«Χώρα ελέγχουσα την τεραστίαν αυτήν δύναμιν…»

«Χώρα ελέγχουσα την τεραστίαν αυτήν δύναμιν…»

Η σχέση του Κωνσταντίνου Καραμανλή με τους εφοπλιστές και η προσέλκυση μεγάλων επενδύσεων στη στεριά την περίοδο 1956-1963

7' 54" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τον Ιανουάριο του 1957 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ανέφερε ότι «διά την κυβέρνησιν το θέμα… των ελληνικής ιδιοκτησίας σκαφών, εκτός της οικονομικής, έχει τεράστιαν ηθικήν και πολιτικήν σημασίαν. Ηδη εις τα ελληνικά σκάφη εργάζονται υπέρ των 40.000 Ελλήνων ναυτικών και το εισαγόμενον δι’ αυτών ναυτιλιακόν συνάλλαγμα εις την χώραν θα υπερβή κατά το τρέχον έτος τα 45 εκατ. δολλάρια. Η ηθική εξ άλλου δύναμις του θέματος συνίσταται εις το ότι διά του στόλου αυτού προβάλλεται διεθνώς η δραστηριότης και η ικανότης της φυλής μας, η δε πολιτική, εις το γεγονός ότι χώρα ελέγχουσα την τεραστίαν αυτήν δύναμιν, την οποίαν αποκτούν τα ελληνικής ιδιοκτησίας σκάφη, υπολογίζεται ως παράγων εις την παγκόσμιον πολιτικήν».

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε κατανοήσει απολύτως, όχι μόνο τη γεωπολιτική σημασία της διεθνούς ελληνόκτητης ναυτιλίας και τη διεθνή προβολή της, αλλά και τη σημασία των διεθνών ναυτιλιακών επιχειρηματιών για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Σε όλες τις οικονομικές αναλύσεις των κυβερνήσεων Καραμανλή η ναυτιλία προβαλλόταν ως ένας επιτυχημένος τομέας της ελληνικής οικονομίας. Ο Καραμανλής επεδίωξε τη συνεργασία με τους εφοπλιστές με την ελπίδα της προσέλκυσης όλο και μεγαλύτερων επενδύσεων στην οικονομία της χώρας, το οποίο επέτυχε, αλλά συγχρόνως διατήρησε τις σχέσεις του σε χαμηλούς τόνους, κρατώντας τις αρκετά μακριά από τη δημοσιότητα.

Επί κυβερνήσεων Καραμανλή αποκαταστάθηκε το λεγόμενο «κλίμα εμπιστοσύνης» μεταξύ ελληνικών κυβερνήσεων και των διεθνών Ελλήνων εφοπλιστών. Η σχέση τους είχε διαρραγεί κατά τη διάρκεια των δεκαετιών 1940 και αρχών 1950, όπου το μεγαλύτερο μέρος των εφοπλιστών είχε αποξενωθεί επιχειρηματικά από την Ελλάδα και διηύθυνε τους στόλους του από το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη. Οι λόγοι της «αποξένωσης» ήταν κυρίως η διεθνής συγκυρία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο εμφύλιος που ακολούθησε αλλά κυρίως η προσπάθεια φορολόγησης του ναυτιλιακού εισοδήματος από τις ελληνικές κυβερνήσεις στις δεκαετίες 1940 και αρχές 1950. Είναι σε αυτές τις δύο δεκαετίες κατά τη διάρκεια των οποίων διαμορφώθηκε η εντύπωση που επικράτησε εσφαλμένα, και μερικώς έως ακόμη και σήμερα, ότι οι εφοπλιστές έχουν χαλαρούς δεσμούς με την Ελλάδα.

«Χώρα ελέγχουσα την τεραστίαν αυτήν δύναμιν…»-1
21.1.1957. Επίσκεψη του Κωνσταντίνου Καραμανλή στο υπουργείο Εθνικής Ναυτιλίας. Δεξιά του, ο εφοπλιστής Στρατής Ανδρεάδης, αντιπρόεδρος (πρόεδρος από το 1960) της Ενώσεως Ελλήνων Εφοπλιστών.

Η στροφή

Στον Κωνσταντίνο Καραμανλή δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά τους εφοπλιστές και όλη την ισχύ τους, αλλά και τα προβλήματα κράτους και ελληνικής ναυτιλίας ήδη από την άμεση μεταπολεμική περίοδο. Από τον Απρίλιο έως τον Οκτώβριο του 1946, δηλαδή για διάστημα έξι μηνών, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής βρίσκεται στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου και υποβάλλεται σε ειδική θεραπεία για την αποκατάσταση της ακοής του. Είναι το διάστημα των διαπραγματεύσεων μεταξύ εφοπλιστών, ελληνικού κράτους και Ηνωμένων Πολιτειών για την αγορά των περίφημων 100 «Λίμπερτις». Ο Καραμανλής είχε προβλέψει το πολιτικό κόστος από την αγορά αυτή και κρατήθηκε μακριά. Η επόμενη δεκαετία χαρακτηρίζει τη σχέση ελληνικών κυβερνήσεων και εφοπλιστών – μεγάλες προστριβές στα πεδία των μισθών των Ελλήνων ναυτικών, στη φορολογία και στη μη χρήση της ελληνικής σημαίας.

Κύριο μέλημα όλων των μεταπολεμικών κυβερνήσεων ήταν η οικονομική ανασυγκρότηση και η οικονομική ανάπτυξη. Το μέγα ζητούμενο, το κλειδί για την πολυπόθητη ανάπτυξη, και από την πλευρά της Αριστεράς και από τη μεριά της Δεξιάς και επίσης όλων των οικονομολόγων της εποχής, στις δεκαετίες ’40 και ’50 ήταν η εκβιομηχάνιση, οι επενδύσεις στον δευτερογενή τομέα. Και ήταν πράγματι επί κυβερνήσεων Καραμανλή που ξεκίνησαν οι μεγαλύτερες επενδύσεις Ελλήνων εφοπλιστών στη βιομηχανία, στον δευτερογενή τομέα της χώρας. Ο τριτογενής τομέας επίσης αναπτύχθηκε στις μεταφορές και στον τουρισμό, ενώ το ναυτιλιακό εισόδημα αποτέλεσε έναν από τους κύριους πυλώνες χρηματοδότησης επενδύσεων στη βιομηχανία της χώρας. Βασικότερο μέτρο για την υλοποίηση του στόχου αποτέλεσε το νομοθετικό διάταγμα 2687/1953 επί κυβερνήσεως Παπάγου, που αφορούσε τις επενδύσεις και την προστασία των ξένων κεφαλαίων, οι οποίες όμως άρχισαν να υλοποιούνται επί κυβερνήσεων Καραμανλή.

Η εκλογή του Κωνσταντίνου Καραμανλή ως πρωθυπουργού στις 19 Φεβρουαρίου 1956 υπήρξε καθοριστική για την εξομάλυνση του πολιτικού κλίματος και τη στροφή των Ελλήνων εφοπλιστών σε επενδύσεις στην ελληνική οικονομία. Το οικονομικό πρόγραμμα της κυβέρνησης όπως εξαγγέλθηκε τον Απρίλιο του 1956 ήταν σαφές: «Η κυβέρνησις, εκτιμώσα την συμβολήν την οποίαν η ελληνική ναυτιλία δύναται να παράσχη εις την οικονομική ανόρθωσιν του έθνους, θα καταβάλη κάθε προσπάθειαν όπως αυξήση τον αριθμόν των απασχολουμένων εις ελληνικής ιδιοκτησίας σκάφη και παραλλήλως εξομαλύνη πλήρως τας σχέσεις πλοιοκτησίας – κράτους». Λίγους μήνες μετά την εκλογή του Καραμανλή άρχισε ένας «αγώνας δρόμου» επενδύσεων εκατομμυρίων δολαρίων με πρωταγωνιστές τον Αριστοτέλη Ωνάση και τον Σταύρο Νιάρχο, με τον Στρατή Ανδρεάδη και άλλους εφοπλιστές να ακολουθούν κατά πόδας. Ούτε πέντε μήνες μετά την εκλογή του ως πρωθυπουργού της χώρας, την 1η Αυγούστου 1956, ο Αριστοτέλης Ωνάσης αναλαμβάνει την εκμετάλλευση των αεροπορικών συγκοινωνιών της χώρας. Η ΤΑΕ, που μετονομάστηκε σε «Ολυμπιακή Αεροπορία» τον Απρίλιο του 1957, επένδυση 35 εκατ. δολαρίων, ήταν η τρίτη σε μέγεθος που χρηματοδοτήθηκε με εισαγωγή κεφαλαίου από το εξωτερικό.

Ενα μήνα μετά, στις 12 Σεπτεμβρίου 1956, υπογράφεται μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και του ομίλου Νιάρχου σύμβαση για την ίδρυση ναυπηγείων: «Ο ανάδοχος αναλαμβάνει την υποχρέωσιν να δαπανήση, διά την ίδρυσιν του ανωτέρω εργοστασίου, υπό οιανδήποτε μορφήν, το ποσόν των δολλαρίων 8,6 εκατ. περίπου, άνευ εκ μέρους του Δημοσίου χρηματοδοτήσεως». Το 1958 ιδρύεται η εταιρεία «Ελληνικά Ναυπηγεία Α.Ε.» στον Σκαραμαγκά. Στο νέο οικονομικό πρόγραμμα στις 9 Νοεμβρίου 1957 η κυβέρνηση προεξαγγέλλει «την ίδρυση μεγάλης χαλυβουργίας βάσει προτάσεων του εφοπλιστή Σ. Νιάρχου».

Τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 9 Αυγούστου 1962, έπειτα από μεγάλες πιέσεις και διαμάχη Νιάρχου – Ανδρεάδη, ο Στρατής Ανδρεάδης, πρόεδρος της Ενωσης Ελλήνων Εφοπλιστών, όπως και της Εμπορικής και Ιονικής Λαϊκής Τράπεζας, καταφέρνει να του χορηγηθεί άδεια για την ίδρυση ναυπηγείων στην Ελευσίνα. Το σχετικό διάταγμα όριζε μετοχικό κεφάλαιο δύο εκατομμυρίων δολαρίων, τα οποία οι δύο τράπεζες και η υπό ίδρυση ανώνυμος εταιρεία θα εισάγουν από το εξωτερικό, σε συνάλλαγμα και μηχανήματα.

Στις 11 Οκτωβρίου 1962 η Οικονομική Επιτροπή με προεδρεύοντα τον Κωνσταντίνο Καραμανλή προεγκρίνει την πρόταση του ομίλου Πάππας-Εσσο-Κέλογκ για την κατασκευή διυλιστηρίου πετρελαίου στη Βόρεια Ελλάδα. Στην ίδια επιτροπή κατατέθηκε η πρόταση του ομίλου Αριστοτέλη Ωνάση, της Hydrocarbon Schneider και της British Petroleum, η οποία προέβλεπε επένδυση 68 εκατ. δολαρίων για την ίδρυση α) διυλιστηρίου πετρελαίου, β) μονάδας αμμωνίας, γ) εργοστασίου παραγωγής σιδήρου και χάλυβος και δ) πετροχημικών βιομηχανιών. Αυτή η πρόταση ποτέ δεν υλοποιήθηκε. Αντιθέτως, η πρόταση για τη δημιουργία εργοστασίου αλουμίνας του Νιάρχου ευοδώθηκε και στις 8 Απριλίου 1963 σε τελετή στον συνοικισμό Ασπρα Σπίτια, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής καταθέτει τον θεμέλιο λίθο του εργοστασίου παραγωγής αλουμίνας και αλουμινίου, επένδυσης ύψους 3 δισ. δρχ. Στην ελληνική εταιρεία αλουμινίου μετείχαν η γαλλική εταιρεία «Πεσινέ», η αμερικανική εταιρεία «Ρέινολντς» σε συνεργασία με τον Οργανισμό Βιομηχανικής Ανάπτυξης (ΟΒΑ) και τον Σταύρο Νιάρχο.

«Η κυβέρνησις, εκτιμώσα την συμβολήν την οποίαν η ελληνική ναυτιλία δύναται να παράσχη εις την οικονομική ανόρθωσιν του έθνους, θα καταβάλη κάθε προσπάθειαν όπως αυξήση τον αριθμόν των απασχολουμένων εις ελληνικής ιδιοκτησίας σκάφη».

Πρόσω ολοταχώς και στη βιομηχανία

Oι επενδύσεις των εφοπλιστών στον χώρο της βιομηχανίας στη διάρκεια 1956-1963 έβαιναν αυξανόμενες. Το 1966, το 29% των παγίων περιουσιακών στοιχείων της ελληνικής βιομηχανίας ανήκει –ή συμμετέχει– στο εφοπλιστικό κεφάλαιο. Στα είδη διατροφής, εκτός από τις υφιστάμενες επενδύσεις των Καμπάνη, Λυκιαρδόπουλου και Γαβριήλ, αυτή την περίοδο επένδυσαν οι Χανδρής, Ανδρεάδης και Καρράς. Στα υφαντικά είδη η οικογένεια Φαφαλιού είχε ήδη επενδύσει από τον Μεσοπόλεμο, ενώ επενδύει επίσης ο εφοπλιστής Θεοδωρακόπουλος κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Στον κλάδο του χαρτιού η εφοπλιστική οικογένεια Γιαννουλάτου έχει ήδη επενδύσει από τον Μεσοπόλεμο. Αξιοσημείωτες όμως είναι οι επενδύσεις των εφοπλιστών και στη βαριά βιομηχανία. Στον κλάδο των χημικών η οικογένεια Πατέρα επεκτείνεται, είναι γνωστή από τις επενδύσεις ήδη από την περίοδο του Μεσοπολέμου στη «Βιβεχρώμ», ενώ επενδύει και ο όμιλος Ανδρεάδη. Στον κλάδο των μη μεταλλικών ορυκτών είναι ήδη σημαντική η παρουσία της οικογένειας Νομικού και Καραγεώργη, ενώ στις βασικές μεταλλουργικές, όπως είδαμε, σημαντική είναι η συμμετοχή του Σταύρου Νιάρχου στη δημιουργία του εργοστασίου αλουμίνας από την «Πεσινέ». Οι δύο κλάδοι όμως όπου έχουμε έντονη παρουσία εφοπλιστών είναι εκείνος των Ναυπηγείων, όπου οι Νιάρχος, Ανδρεάδης, Λύρας, Πολέμης, Νομικός και Χανδρής επενδύουν σε ναυπηγοεπισκευαστικές μονάδες και εκείνος του πετρελαίου με μεγάλες επενδύσεις σε διυλιστήρια από τους Νιάρχο και αργότερα Βαρδινογιάννη και Λάτση.

Τράπεζες και τουρισμός

Στον τριτογενή τομέα, εκτός από τον τραπεζικό χώρο οι εφοπλιστές έχουν επενδύσει σε ασφαλιστικές εταιρείες, σε κατασκευαστικές, κτηματικές και άλλες εμπορικές επιχειρήσεις, καθώς και στον τουρισμό. Την περίοδο Καραμανλή ο εφοπλιστής Στρατής Ανδρεάδης ελέγχει την Εμπορική Τράπεζα και εξαγοράζει την Ιονική-Λαϊκή, την Τράπεζα Πειραιώς και την Τράπεζα Αττικής. Στον τραπεζικό χώρο το 1965 επικρατεί το ολιγοπώλιο της Εθνικής και Εμπορικής, με την Εθνική να κατέχει το 60,6% του συνόλου του ενεργητικού των τραπεζών της Ελλάδος και τον όμιλο του Στρατή Ανδρεάδη να ελέγχει το 34,9% του συνόλου του ενεργητικού των τραπεζών της Ελλάδος.

Στον χώρο του τουρισμού, το 1961 το 35% των κλινών των πολυτελών ξενοδοχείων ανήκει στους εφοπλιστές. Οι Νομικός, Ιγγλέσης, Θεοδωρακόπουλος, Περατικός, Ξυλάς, Καραγεώργης, Ποταμιάνος, Ανδρεάδης και Βαρδινογιάννης επενδύουν σε τουριστικές επιχειρήσεις επί Καραμανλή, η μεγάλη στροφή όμως των εφοπλιστών στα ξενοδοχεία είναι μετά το 1966. Οι εφοπλιστές επίσης επενδύουν σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Το 1965 το 23% του ενεργητικού των ασφαλιστικών εταιρειών τούς ανήκει. Επενδύουν σε ασφάλειες οι οικογένειες Γουλανδρή, Γράτσου, Καρρά, Λυκιαρδόπουλου, Νομικού, Παπαχρηστίδη, Θεοδωρακόπουλου, Χανδρή, Λιβανού, Καραγεώργη, Ποταμιάνου.

Την καθοριστική εκείνη οκταετία κυβερνήσεων Καραμανλή ο ρόλος των Ελλήνων εφοπλιστών σφράγισε την αναπτυξιακή πορεία της χώρας. Το εφοπλιστικό κεφάλαιο, όμως, την ίδια εποχή «μεταμφιέστηκε» και μεταφράστηκε ως «ξένο κεφάλαιο». Το αποτέλεσμα είναι ότι μέχρι και σήμερα σε αναλύσεις οικονομικών ιστορικών και οικονομολόγων η σημασία των επενδύσεων του ναυτιλιακού κεφαλαίου και της ναυτιλίας στην οικονομία της χώρας την περίοδο της καλπάζουσας μεταπολεμικής ανάπτυξής της παραμένει υποβαθμισμένη.

Η κ. Τζελίνα Χαρλαύτη είναι διευθύντρια του Κέντρου Ναυτιλιακής Ιστορίας – Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών-ΙΤΕ, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Κρήτης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT