Οι πειρατές και ο θησαυρός των σφουγγαριών

Οι πειρατές και ο θησαυρός των σφουγγαριών

Η σπογγαλιεία της Χάλκης, ο ρόλος της στο διεθνές εμπόριο και μια αιματηρή ληστεία με θύμα έναν πλούσιο έμπορο τον Μάιο του 1893

7' 57" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οταν στις 19 Μαΐου του 1893 ο δημοσιογράφος της εφημερίδας «Ακρόπολις» καταχώριζε στην πρώτη σελίδα του φύλλου την είδηση ότι συνελήφθησαν στη Σύρο τρεις ναυτικοί, οι οποίοι ανήκαν στη συμμορία των πειρατών που λήστευσε τον Ελληνα προξενικό πράκτορα στη Χάλκη Ιωάννη Πιπίνο, ενδεχομένως να μη γνώριζε πού ακριβώς βρίσκεται το νησί, όπως και πολλοί από τους αναγνώστες της εφημερίδας.

Με έκταση που μόλις αγγίζει τα 27 τετραγωνικά χιλιόμετρα, στη θαλάσσια περιοχή του Νοτιοανατολικού Αιγαίου, εντός των συνόρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (έως το 1912), άνυδρο και άγονο γεωμορφολογικά, αυτό το νησί δεν είχε τις προϋποθέσεις να είναι ευρέως γνωστό στο πανελλήνιο.

Και όμως. Το θέμα φαίνεται ότι απασχόλησε ιδιαίτερα την αθηναϊκή εφημερίδα, η οποία δημοσίευσε τέσσερις ανταποκρίσεις σχετικά με την πορεία των ανακρίσεων και τις εξελίξεις της υπόθεσης, οι οποίες έφθαναν μέσω τηλεγραφημάτων στην πρωτεύουσα. Συγκεκριμένα, ο νομάρχης Κυκλάδων και ο λιμενάρχης Σύρου τηλεγραφούσαν προς το υπουργείο Εσωτερικών και το υπουργείο Ναυτικών αντιστοίχως. Ο φάκελος συμπληρώθηκε με τις αναφορές του Ελληνα προξένου της Ρόδου, ενώ για τη διαλεύκανση της υπόθεσης κρίθηκε αναγκαία η συνεργασία των αστυνομικών αρχών του Πειραιά, οι οποίες προέβησαν σε συλλήψεις ατόμων που εμπλέκονταν.

Το ζήτημα είναι γιατί δόθηκε τόση έκταση σε ένα μάλλον συνηθισμένο θέμα που αφορούσε ένα εν πολλοίς άγνωστο νησί. Γιατί να προτιμήσουν οι πειρατές τη Χάλκη και τον Ιωάννη Πιπίνο;

Οι πειρατές και ο θησαυρός των σφουγγαριών-1
Δωδεκανήσιος δύτης τη δεκαετία του ’40 στο Τάρπον Σπρινγκς της Φλόριντα. Εκεί μετέφεραν την τέχνη τους οι σπογγαλιείς μετά την ύφεση των αρχών της δεκαετίας του ’30.

Η απάντηση είναι ότι η Χάλκη διατηρούσε τον τρίτο σε αριθμό στόλο στη θαλάσσια περιοχή της μετά την Κάλυμνο και τη Σύμη, με 60 σπογγαλιευτικά πλοία και 420 σφουγγαράδες προ του 1854, ενώ από τα μέσα του 19ου αιώνα έως τα τέλη του ο αριθμός αυτός αυξήθηκε. Το σίγουρο είναι ότι υπήρξε μια ιδιαίτερα προσοδοφόρα επαγγελματική δραστηριότητα, αφού αποτέλεσε το κίνητρο για τη μετακίνηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού από την ορεινή χώρα προς τον παραθαλάσσιο Ιμποριό, ενώ παράλληλα σηματοδότησε τη σταδιακή εγκατάλειψη της γεωργίας και την ενασχόληση με το θαλάσσιο εμπόριο και τη ναυτιλία.

Στις πρώτες ημέρες του Μαΐου κάθε έτος συνηθιζόταν να αναχωρούν για το καλοκαιρινό ταξίδι της σπογγαλιείας οι σκάφες και οι αχταρμάδες από τα τέσσερα νησιά του Νοτιοανατολικού Αιγαίου (Σύμη, Κάλυμνος, Χάλκη και Καστελλόριζο) των οποίων σημαντικό μέρος της τοπικής οικονομίας εξαρτιόταν από την αλίευση και εμπορία σπόγγων.

Οπως έλεγαν και οι ίδιοι μέσα από τις μαντινάδες τους: «Από τα δώδεκα νησιά, τρία έχουν τη χάρη, η Χάλκη, η Σύμη, η Κάλυμνος, που βγάζουν το σφουγγάρι».

Τα καΐκια επέστρεφαν προς τα τέλη Οκτωβρίου, ενώ προβλεπόταν χρονική επέκταση του ταξιδιού, έως τα μέσα Νοεμβρίου, εάν τα πληρώματα είχαν εντοπίσει πλούσια σπογγοφόρα πεδία.

Αντίστοιχο ταξίδι γινόταν και κατά τους χειμερινούς μήνες, με σαφώς περιορισμένη χρονική διάρκεια και μικρότερες αμοιβές για τα μέλη του πληρώματος. Συνήθως τα πλοία αναχωρούσαν αρχές Ιανουαρίου και επέστρεφαν μέσα σε διάστημα ενός μηνός – το μέγιστο δύο.

Η σκάφη ήταν ένα είδος καϊκιού μικρού μεγέθους συνήθως, το οποίο προοριζόταν κυρίως για τους δύτες ελεύθερης κατάδυσης με πλήρωμα από επτά έως οκτώ άτομα, ενώ ο αχταρμάς, μια παραλλαγή του γνωστού τρεχαντηριού, χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα όταν καθιερώθηκε η μηχανική κατάδυση με τη χρήση του σκαφάνδρου και είχε από δώδεκα έως δεκατέσσερα άτομα πλήρωμα.

Τον αχταρμά συνόδευε και το ντεπόζιτο, ένα βοηθητικό σκάφος που δεν προοριζόταν για την αλίευση σφουγγαριών, αλλά για τη μεταφορά των προμηθειών του ταξιδιού. Ενώ ένα τέταρτο καΐκι, το λεγόμενο πακέτο ή μπακέτο, πηγαινοερχόταν από τη βάση των σφουγγαράδων ανεφοδιάζοντας τα πληρώματα και μετέφερε τα σφουγγάρια που αλιεύονταν για αποθήκευση στις χιόνες, δηλαδή τις αποθήκες των εμπόρων στη Χάλκη.

Τα πληρώματα απαρτίζονταν από τον πλοίαρχο, τον κολαουζιέρη, ο οποίος καθοδηγούσε τον δύτη στον βυθό, μετρούσε το βάθος και υπολόγιζε τον χρόνο που χρειαζόταν ο μηχανικός μέχρι να ανέβει στην επιφάνεια της θάλασσας χωρίς να «χτυπηθεί» από την αρρώστια των σφουγγαράδων. Το πλήρωμα συμπληρωνόταν από τρία με τέσσερα κοπέλια, τους λεγόμενους δυτομηχανικούς, τους κουπάδες και τέλος τους ναύτες, των οποίων ο ρόλος ήταν βοηθητικός.

Οι πανίσχυροι έμποροι

Στα τέλη του 19ου αιώνα, την περίοδο της ακμής της σπογγαλιείας, σε αντίθεση με τα μεταγενέστερα χρόνια (κατά τη διάρκεια της δεύτερης και της τρίτης δεκαετίας του 20ού αι.), τα άτομα που χρηματοδοτούσαν την επιχείρηση ήταν αυτά που διέθεταν τα πλοία με όλα τα απαραίτητα εξαρτήματα, πλήρωναν τα πληρώματα, ρύθμιζαν τη διακίνηση του προϊόντος και τη διάθεσή του σε μεγάλους εμπορικούς οίκους και διεθνείς αγορές. Αυτοί ήταν οι έμποροι – εκκινητές, ένας εκ των οποίων ήταν και ο Ιωάννης Πιπίνος, ο οποίος ακολούθησε το παράδειγμα του πατέρα του, όπως και ο Σαρκόσιος Περίδης, έτερος έμπορος, γιος του Περή Περίδη, ο Γεώργιος Κουκούλλης, ο Αυγουστής Τσίμπικας, ο Καραφύλλης Παπαδάκης, ο Νικήτας Παναγής και πολλοί άλλοι.

Οι Χαλκίτες έμποροι – εκκινητές υπήρξαν ιδιαίτερα δραστήριοι, καθώς είχαν καταφέρει να εξασφαλίσουν τη θαλάσσια περιοχή της Κρήτης αντί 60 χρυσών λιρών για κάθε μηχανή τους και δέκα χρυσών λιρών για κάθε βουτηχτάδικό τους το 1866. Ενώ το 1882 διαπραγματεύονταν την ενοικίαση του δεκάτου της θαλάσσιας περιοχής της Κρήτης αντί 1.000 οθωμανικών χρυσών λιρών.

Ο Ελλην υπήκοος Ιωάννης Πιπίνος ήταν προξενικός αντιπρόσωπος και μόνιμος κάτοικος Χάλκης, ένας από τους σημαντικότερους εμπόρους – εκκινητές που δραστηριοποιούνταν στο νησί.

Δυστυχώς οι σωζόμενες πληροφορίες για τη δράση και τις συναλλαγές αυτών των εμπόρων δεν είναι πολλές. Φαίνεται ότι διατηρούσαν ένα ευρύ δίκτυο διάθεσης των σφουγγαριών με απευθείας εμπορικούς αντιπροσώπους στο εξωτερικό, όπως στην περίπτωση του Χαλκίτη εμπόρου Γεωργίου Γαλαντή, ο οποίος ήταν εγκατεστημένος στο Μπορντό της Γαλλίας και διατηρούσε αντιπροσώπους σε Ευρώπη και Αφρική. Στην Αμερική ήταν εγκατεστημένοι οι Κωνσταντίνος Νικηταρίδης, Δημήτριος Φουντουκλής, οι αδελφοί Ιωάννης Θ. Διαμαντή και Διαμαντής Θ. Διαμαντή καθώς και πολλοί άλλοι.

Θεωρητικά η Χάλκη αποτελούσε λιμάνι φόρτωσης, από όπου έφευγε το προϊόν για να διατεθεί στο εξωτερικό. Η δύναμη αυτών των εμπόρων και η οικονομική ευρωστία τους φαίνεται από τα αρχοντόσπιτα που διατηρούσαν στον Ιμποριό, από τις τεράστιες προίκες που έδιναν στις κόρες τους, οι οποίες εκτός από σπίτια και γη συμπληρώνονταν από μεγάλα χρηματικά ποσά σε οθωμανικό ή ξένο νόμισμα (απόρροια της εμπορικής σχέσης με τις διεθνείς αγορές), χρυσά κοσμήματα και φλουριά.

Το χρονικό της ληστείας

Μετά την αναχώρηση των σφουγγαράδων, συνηθέστερα για τα νερά της Κρήτης και τα παράλια της Βόρειας Αφρικής, επερχόταν η ηρεμία στο νησί. Ο Ιωάννης Πιπίνος, Ελλην υπήκοος, προξενικός αντιπρόσωπος και μόνιμος κάτοικος Χάλκης, ήταν ένας από τους σημαντικότερους εμπόρους – εκκινητές που δραστηριοποιούνταν στο νησί.

Την παραμονή της ληστείας ο Πιπίνος καθόταν αμέριμνος στην αυλή του σπιτιού του, μιας διώροφης αρχοντικής κατοικίας χτισμένης πάνω στα βράχια. Αγναντεύοντας το λιμάνι παρατήρησε ένα άγνωστο πλοίο –πιθανόν το τραμπάκουλο το οποίο κατασχέθηκε λίγες ημέρες αργότερα στο λιμάνι της Σύρου, σύμφωνα με την ανταπόκριση της εφημερίδας– το οποίο έπλεε μπροστά από το σπίτι και τη χιόνα του, δηλαδή την αποθήκη στην οποία φυλάσσονταν τα σφουγγάρια και η οποία ήταν χτισμένη δίπλα ακριβώς στην οικία του, κατά το έθιμο της Χάλκης.

Σύντομα το άγνωστο πλοίο αποχώρησε κι έτσι δεν κίνησε περαιτέρω υποψίες. Το ίδιο βράδυ κατέπλευσε στο λιμάνι της Αλιμνιάς, της μικρής, γειτονικής νήσου που αποτελούσε «δορυφόρο» της Χάλκης, με αξιόλογη αγροτική/κτηνοτροφική παραγωγή. Οι πειρατές αποβιβάστηκαν στον μοναδικό οικισμό του νησιού για να λάβουν τις απαραίτητες προμήθειες, νερό, τρόφιμα και άλλα. Φαίνεται πως οι ερωτήσεις που έκαναν στους ντόπιους έθεσαν σε συναγερμό τους Αλιμνιώτες, οι οποίοι έσπευσαν να ειδοποιήσουν τη δημογεροντία της Χάλκης για τον ενδεχόμενο κίνδυνο, χωρίς να καταφέρουν, ωστόσο, με τις ενέργειές τους να εμποδίσουν την επερχόμενη αιματηρή ληστεία, καθώς οι δημογέροντες υποτίμησαν την επικινδυνότητα της κατάστασης.

Το βράδυ της επομένης οι πειρατές από τη Μικρά Ασία (ο Γεώργιος Ψειρούκης από το Αϊβαλί, ο Περικλής Κάγιας από την Πέργαμο και ο Μπουρλούκος από τη Χίο, μαζί με άλλους συντρόφους τους) προσορμίστηκαν σε ένα απομονωμένο ακρογιάλι, τους Αρούς, έπιασαν όμηρο έναν διερχόμενο κάτοικο και τον ανάγκασαν να τους οδηγήσει στο σπίτι του Πιπίνου, τον οποίο λήστεψαν. Κατά τη φυγή τους οι πειρατές άνοιξαν πυρ και σκότωσαν έναν τσαούση, Τουρκοκρητικό δεκανέα, έναν πλοίαρχο Χαλκίτη και έναν κάτοικο που έσπευσε σε βοήθεια, ενώ τραυμάτισαν σοβαρά άλλα δύο άτομα.

Η λεία και η ποινή

Ο Ιωάννης Πιπίνος εκτός από εκκινητής και έμπορος σπόγγων υπήρξε και αντιπρόσωπος της ελληνικής ατμοπλοϊκής εταιρείας «Πανταλέων και Σία» με έδρα τη Σμύρνη. Φαίνεται πως ανάμεσα στα χρήματα που απέσπασαν οι ληστές ήταν και ποσά που διατηρούσε ο Πιπίνος για λογαριασμό πελατών της εταιρείας. Οπως μαρτυρείται, εκλάπησαν ανάμεσα σε άλλα τρία χρηματοδέματα με μετζίτια (1.184, 575 και 4.200 έκαστο). Μία πηγή ανεβάζει τη συνολική λεία της ληστείας στις 80.000 γρόσια συν 300 χρυσές λίρες και ένα χρυσό ανδρικό ρολόι. Ενώ η εφημερίδα αναφέρει ότι τα χρήματα που κατασχέθηκαν από τους συλληφθέντες ήταν 3.000 μετζίτια, αρκετά ισπανικά κολονάτα και ένα χρυσό ρολόι.

Κατά μία πηγή, η συνολική λεία ήταν 80.000 γρόσια συν 300 χρυσές λίρες και ένα χρυσό ανδρικό ρολόι. Η υπόθεση έκλεισε με την παραδειγματική τιμωρία των δραστών, οι οποίοι καταδικάστηκαν σε 21 χρόνια φυλάκισης.

Δεν ήταν τυχαία η επιλογή των πειρατών προς το πρόσωπο του Πιπίνου, καθώς ο αδελφός ενός εκ των μελών της συμμορίας, με καταγωγή από τη Χίο, είχε εργαστεί στο παρελθόν για τον έμπορο και γνώριζε τα χρηματικά ποσά που διαχειρίζονταν τόσο εκείνος όσο και οι άλλοι έμποροι. Παράλληλα γνώριζαν ότι λόγω της ηρεμίας που επικρατούσε στο νησί, εξαιτίας της αναχώρησης των μηχανών λίγες ημέρες νωρίτερα, ήταν μάλλον απίθανο να συναντήσουν οποιαδήποτε αντίσταση.

Η υπόθεση έκλεισε με την παραδειγματική τιμωρία των δραστών, οι οποίοι καταδικάστηκαν σε 21 χρόνια φυλάκισης. Η σπογγαλιευτική δραστηριότητα της Χάλκης συνεχίστηκε με ανοδική πορεία έως τις αρχές του 20ού αιώνα. Από εκεί κι έπειτα ξεκίνησε η ύφεση, η οποία έως το 1934 είχε οδηγήσει σε μαρασμό της οικονομίας, που εκφράστηκε με σταδιακή μετανάστευση των Χαλκιτών.

*H κ. Σοφία Ηρακλείδου είναι υποψήφια διδάκτωρ Πανεπιστημίου Κρήτης – Κέντρο Ναυτιλιακής Ιστορίας – ΙΜΣ-ΙΤΕ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT