Αγίου Στεφάνου εξακολουθούσε να «στοιχειώνει» τους πολιτικούς ιθύνοντες στη Σόφια, περίπου κατά τον ίδιο τρόπο που η Μεγάλη Ιδέα καθόριζε τις πολιτικές επιλογές και προσανατολισμούς στο ελληνικό βασίλειο μέχρι το 1922. Τη στοχοπροσήλωση με την οποία η βουλγαρική εξωτερική πολιτική επιδίωκε την προώθησή της προς τον νότο και στο Μπέλο Μόρε (Αιγαίο) επιβεβαίωσε η προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας από την ηγεμονία το 1885, ενώ το αξιόμαχο του βουλγαρικού στρατού επιβεβαιώθηκε με την επικράτησή του επί του αντίστοιχου σερβικού στον Σερβοβουλγαρικό Πόλεμο το ίδιο έτος. Επόμενος στόχος ήταν η Μακεδονία. Για την επίτευξή του ιδρύθηκε το 1893 η Εσωτερική Μακεδονο-ανδριανουπολιτική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ). Στόχος της υπήρξε η προπαγάνδιση του βουλγαρικού εθνικού αφηγήματος στους χριστιανικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας, η απόσχισή τους από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, ο προσεταιρισμός από την Εξαρχία και τελικά ο εκβουλγαρισμός τους. Ταυτόχρονα με την οργάνωση ένοπλων ομάδων και την πρόκληση ταραχών, η ηγεσία της ΕΜΕΟ προσδοκούσε τη διεθνοποίηση του Μακεδονικού Ζητήματος, την αυτονόμηση των τριών βιλαετίων και στη συνέχεια την προσάρτησή τους στη βουλγαρική ηγεμονία, σε μια επανάληψη του προηγουμένου της κατάληψης της Ανατολικής Ρωμυλίας το 1885.

Από τη Θεσσαλία στη Μακεδονία

Στον «ατυχή» Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897.

H ίδρυση της ΕΜΕΟ θορύβησε τους αλυτρωτικούς κύκλους στην Αθήνα, οι οποίοι αποφάσισαν να εντατικοποιήσουν τις προσπάθειές τους για την ανάσχεση του βουλγαρικού κινδύνου στη Μακεδονία. Νεαροί κυρίως στρατιωτικοί, απογοητευμένοι από τη διστακτικότητα του ελληνικού κράτους τόσο στο Μακεδονικό όσο και στο Κρητικό Ζήτημα, το οποίο επίσης εισερχόταν σε μία από τις κρισιμότερες φάσεις του, συνέστησαν τον Νοέμβριο του 1894 την Εθνική Εταιρεία, μετά από πρωτοβουλία του ανθυπολοχαγού Νικόστρατου Καλομενόπουλου. Στο καταστατικό αυτής της μυστικής οργάνωσης –«από του ιερού παραδείγματος της Φιλικής Εταιρείας ορμηθείσα»– η απελευθέρωση της Μακεδονίας κατείχε περίοπτη θέση. Εμφατικά σε προκήρυξή της δήλωνε ότι, «αναμετρούσα την δεινήν θέσιν του εν Μακεδονία Ελληνισμού και τας φυλετικάς απωλείας, τας οποίας μόνη η αδράνεια και η αναλγησία ημών δύναται να εξηγήση, απεφάσισε, διοργάνωσε και διεξάγει διά των εξόχου φιλοπατρίας και τιμής, όσον και ηρωικών αρματολικών σωμάτων, την ένοπλον εν Μακεδονία διαμαρτυρίαν». Η παρουσία του Παύλου Μελά, όπως και του πατέρα του, Μιχαήλ, στις τάξεις της Εταιρείας μόνο έκπληξη δεν προκαλεί. Όπως σε πολλούς αξιωματικούς, έτσι και στον Μελά ήταν βαθιά ριζωμένη η πεποίθηση ότι ήταν καθήκον τους να συνδράμουν κάθε προσπάθεια που στόχο της είχε να φέρει την εθνική ολοκλήρωση ένα βήμα εγγύτερα, ακόμη και αν αυτό συνεπαγόταν τη συμμετοχή σε οργανώσεις οι οποίες στόχευαν στη χειραγώγηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και στην εξώθησή της σε πιο ριψοκίνδυνες επιλογές. Η αντίληψη του ξεχωριστού, σχεδόν μεσσιανικού ρόλου του στρατού στην πραγμάτωση των «πεπρωμένων του έθνους» ήταν κοινή σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη, όπως και το ιδιαίτερα ανεπτυγμένο αίσθημα τιμής του αξιωματικού, ο οποίος αποτελούσε ενσάρκωση των ευγενέστερων και ανώτερων χαρακτηριστικών κάθε έθνους. Ως εκ τούτου, δεν προκαλεί έκπληξη η συμμετοχή του Μελά στην επίθεση στα γραφεία της εφημερίδας Ακρόπολις του δημοσιογράφου Βλάση Γαβριηλίδη, από τις στήλες της οποίας είχε ασκηθεί αιχμηρή κριτική με στόχο το σώμα των αξιωματικών και το αξιόμαχο του στρατού.

Παύλος Μελάς – Η εμβληματική μορφή του Μακεδονικού Αγώνα-6
Ο Παύλος Μελάς (αριστερά) και τα αδέλφια του κατά τη διάρκεια του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897 (Alamy/Visual Hellas.gr).

Πολλούς από τους αξιωματικούς που μετείχαν στην επίθεση, όπως και τον Μελά, τους συναντάμε αργότερα να επανδρώνουν τις τάξεις της Εθνικής Εταιρείας, η οποία σύντομα θα αποκτούσε σημαντικές προσβάσεις όχι μόνο σε στρατιωτικούς κύκλους, αλλά και σε εκείνους των πανεπιστημιακών, των ανώτερων δημοσίων υπαλλήλων, των καλλιτεχνών και κυρίως σε εκείνους των πολιτικών, με σημαντικό αριθμό βουλευτών να συμμετέχουν στις συνεδριάσεις της. Ταυτόχρονα η οργάνωση εξαπλώθηκε και εκτός Ελλάδος, αποκτώντας αδελφές οργανώσεις σε ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού, αναδεικνυόμενη σε σημαντική ομάδα πίεσης στα δημόσια πράγματα του ελληνικού βασιλείου. Σύντομα η οργάνωση ήταν σε θέση να περάσει από τη θεωρία στην πράξη, αποστέλλοντας το 1896 τα πρώτα ανταρτικά σώματα στη Μακεδονία υπό την αρχηγία του Αθανάσιου Μπρούφα, τα οποία όμως μετά τις πρώτες αψιμαχίες με τον τακτικό οθωμανικό στρατό διαλύθηκαν. Η αποτυχία του Μπρούφα δεν εμπόδισε την ηγεσία της Εταιρείας να κλιμακώσει τις πιέσεις της στην κυβέρνηση του Θεόδωρου ∆ηλιγιάννη. Η τελευταία, αδυνατώντας να ελέγξει τη φιλοπόλεμη ρητορική της Εταιρείας, αφέθηκε να οδηγηθεί σε έναν πόλεμο με την Υψηλή Πύλη, για τον οποίο ο ελληνικός στρατός κάθε άλλο παρά προετοιμασμένος ήταν. Ο Παύλος, παρασυρμένος από την ψευδαίσθηση μιας επικείμενης νίκης, έγραφε στη γυναίκα του στις 26 Φεβρουαρίου 1897: «∆εν παύω να σκέπτομαι όλην την ώραν εσένα, τον Μίκην μου, την Ήπειρον, την Μακεδονίαν. Ευχαριστώ διά την πυξίδα, τα κουμπιά θα τα φορέσω, όταν μπούμε εις την Θεσσαλονίκην».

Βασική προϋπόθεση για την ανάληψη οποιασδήποτε δράσης στη Μακεδονία κρίθηκε η διερεύνηση και η εξακρίβωση της διάθεσης και της ικανότητας των κατοίκων της να συνδράμουν τη δράση ανταρτικών σωμάτων, τα οποία θα οργανώνονταν και θα αποστέλλονταν στη Μακεδονία.

Με αυτή την πεποίθηση εργάστηκε μέχρι την έναρξη του «ατυχούς» Ελληνοτουρκικού Πολέμου το 1897, αναλαμβάνοντας μαζί με τον ανθυπολοχαγό Κωνσταντίνο Φωτιάδη τον εξοπλισμό 70 Ιταλών εθελοντών (Γαριβαλδινών) στον Βόλο, αλλά και βοηθώντας να οδηγηθεί το Σώμα του Γεωργίου Καψαλόπουλου μέχρι τα ελληνοοθωμανικά σύνορα. Η δράση του δεν είχε περάσει απαρατήρητη από τους ανωτέρους του και συγκεκριμένα από τον αντισυνταγματάρχη Νικόλαο Ζορμπά, με εντολή του οποίου ζητήθηκε η άμεση επιστροφή του στη Λάρισα. Η άρνησή του να υπακούσει οδήγησε στην ολιγοήμερη φυλάκισή του μέχρι τις 5 Απριλίου. Ήταν μια πράξη απειθαρχίας, την οποία υπαγόρευαν ο νεανικός ενθουσιασμός και ο πατριωτικός αναβρασμός των ημερών. Ο Μιχαήλ Μελάς, με τόνο επιπληκτικό, υπενθύμιζε στον απείθαρχο γιο του σε επιστολή της 18ης Μαρτίου του 1897: «Με υπεσχέθης ότι θα είσαι φρόνιμος και εν τούτοις έπραξες την μεγαλυτέραν τρέλαν».

H στρατιωτική ήττα προκάλεσε οδυνηρό σοκ στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Ωστόσο το πλήγμα είχε πολλαπλάσιο αντίκτυπο στους κύκλους των στρατιωτικών, στο γόητρο του διαδόχου Κωνσταντίνου, ο οποίος είχε ηγηθεί του ελληνικού στρατού, και ασφαλώς στους μακεδονικούς κύκλους των Αθηνών, οι οποίοι συνειδητοποίησαν τα όρια των δυνατοτήτων τόσο της ελληνικής πολεμικής μηχανής όσο και οργανώσεων όπως η Εθνική Εταιρεία, της οποίας το άδοξο τέλος σηματοδότησε η έκβαση του πολέμου. Το κλίμα στις οικίες των Μιχαήλ Μελά και Στεφάνου ∆ραγούμη ήταν επίσης βαρύ. Στις επιστολές του Παύλου αποτυπώνονται η απογοήτευση και ο θυμός για την εύκολη κριτική που διατυπωνόταν από τον ελληνικό και τον ξένο Τύπο στο πρόσωπο του ∆ιαδόχου, αλλά και η οργή του για «τας αλλεπαλλήλους ατιμίας των διαφόρων πολιτικών και στρατιωτικών».

Παύλος Μελάς – Η εμβληματική μορφή του Μακεδονικού Αγώνα-7
Καλαμπάκα, γύρω στα 1897. Μακεδονομάχοι με τα όπλα τους (Μουσείο Μπενάκη/Φωτογραφικά Αρχεία).

Η περίοδος που ακολούθησε χαρακτηρίζεται από την έντονη εσωστρέφεια της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, αφού εκτός από το τραύμα της ήττας το ελληνικό βασίλειο κλήθηκε να διαχειριστεί και την επιβολή του ∆ιεθνούς Οικονομικού Ελέγχου. Εσωστρέφεια και περίσκεψη χαρακτηρίζουν και τη στάση όλων όσοι, όπως ο Παύλος Μελάς και ο Ίων ∆ραγούμης, υποστήριζαν την ανάληψη πρωτοβουλιών στο Μακεδονικό Ζήτημα, για τη λύση του οποίου η πρωτοβουλία φαινόταν να έχει περάσει τώρα στη βουλγαρική πλευρά.

Η Εξέγερση του Ίλιντεν τον Ιούλιο του 1903 στη Μακεδονία, η οποία υποκινήθηκε και εκτελέστηκε από ομάδες σε άμεση επαφή με την κυβέρνηση της Σόφιας, επιβεβαίωσε τους παραπάνω φόβους. Ωστόσο η εξέγερση καθώς και η «∆ημοκρατία του Κρουσόβου», που ανακηρύχθηκε από τους εξεγερμένους, αποδείχθηκαν εξίσου θνησιγενείς, αφού ο οθωμανικός στρατός επικράτησε, καταστέλλοντας το επαναστατικό κίνημα εν τη γενέσει του. Παρά την αποτυχία της, η Εξέγερση του Ίλιντεν κατέδειξε τη δυναμική του βουλγαρικού παράγοντα στην περιοχή και αφύπνισε την κυβέρνηση Γεωργίου Θεοτόκη στην Αθήνα, η οποία πέρασε σταδιακά στην αντεπίθεση. Βασική προϋπόθεση για την ανάληψη οποιασδήποτε δράσης στη Μακεδονία κρίθηκε η διερεύνηση και η εξακρίβωση της διάθεσης και της ικανότητας των κατοίκων της να συνδράμουν τη δράση ανταρτικών σωμάτων, τα οποία θα οργανώνονταν και θα αποστέλλονταν στη Μακεδονία, ώστε να θέσουν υπό έλεγχο τη δράση των μελών της ΕΜΕΟ και την αποσκίρτηση των πατριαρχικών πληθυσμών προς την Εξαρχία. Στο μεσοδιάστημα ο Παύλος δεν είχε μείνει αμέτοχος των διαβουλεύσεων και των πρωτοβουλιών για τη δημιουργία διάδοχων της Εθνικής Εταιρείας σχημάτων και οργανώσεων, όπως η Επίκουρος των Μακεδόνων Επιτροπή και η Πανελλήνιος Σκοπευτική Εταιρεία, και ήταν έτοιμος όταν κλήθηκε να συμμετάσχει μαζί με τους αξιωματικούς Αναστάσιο Παπούλα, Αλέξανδρο Κοντούλη και Γεώργιο Κολοκοτρώνη στην πρώτη μυστική αναγνωριστική αποστολή επί μακεδονικού εδάφους.

Ο Μελάς, η Μακεδονία και οι Μακεδόνες

Η πρώτη επίσκεψη, η δημιουργία μεικτών ανταρτικών ομάδων και η επιστροφή του 1904.

Το ψύχος είναι δριμύτατον. Τα πόδια μας παγωμένα, διότι η πυκνότατη δρόσος επάγωσε και περπατούμεν επί πάγου. Πίπτομεν ημιθανείς σχεδόν, τυλισσόμενοι εις την κάπαν μας. Εν τούτοις είναι περίεργον ότι τα βασανιστήριά μας τώρα μόνον τα ενθυμούμεθα. Όταν τα υφιστάμεθα, ο νους μας όλων ήτο εις την Μακεδονίαν· ησθανόμεθα ότι αι προς αυτήν υπηρεσίαι μας από της στιγμής εκείνης ήρχισαν». Έτσι περιγράφει την πρώτη του επαφή με τη μακεδονική γη σε επιστολή του προς τη σύζυγό του Ναταλία ο Μελάς.

Σίγουρα η Μακεδονία με την άγρια ομορφιά της και το δριμύ ψύχος της τον χειμώνα δεν προσφερόταν για ειδυλλιακές περιγραφές. Με τους συντρόφους του και με συνοδεία καλούς γνώστες της περιοχής, όπως ο Ευθύμιος Καούδης και ο Παύλος Κύρου, επισκέφθηκε διαδοχικά τη Σιάτιστα, τον Άγιο Αθανάσιο, το Τσιρίλοβο και το Γαβρέσι των Κορεστίων. Ρούλια, Ζέλοβο (Ανταρτικό) και Ορόβνικ ήταν οι τελευταίοι σταθμοί της αποστολής, όταν η είδηση από το Προξενείο στο Μοναστήρι ότι η παρουσία τους είχε γίνει αντιληπτή στις οθωμανικές αρχές είχε ως αποτέλεσμα την ανάκληση του Μελά και των υπολοίπων στην Ελλάδα. Η τετράδα των αξιωματικών βολιδοσκόπησε την περιοχή και τους κατοίκους, δίχως ωστόσο να ομονοεί ως προς τον βαθμό της χρησιμότητας των γηγενών Μακεδόνων στην αναμέτρηση με τους ενόπλους της ΕΜΕΟ.

Παύλος Μελάς – Η εμβληματική μορφή του Μακεδονικού Αγώνα-8
Ο Παύλος Μελάς και το Σώμα του σε απεικόνιση λαϊκού ζωγράφου (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Έντονη υπήρξε η διαφωνία του Μελά με τον Παπούλα αλλά και τον Κολοκοτρώνη. Οι δύο τελευταίοι αμφέβαλλαν για το αξιόμαχο των Μακεδόνων, υποστηρίζοντας ότι ο αγώνας έπρεπε να διεξαχθεί από εκπαιδευμένα σώματα, τα οποία θα αποστέλλονταν από την ελεύθερη Ελλάδα στην οθωμανική επικράτεια, έτοιμα να αναλάβουν δράση.

Την ίδια στιγμή, έντονη ήταν η ανησυχία μήπως ντόπιοι, απείθαρχοι λησταντάρτες εκμεταλλευτούν την ελληνική προσπάθεια εξυπηρετώντας ιδιοτελείς σκοπούς. Αντιθέτως, ο Κοντούλης και πρωτίστως ο Μελάς είχαν εκτιμήσει την αποφασιστικότητα των ντόπιων με την καλή γνώση του εδάφους, όπως και των ιδιαιτεροτήτων του πολυεθνικού μωσαϊκού της Μακεδονίας, στοιχεία απαραίτητα για την αποτελεσματική διεξαγωγή της αναμέτρησης με τους Βούλγαρους. Ταυτόχρονα, η επιστράτευση Μακεδόνων στον αγώνα ήταν μια επιλογή η οποία διαφύλασσε την ελληνική πλευρά από το ενδεχόμενο να ενοχοποιηθεί από την Πύλη, σε περίπτωση που Έλληνες αντάρτες συλλαμβάνονταν από τις οθωμανικές αρχές.

Η απόκλιση μεταξύ των δύο προσεγγίσεων εξελίχθηκε σε προσωπική διαφορά μεταξύ Κολοκοτρώνη και Μελά, όταν έγινε γνωστό ότι ο Κολοκοτρώνης μαζί με τον Παπούλα έστειλαν κρυφά επιστολή με την οποία υποστήριζαν ότι το αυτόχθον στοιχείο ήταν ακατάλληλο να αναλάβει ή να συμμετάσχει σε ενέργειες εναντίον των Βουλγάρων. Η συνάντηση Μελά-Κολοκοτρώνη στην οικία του Στέφανου Δραγούμη οδήγησε σε κορύφωση της διαφωνίας και τελικά σε μονομαχία μεταξύ των δύο ανδρών, στην οποία επικράτησε ο πρώτος. Διαφωνίες όπως η παραπάνω είναι ενδεικτικές των αποκλίσεων ή και των διαμετρικώς αντίθετων προσεγγίσεων μεταξύ των πρωταγωνιστών του Μακεδονικού Αγώνα.

Παύλος Μελάς – Η εμβληματική μορφή του Μακεδονικού Αγώνα-9
Αύγουστος 1904. Ο Παύλος Μελάς (με παντελόνι, καθιστός στην πρώτη σειρά) με άνδρες του ένοπλου Σώματός του (Συλλογή ΙΜΜΑ).

Ο ίδιος ο Μελάς βρέθηκε στο επίκεντρο της σύγκρουσης σχετικά με τη φερεγγυότητα και το αξιόμαχο των ντόπιων. Αν και προσέγγιζε με κατανόηση τους τελευταίους, έτοιμος να αναγνωρίσει τα συγκριτικά πλεονεκτήματά τους, δεν ήταν λίγες οι φορές που ατυχή συμβάντα και η εμπλοκή των προσωπικών παθών των ντόπιων στον Αγώνα τον έκαναν να αμφιταλαντευτεί ως προς την ορθότητα της επιλογής του. Η διαπίστωση, επίσης, ότι κανενός είδους οργανωτική προεργασία δεν είχε συντελεστεί στα μακεδονικά βιλαέτια και ότι οι μακεδονικές επιτροπές εκούσες-άκουσες μετέφεραν στην Αθήνα μια ιδανική εικόνα, ελάχιστα σχετική με την πραγματικότητα, συντελούσε στην ενίσχυση των αμφιβολιών του Μελά.

Τελικά, η απόφαση για συγκερασμό των δύο τάσεων, δηλαδή η δημιουργία μεικτών ανταρτικών ομάδων, όπου Μακεδόνες θα εντάσσονταν σε σώματα με επικεφαλής Έλληνες αξιωματικούς φάνηκε να επιλύει το πρόβλημα. Τον Ιούλιο του 1904, ο Μελάς ξαναβρέθηκε στη Μακεδονία. Αφορμή για τη δεύτερη εξόρμησή του στάθηκε η επίσκεψη αντιπροσωπείας από την Κοζάνη στον Στέφανο Δραγούμη. Βασικό αίτημα των μελών της ήταν η αποστολή ανδρών αλλά και οπλισμού, για την καλύτερη άμυνα της περιοχής στις βουλγαρικές επιθέσεις. O ανθυπολοχαγός Μελάς, δίχως δισταγμό, αιτήθηκε εικοσαήμερης άδειας ώστε να μεταβεί στη Δυτική Μακεδονία. Οδηγός του στη δεύτερη αυτή αποστολή του ήταν ο καταγόμενος από τη Φλώρινα Λάκης Πύρζας.

Για μία ακόμα φορά, η πραγματικότητα βρισκόταν στον αντίποδα της προσδοκίας: σε αντίθεση με τις πληροφορίες της αντιπροσωπείας, η ελληνική κοινότητα της Κοζάνης ήταν ελλιπώς προετοιμασμένη και οργανωμένη, ενώ η επίσκεψη της επιτροπής στην οικία Δραγούμη είχε γίνει εν αγνοία της, γεγονός που αποτυπώνεται και σε επιστολή του Μελά προς τη σύζυγό του, όπου εκθέτει την αντίδραση των Κοζανιτών: «Οι άνθρωποι τότε εξεπλάγησαν̇ ουδέποτε ούτε είχαν ιδεί ούτε είχαν ειπεί εις κανέναν τίποτε, ούτε είχαν ερωτηθή περί του δυνατού τοιούτου τινός…».

Παύλος Μελάς – Η εμβληματική μορφή του Μακεδονικού Αγώνα-10
21 Αυγούστου 1904. Ο Παύλος Μελάς ένστολος, φωτογραφημένος από τον Λαρισαίο φωτογράφο Γεράσιμο Δαφνόπουλο. Είναι η τελευταία φωτογραφία του και έμελλε να γίνει διάσημη και σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνα, μέσα από τις δεκάδες αναπαραγωγές της σε επιστολικά δελτάρια, αφίσες, ζωγραφικά πορτρέτα και εμβλήματα (Φωτογραφικό Αρχείο ΙΜΜΑ).

Ωστόσο ο Μελάς δεν αποθαρρύνθηκε και σύντομα με πρωτοβουλίες του οργανώθηκαν ολιγομελή σώματα με επικεφαλής τους έμπειρους αρχηγούς Καραλίβανο, Βισβίκη, Γεώργιο Πέτρο και Παύλο Κύρου. Ολοκληρώνοντας τη δεύτερη αποστολή του στη Μακεδονία και επιστρέφοντας στις αρχές Αυγούστου του 1904 στην Αθήνα, είχε πλέον μια πιο ολοκληρωμένη και αποκρυσταλλωμένη άποψη για τον τόπο, τους ανθρώπους και τον καταλληλότερο τρόπο για τη διεξαγωγή του Αγώνα. Μολονότι εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει τους Μακεδόνες με μεγαλύτερο σεβασμό και κατανόηση από τους περισσότερους αξιωματικούς που εστάλησαν στη Μακεδονία, όπως και τη διστακτικότητά τους να συνδράμουν τα ελληνικά ένοπλα σώματα σε μια στιγμή που το εθνικό κέντρο ήταν συγκρατημένο στην ανάληψη επιθετικών κινήσεων, ώστε να μη διαταράξει τις καλές σχέσεις με την Πύλη, διαπίστωνε ότι conditio sine qua non για την επιτυχία ήταν η αποστολή καλά εκπαιδευμένων ελληνικών ανταρτικών ομάδων. Ο επανακαθορισμός της στάσης του οφειλόταν όχι τόσο στην υποχώρηση του ενθουσιασμού του, όσο στη συνειδητοποίηση ότι οι δυνατότητες όπως και η προθυμία των γηγενών είχαν υπερεκτιμηθεί. Αυτή η συνύπαρξη του αισθήματος της διάψευσης με τη διάθεση δικαιολόγησης αποτυπώνεται και πάλι σε επιστολή προς τη σύζυγό του, την οποία δεν παρέλειπε να ενημερώνει με ύφος συχνά εξομολογητικό: «Είναι δε η δευτέρα φορά που ματαιώνεται το σχέδιό μου ένεκα της απροθυμίας των εντοπίων… Η περυσινή δε υφ’ υμών εγκατάλειψίς των τους κατέστησε πολύ δύσπιστους προς ημάς και σχεδόν μας το λέγουν».

Την κατάσταση περιέπλεκε και η επαμφοτερίζουσα στάση της κυβέρνησης Θεοτόκη, η οποία, αν και αποφάσισε να ενισχύσει την αποστολή δυνάμεων για την προστασία των πατριαρχικών πληθυσμών, άφησε την πρωτοβουλία των κινήσεων σε οργανώσεις όπως το Μακεδονικό Κομιτάτο του εκδότη της εφημερίδας Εμπρός Δημήτριου Καλαποθάκη, το οποίο διαρκώς αύξανε την επιρροή του. Η αποστολή Κρητικών αποδείχθηκε επίσης «δίκοπο μαχαίρι». Από τη μία οι αρειμάνιοι Κρητικοί κόμισαν την πολύτιμη πολεμική τους εμπειρία, η οποία έγειρε την πλάστιγγα υπέρ της πατριαρχικής παράταξης στο πεδίο της μάχης, από την άλλη το μένος των Κρητικών για τους Τούρκους τούς οδήγησε συχνά σε συγκρούσεις με τον οθωμανικό στρατό. Συγκρούσεις τις οποίες τόσο ο Μελάς όσο και οι άλλοι αρχηγοί απέφευγαν, αφού στόχος τους ήταν η αποδυνάμωση της βουλγαρικής παράταξης και όχι της Πύλης.

Για τελευταία φορά στη Μακεδονία

Με ακλόνητο φρόνημα παρά τις αντιξοότητες.

Παρά τις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, του Μακεδονικού Κομιτάτου και του Πατριαρχείου, το οποίο με ιεράρχες όπως ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης προσπαθούσε να περιορίσει τις διαρροές του ορθόδοξου ποιμνίου προς την Εξαρχία, το 1904 σημαδεύτηκε από σημαντικές αποτυχίες για την ελληνική πλευρά. Οι σημαντικότερες από αυτές ήταν η εξουδετέρωση δύο από τους ικανότερους σλαβόφωνους οπλαρχηγούς στην περιοχή: του καπετάν Βαγγέλη από το Στρέμπενο (Ασπρώγεια) και του καπετάν Κώτα από τη Ρούλια (Κώτας). Ο πρωτοπόρος του αγώνα καπετάν Βαγγέλης έχασε τη ζωή σε βουλγαρική ενέδρα τον Μάιο, ενώ ο καπετάν Κώττας, ο οποίος, αφού αρχικά πολέμησε για την ΕΜΕΟ, κατέληξε να μάχεται με ιδιαίτερο πάθος από τις τάξεις της πατριαρχικής παράταξης, συνελήφθη και φυλακίστηκε από τους Οθωμανούς τον Ιούνιο. Ειδικά η απώλεια του τελευταίου, ο οποίος με την άριστη γνώση της περιοχής, των ανθρώπων αλλά και των ισορροπιών στο εσωτερικό της βουλγαρικής οργάνωσης είχε αναδειχθεί σε πυλώνα της άμυνας του ελληνισμού στο βιλαέτι Μοναστηρίου, ήταν δυσαναπλήρωτη.

Παύλος Μελάς – Η εμβληματική μορφή του Μακεδονικού Αγώνα-11
Ο Παύλος Μελάς στη λαϊκή εικονογραφία της εποχής (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Τα παραπάνω ήταν γνωστά στον Μελά, στον οποίο στις 14 Αυγούστου ανατέθηκε από το Μακεδονικό Κομιτάτο η αρχηγία το συνόλου των σωμάτων που δρούσαν στη δυτική Μακεδονία. Της τελευταίας εξόδου του Μελά είχε προηγηθεί εκείνη δύο συμμαθητών του από τη Σχολή Ευελπίδων, οι οποίοι έμελλε να διαδραματίσουν σημαίνοντα ρόλο στον αγώνα μέχρι τη λήξη του, του Γεωργίου Τσόντου (Βάρδα) και του Γεωργίου Κατεχάκη, αμφότεροι με καταγωγή από την Κρήτη. Με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας, το οποίο παρέπεμπε στα ονόματα των παιδιών του (Μίκης και Ζωή), ο Μελάς, μια ομάδα δέκα Κρητικών και ο Λάκης Πύρζας ξεκίνησαν από την Αθήνα για να ενωθούν τελικά στη Λάρισα με μερικούς ακόμη άνδρες από την Κοζάνη και τη Σιάτιστα. Θα ακολουθούσαν δύο εξαντλητικοί μήνες, κατά τους οποίους οι εξοντωτικές πεζοπορίες, η διαβίωση στην ύπαιθρο, οι αναμετρήσεις με Βούλγαρους αντάρτες αλλά και με μονάδες του τακτικού οθωμανικού στρατού δοκίμασαν σωματικά και ψυχικά τον Μελά, ο οποίος από άποψη αντοχής βρέθηκε συχνά σε οριακό σημείο, ενώ δεν έλειψαν και οι τραγικές στιγμές, όπως ο θανάσιμος τραυματισμός στον Πολυπόταμο του μέλους της Επιτροπής Άμυνας του Μοναστηρίου Φίλιππου Καπετανόπουλου.

Οι παραπάνω αντιξοότητες δεν λύγισαν το φρόνημα του Μακεδονομάχου, ο οποίος παρέμεινε πιστός σε αυτό που ο ίδιος θεωρούσε χρέος του. Όπως έγραφε στη «Νάτα» λίγο πριν διαβεί τα ελληνο-οθωμανικά σύνορα: «Αναλαμβάνω αυτόν τον αγώνα με όλην μου την ψυχήν και με την ιδέαν ότι είμαι υποχρεωμένος να τον αναλάβω. Είχα και έχω την ακράδαντον πεποίθησιν ότι δυνάμεθα να εργασθώμεν εν Μακεδονία και να σώσωμεν πολλά πράγματα· έχων δε την πεποίθησιν ταύτην έχω και υπέρτατον καθήκον να θυσιάσω το παν όπως πείσω και Κυβέρνησιν και κοινήν γνώμην περί τούτου».

Από το Κωσταράζι, ο Μελάς και οι άνδρες του πέρασαν στο Βογατσικό και από εκεί στο Στρέμπενο, όπου αυτός και η ομάδα του εντόπισαν και συνέλαβαν τους δολοφόνους του καπετάν Βαγγέλη. Το χωριό, το οποίο είχε προσχωρήσει στην Εξαρχία, επανήλθε στο Πατριαρχείο, ωστόσο ο Μελάς αρνήθηκε να εκτελέσει τους δολοφόνους, άλλωστε ποτέ κατά τη διάρκεια του σύντομου βίου του δεν υπήρξε εκδικητικός. Η ευγενική φύση του τον διέκρινε από άλλους συμπολεμιστές του. Το ίδιο φανερώνει και η άρνησή του να προχωρήσει στον εμπρησμό εξαρχικών οικιών στο Νερέτι (Πολυπόταμο), καθώς κάτι τέτοιο θα εξέθετε σε κίνδυνο γυναίκες και παιδιά. Το αίσθημα της τιμής και του καθήκοντος υπήρξαν οι οδοδείκτες που έθεταν αυστηρά όρια στη δράση του στη Μακεδονία και τα οποία προσπάθησε να επιβάλει και μεταξύ των συμπολεμιστών του, μολονότι η διατήρηση της ηθικής ακεραιότητας, σε τόπο και χρόνο που κάθε άλλο παρά την ευνοούσαν, αποδείχθηκε συχνά ακατόρθωτο στοίχημα. Ο Μελάς συχνά αναγκάστηκε να μετέλθει των ίδιων σκληρών μεθόδων που τόσο οι συμπολεμιστές του όσο και οι αρχηγοί άλλων σωμάτων μετέρχονταν, όπως προκύπτει από τη δράση στην Πρεκοπάνα και στη Μπελκαμένη στα μέσα του Σεπτεμβρίου. Φαίνεται ωστόσο ότι η καταφυγή του σε σκληρά μέτρα δεν ήταν για εκείνον ούτε μια εύκολη ούτε μια ευχάριστη επιλογή.

Παύλος Μελάς – Η εμβληματική μορφή του Μακεδονικού Αγώνα-12
Περίστροφο του Παύλου Μελά (Συλλογή ΙΜΜΑ, Δωρεά Ναταλίας Ιωαννίδη).

Μετά από μια ατελέσφορη αναμέτρηση στο Νερέτι στις 11 Οκτωβρίου, ο εξαντλημένος Μελάς και οι άνδρες του, έπειτα από μια δύσκολη πεζοπορία υπό βροχή στο Βίτσι, δίχως να έχουν αποκαταστήσει την επαφή τους με τον Ευθύμιο Καούδη που βρισκόταν στο Ζέλοβο (Ανταρτικό), έφτασαν στη Στάτιστα (Μελάς) της Καστοριάς στις 12 Οκτωβρίου. Παρά τις αντιρρήσεις του Λάκη Πύρζα, οδηγού της ομάδας, ο Μελάς και οι άνδρες του συμφώνησαν να καταλύσουν στο χωριό, όπως τους πρότεινε ο Στατιστινός Κωνσταντίνος (Ντίνας) Στεργίου, πρώην συμπολεμιστής του κομιτατζή Μήτρου Βλάχου. Φαίνεται ότι ο Μελάς εμπιστευόταν τον Ντίνα, καθώς ο τελευταίος είχε συστάσεις από τον Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό. Με την καθοδήγηση του Ντίνα, ο Έλληνας αξιωματικός διέσπειρε τους άνδρες του στο χωριό, στο οποίο όμως υπήρχε ένας συμπαγής και οργανωμένος βουλγαρικός πυρήνας, ενώ εντέχνως ο Μήτρος Βλάχος, γνωρίζοντας για την παρουσία του ελληνικού σώματος στο χωριό, παραπληροφόρησε τις οθωμανικές αρχές διαρρέοντας ότι ήταν εκείνος που κρυβόταν στο χωριό, ώστε να τις οδηγήσει στον Μελά.

Aν και η φημολογία γύρω από τα ακριβή γεγονότα που οδήγησαν στο τέλος του πλέον φημισμένου μακεδονομάχου, καθώς και γύρω από το ίδιο το γεγονός του θανάτου του, υπήρξε εξαρχής έντονη, γεγονός παραμένει ότι όλα τα διαθέσιμα στοιχεία συγκλίνουν στο ότι υπήρξε κάποιου είδους διαρροή πληροφοριών σχετικών με την παρουσία του Μελά στη Στάτιστα στις 12 με 13 Οκτωβρίου 1904. Το σώμα των περίπου 35 ανδρών του Μελά έγινε εύκολα αντιληπτό στο τουρκικό απόσπασμα το οποίο εισήλθε στο χωριό λίγο πριν νυχτώσει. Σύμφωνα με μια εκδοχή, η ανταλλαγή πυροβολισμών ξεκίνησε όταν οι Οθωμανοί εντόπισαν την ομάδα του Κρητικού Γεώργιου Βολάνη, ενώ ο Πύρζας υποστηρίζει ότι ο Μελάς και ο Ντίνας έβαλαν πρώτοι πυρ, όταν αντελήφθησαν την προσπάθεια ανδρών του αποσπάσματος να εισέλθουν στον περίβολο της οικίας που χρησιμοποιούσαν ως κρυψώνα. Αρκετές είναι και οι εκδοχές σχετικά με το πότε και πώς επιχείρησε έξοδο ο Μελάς μαζί με τους συμπολεμιστές του Πύρζα, Ντίνα, Γιώργο Στρατηνάκη και Πέτρο Χατζητάση. Κατά την έξοδό του αυτή, ο Μελάς πυροβολήθηκε θανάσιμα στη μέση. Ακολούθησε η γνωστή σκηνή με την παράδοση του σταυρού και του όπλου του στον Πύρζα, με την οδηγία να παραδώσει τον πρώτο στη σύζυγό του και το δεύτερο στον γιο του. Ακολούθησαν οι περιπετειώδεις διαδοχικές ταφές του Μελά σε Στάτιστα, Πισοδέρι και τελικά, μετά από μεσολάβηση του Γερμανού Καραβαγγέλη, στη Μητρόπολη Καστοριάς, ενώ πολύ αργότερα, το 1950, τα λείψανά του θα μεταφερθούν στη βυζαντινή εκκλησία των Ταξιαρχών στην ίδια πόλη.

Παύλος Μελάς – Η εμβληματική μορφή του Μακεδονικού Αγώνα-13
31 Μαρτίου 1906. Ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης και ο διάκονος Πλάτων στον τάφο του Παύλου Μελά, στην Καστοριά (Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη).

Ο θάνατος του Παύλου Μελά συγκλόνισε τον ελληνισμό εντός και εκτός της επικράτειας του μικρού βασιλείου. Οι οικογένειες Μελά και ∆ραγούμη έγιναν αποδέκτες ενός πρωτοφανούς κύματος οδύνης και συμπαράστασης. Σε εκατοντάδες ανέρχονται οι συλλυπητήριες επιστολές που έλαβαν οι δύο οικογένειες. Επιφανείς αλλά και αφανείς προσωπικότητες, από τη Λουίζα Ριανκούρ και τη Σοφία Τρικούπη μέχρι τον άσημο τρόφιμο των φυλακών Α. Συγγρού, Στράτο Αλεξίου, και από σωματεία όπως η Εταιρεία Ελληνισμός, η οποία είχε διαδεχθεί την Εθνική Εταιρεία στην ενίσχυση της αλυτρωτικής προπαγάνδας, μέχρι τον ελληνικό σύλλογο στο Ζαγκαζίγκ της Αιγύπτου, όλοι τους ένιωσαν την ανάγκη να εκφράσουν τη λύπη τους αλλά και τη συστράτευσή τους στον υψηλό σκοπό του θανόντος με επιστολές, ψηφίσματα, μνημόσυνα, τελετές μνήμης, την τοποθέτηση προτομών και την ανέγερση ηρώων. Με τον θάνατό του, ο Μελάς είχε καταφέρει αυτό που δεν κατόρθωσε με την ολιγόμηνη παρουσία του στη Μακεδονία: να κάνει τον Μακεδονικό Αγώνα, από υπόθεση λίγων αξιωματικών, πολιτικών και δημοσιογράφων, υπόθεση ενός ολόκληρου έθνους. Η μαζικότητα που προσέλαβε τα επόμενα χρόνια ο Μακεδονικός Αγώνας, σε μια εποχή που το Κρητικό Ζήτημα ήταν κυρίαρχο στις πολιτικές συζητήσεις, οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στον θάνατο του Παύλου Μελά, ο οποίος προβλήθηκε ως συνεχιστής του κλεφταρματολισμού της Επανάστασης του 1821, μολονότι ο ίδιος ήταν οργανικό τμήμα του τακτικού ελληνικού στρατού. Του στρατού εκείνου, του οποίου οι επιτυχίες διασφάλισαν την ελληνική επικράτηση στη Μακεδονία μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους το 1912-13. Μετά τον θάνατο του Μελά ο μακεδονικός χώρος κατακλύστηκε από διηγήσεις για τον διάσημο Μακεδονομάχο. Όλοι είχαν και μια ιστορία να πουν για τον «δικό τους Παύλο», ενώ από στόμα σε στόμα δημιουργήθηκε μια σημαντική παραφιλολογία γύρω από τη δράση του, η οποία διατηρείται από γενιά σε γενιά μέχρι σήμερα. Αν και η φράση του Μπρεχτ «Αλίμονο στη χώρα που έχει ανάγκη από ήρωες» παραμένει επίκαιρη, το σύντομο πέρασμα του πιο φημισμένου Μακεδονομάχου από το ιστορικό προσκήνιο σε μια στιγμή που η ελληνική εθνική ολοκλήρωση εκκρεμούσε επιτέλεσε με εξαιρετική επιτυχία τον σκοπό του: ευαισθητοποίησε τους Έλληνες και έστρεψε την προσοχή τους από τον νότο στον βορρά. ∆ίχως να αποτελεί αισχύλειο ηρωικό αρχέτυπο, δίχως γωνιώσεις και σκιές, ο Μελάς ήταν τελικά αυτό που είχε ανάγκη η ελληνική πλευρά στη Μακεδονία: έναν μάρτυρα-σύμβολο. Η ρομαντική και παρορμητική προσωπικότητά του είναι παράγωγο της εποχής αλλά και της κοινωνικής και επαγγελματικής ομάδας εντός των οποίων ανδρώθηκε. Αποκλειστικά εντός αυτών των πλαισίων μπορεί η δράση και ο ρόλος του να ερμηνευθούν αλλά και να νοηματοδοτηθούν.

Παύλος Μελάς – Η εμβληματική μορφή του Μακεδονικού Αγώνα-14
Ανδριάντας του Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη, με τον Λευκό Πύργο στο βάθος. Είναι έργο της εγγονής του Ναταλίας Μελά (Alamy/Visual Hellas.gr).
Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT