Η βία κορυφώνεται στον Λίβανο

Οι σφαγές στους προσφυγικούς καταυλισμούς Σάμπρα και Σατίλα προκαλούν έντονες αντιδράσεις κατά των Ισραηλινών

7' 22" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Λίβανος είχε (και συνεχίζει να έχει) πολύπλοκη πληθυσμιακή σύνθεση. Οι χριστιανοί μαρωνίτες και οι μουσουλμάνοι σουνίτες και σιίτες ανταγωνίζονταν για την εξουσία μετά τη σταδιακή κατάρρευση της πολιτικής τάξης στη χώρα από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 και εξής. Ο εμφύλιος πόλεμος του Λιβάνου (1975-1990) επιδείνωσε κατακόρυφα αυτές τις εντάσεις, οδηγώντας σε μια κατακερματισμένη κοινωνία, αλλά και στην ανάμειξη της Συρίας και του Ισραήλ. Η εσωτερική κρίση οξύνθηκε και λόγω της άφιξης και εγκατάστασης μεγάλου αριθμού Παλαιστινίων προσφύγων, που μεταξύ άλλων ανέτρεψαν την εύθραυστη δημογραφική ισορροπία του Λιβάνου. Μέχρι το 1970 υπήρχαν ήδη περί τους 250.000 Παλαιστίνιους πρόσφυγες στον Λίβανο, με αυξητικές τάσεις. Αυτοί, ως επί το πλείστον διαβιούσαν σε προσφυγικούς καταυλισμούς, όπου συχνά υπήρχαν και πυρήνες Παλαιστινίων μαχητών ή κέντρα στρατιωτικής εκπαίδευσης. Ωστόσο, τον πλέον αποσταθεροποιητικό ρόλο διαδραμάτιζε η PLO (Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης), η οποία υπό την ηγεσία του Γιασέρ Αραφάτ είχε εγκατασταθεί στον Λίβανο μετά τη βίαιη εκδίωξή της από την Ιορδανία το 1970. Σύντομα η PLO κυριάρχησε στον νότιο Λίβανο, όπου χάρη στην ύπαρξη χιλιάδων Παλαιστινίων μαχητών και τη γενναιόδωρη οικονομική βοήθεια από τα πλούσια πετρελαιοπαραγωγά αραβικά κράτη του Περσικού Κόλπου συγκρότησε μια υποτυπώδη κρατική δομή, εκτός του ελέγχου των λιβανέζικων αρχών. Επίσης, εξαπέλυε επιθέσεις κατά του Ισραήλ, το οποίο τον Ιούνιο του 1982 εισέβαλε στον Λίβανο με στόχο την καταστροφή ή εκδίωξη των Παλαιστινίων μαχητών και της ηγεσίας της PLO.

Η δολοφονία του Τζεμαγιέλ

Πολύ σύντομα οι ισραηλινές δυνάμεις προήλασαν και πέραν του νοτίου Λιβάνου και περικύκλωσαν την πρωτεύουσα Βηρυτό, στον δυτικό τομέα της οποίας είχαν καταφύγει η ηγεσία και πολλοί μαχητές της PLO, βομβαρδίζοντας την πόλη από ξηρά, αέρα και θάλασσα για αρκετές εβδομάδες. Τότε παρενέβησαν οι ΗΠΑ, οι οποίες τον Αύγουστο μεσολάβησαν ώστε να τερματιστούν οι ισραηλινοί βομβαρδισμοί και να εκκενωθεί με ασφάλεια η Βηρυτός, και γενικότερα ο Λίβανος, από τις δυνάμεις της PLO. Πράγματι, εστάλη μια πολυεθνική δύναμη (MNF) απαρτιζόμενη από Αμερικανούς, Γάλλους και Ιταλούς προκειμένου να επιβλέψει την αποχώρηση και να εγγυηθεί την ασφάλεια των μαχητών και του Αραφάτ, όπως και έγινε.

Ωστόσο, η κατάσταση στον Λίβανο παρέμενε έκρυθμη. Η εσωτερική τάξη και ασφάλεια ήταν αδύνατο να αποκατασταθούν, ενώ μια αμερικανική πρωτοβουλία για την επίλυση του Παλαιστινιακού (το «Σχέδιο Ρέιγκαν») δεν ευοδώθηκε. Παράλληλα, στις 14 Σεπτεμβρίου 1982 δολοφονήθηκε από μουσουλμάνους εξτρεμιστές ο Μπασίρ Τζεμαγιέλ, νεοεκλεγείς πρόεδρος του Λιβάνου και ηγέτης της χριστιανικής παραστρατιωτικής οργάνωσης Φάλαγγα, που είχε ανάμειξη στον εμφύλιο του Λιβάνου, αλλά και στις επιχειρήσεις του θέρους του 1982. Η δολοφονία αύξησε την ένταση και την πόλωση στο εσωτερικό του Λιβάνου και αποστέρησε από το Ισραήλ έναν πολύτιμο ντόπιο σύμμαχο. Αλλά προκάλεσε και την οργή των οπαδών του, τροφοδοτώντας την επιθυμία για εκδίκηση εναντίον των Παλαιστινίων, τους οποίους οι Φαλαγγίτες κατηγόρησαν για τη δολοφονία. Αλλωστε, η Φάλαγγα είχε αναπτύξει μακροχρόνια εχθρότητα με τους Παλαιστινίους.

Καθώς οι Ισραηλινοί εκτιμούσαν ότι πολλοί Παλαιστίνιοι μαχητές παρέμεναν κρυμμένοι σε προσφυγικούς καταυλισμούς εντός ή πέριξ της Βηρυτού, επέτρεψαν –αν δεν τους διευκόλυναν ή και παρακίνησαν ευθέως– στους Φαλαγγίτες να εισέλθουν στους προσφυγικούς καταυλισμούς Σάμπρα και Σατίλα στη δυτική Βηρυτό. Οι ισραηλινές δυνάμεις περικύκλωσαν τους καταυλισμούς και κατηγορήθηκαν ότι σφράγισαν τις εξόδους τους, εμποδίζοντας τη διαφυγή των προσφύγων, κάνοντας παράλληλα εκτενή χρήση φωτοβολίδων για να διευκολύνουν τη δράση των Φαλαγγιτών κατά τις πρώτες κρίσιμες ώρες, καθώς η επίθεση εναντίον των καταυλισμών ξεκίνησε νύχτα. Κατά τη διάρκεια σχεδόν τριών ημερών, από τις 16 έως τις 18 Σεπτεμβρίου 1982, η πολιτοφυλακή της Φάλαγγας προχώρησε σε βασανιστήρια και στη σφαγή Παλαιστινίων και μουσουλμάνων Λιβανέζων αμάχων στους δύο καταυλισμούς. Οι σφαγές της Σάμπρα και της Σατίλα είχαν αποτέλεσμα τον θάνατο περίπου 800 έως 3.500 αμάχων, κυρίως Παλαιστινίων, αν και ο ακριβής αριθμός παραμένει αδιευκρίνιστος. Τα παραπάνω γεγονότα έλαβαν χώρα παρότι οι Αμερικανοί είχαν παράσχει εγγυήσεις στον Αραφάτ για την ασφάλεια των αμάχων Παλαιστινίων στη Βηρυτό και γενικότερα στον Λίβανο.

Η βία κορυφώνεται στον Λίβανο-1
23.8.1982. Ο Μπασίρ Τζεμαγιέλ πανηγυρίζει την εκλογή του στην προεδρία του Λιβάνου. Τρεις εβδομάδες μετά δολοφονήθηκε. Φωτ. ASSOCIATED PRESS

Η βία κορυφώνεται στον Λίβανο-2
1.9.1982. Ο Γιασέρ Αραφάτ επισκέπτεται την Αθήνα. 

Διεθνής καταδίκη των χριστιανικών πολιτοφυλακών και του Ισραήλ

Οι σφαγές της Σάμπρα και της Σατίλα αποτελούν ένα από τα πιο σκοτεινά κεφάλαια του εμφυλίου πολέμου του Λιβάνου, αλλά και της ισραηλινοπαλαιστινιακής σύγκρουσης. Προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις από τη διεθνή κοινότητα, είχαν σημαντικές συνέπειες για τον Λίβανο και ανεπηρέαστο δεν έμεινε ούτε το Ισραήλ. Ενώ κατά τη διάρκεια των σφαγών παρατηρήθηκε ολιγωρία ή πάντως αδυναμία ανάληψης δράσης της διεθνούς κοινότητας, της ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ στον Λίβανο (UNIFIL), καθώς και της πολυεθνικής στρατιωτικής δύναμης που βρισκόταν στη Βηρυτό (της MNF), μόλις έγιναν ευρύτερα γνωστά τα νέα των σφαγών προκλήθηκε διεθνής κατακραυγή. Οι σφαγές και η ισραηλινή στάση συγκλόνισαν τον κόσμο, οδηγώντας σε ευρεία καταδίκη του Ισραήλ και των εμπλεκομένων λιβανέζικων χριστιανικών πολιτοφυλακών. Προκλήθηκε οργή, όχι μόνο στον μουσουλμανικό κόσμο, αλλά και στη Δύση, όπου για πρώτη φορά μετά το 1945 τέθηκε εν αμφιβόλω η ευρεία συμπάθεια που απολάμβαναν οι Ισραηλινοί. Ο ΟΗΕ υιοθέτησε ψηφίσματα που καταδίκαζαν τη σφαγή και ζητούσαν την προστασία των αμάχων και την άμεση αποχώρηση των ισραηλινών δυνάμεων από τη Βηρυτό.

Η βία κορυφώνεται στον Λίβανο-3
21.9.1982. Η διεθνής κατακραυγή για τις σφαγές, αλλά και οι αντιδράσεις μέσα στο Ισραήλ, στην πρώτη σελίδα της «Κ». Ισραηλινές δυνάμεις στα περίχωρα της Βηρυτού.

Η βία κορυφώνεται στον Λίβανο-4
Ισραηλινές δυνάμεις στα περίχωρα της Βηρυτού. Φωτ. ASSOCIATED PRESS

Στις 21 Σεπτεμβρίου 1982 οι Ισραηλινοί ξεκίνησαν την απόσυρση των δυνάμεών τους από τη Βηρυτό και την ίδια ημέρα ο αδελφός του Μπασίρ Τζεμαγιέλ, Αμίν, εξελέγη πρόεδρος τιθέμενος επικεφαλής μιας ολοένα και πιο αποδυναμωμένης και απονομιμοποιημένης κεντρικής εξουσίας. Εύλογα οι σφαγές επιδείνωσαν τις υπάρχουσες πολιτικές και θρησκευτικές εντάσεις στον Λίβανο και τροφοδότησαν περαιτέρω το μίσος των Παλαιστινίων, αλλά και των Λιβανέζων μουσουλμάνων –ιδίως των σιιτών– εναντίον του Ισραήλ και των Λιβανέζων χριστιανών συμμάχων του. Σύντομα θα έκανε την εμφάνισή της η ακραία σιιτική παραστρατιωτική οργάνωση Χεζμπολάχ. Οι σφαγές κατέδειξαν την ανάγκη παρέμβασης της διεθνούς κοινότητας για την παροχή άμεσης ανθρωπιστικής βοήθειας, αλλά και την ανοικοδόμηση των πληγεισών κοινοτήτων. Ετσι, μια άλλη συνέπεια των παραπάνω γεγονότων υπήρξε η παράταση παραμονής της MNF, της οποίας αρχική αποστολή ήταν η κάλυψη της αποχώρησης της PLO από τον Λίβανο. Αλλά δεν κατέστη εφικτό να συνεισφέρει στην ειρήνευση και την αποκατάσταση της ομαλότητας στη χώρα. Αντίθετα, το 1983 θα αποτελούσε στόχο πολύνεκρων τρομοκρατικών επιθέσεων από σιίτες τρομοκράτες, κάτι που θα οδηγούσε στην αποχώρησή της.

Οι σφαγές της Σάμπρα και της Σατίλα, αλλά και γενικότερα η χρήση υπέρμετρης βίας από τις ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1982 προκάλεσαν διαμαρτυρίες ακόμη και εντός του ίδιου του Ισραήλ και έθεσαν υπό αμφισβήτηση την πολιτική της κυβέρνησης Μπέγκιν. Η τελευταία ήρθε αντιμέτωπη με αυξανόμενες εσωτερικές πιέσεις, καθώς εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές με επικεφαλής το νεοϊδρυθέν, τότε, κίνημα «Ειρήνη τώρα» εκδήλωσαν την αντίθεσή τους στην ισραηλινή εισβολή και παραμονή στον Λίβανο. Υπό το βάρος των εξελίξεων συγκροτήθηκε επιτροπή που ανέλαβε να ερευνήσει τυχόν κυβερνητικές ευθύνες. Λίγους μήνες αργότερα εκείνη υπέδειξε ως έμμεσα συνυπεύθυνο για τις σφαγές τον υπουργό Αμυνας Αριέλ Σαρόν, ο οποίος αναγκάστηκε να παραιτηθεί (Φεβρουάριος 1983).

Η κινητοποίηση της Ελλάδας

Το ΠΑΣΟΚ και προσωπικά ο Ανδρέας Παπανδρέου, τόσο πριν από την εκλογική νίκη του 1981 όσο και μετά τον σχηματισμό κυβέρνησης υποστήριζαν σταθερά τον παλαιστινιακό αγώνα για τη δημιουργία κρατικής οντότητας και την επιστροφή, μέρους τουλάχιστον, των Παλαιστινίων προσφύγων στις πατρογονικές τους εστίες. Αμέσως μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου 1981 ο Παπανδρέου προσκάλεσε τον Αραφάτ να επισκεφθεί την Ελλάδα, ενώ μία από τις πρώτες ενέργειες της νέας κυβέρνησης μετά την ανάληψη των καθηκόντων της υπήρξε η αναβάθμιση των διπλωματικών σχέσεων της Αθήνας με την PLO. Τον Ιούνιο του 1982 η ελληνική κυβέρνηση καταδίκασε εξαρχής και με ιδιαίτερα οξείς τόνους την ισραηλινή εισβολή στον Λίβανο και ιδίως τη δράση των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων κατά την πολιορκία της Βηρυτού. Ακόμη, επανέλαβε την υποστήριξή της για μια συνολική λύση της ισραηλινοπαλαιστινιακής σύγκρουσης στη βάση της απόφασης 242 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ του 1967, καθώς και τη θέση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ για αναγνώριση της PLO ως του μοναδικού εκπροσώπου των Παλαιστινίων. Εύλογα, άμεση και απερίφραστη υπήρξε και η καταδίκη των σφαγών στη Σάμπρα και τη Σατίλα. Η Ελλάδα, μαζί με άλλες χώρες, ζήτησε την άμεση απόσυρση των ισραηλινών δυνάμεων από τον Λίβανο και την απόδοση ευθυνών για τις θηριωδίες που διεπράχθησαν. Παράλληλα, η κυβέρνηση Παπανδρέου δραστηριοποιήθηκε διεθνώς –ιδίως στο πλαίσιο του ΟΗΕ και της ΕΟΚ– ώστε να αποκλιμακωθεί η ένταση στον Λίβανο, να επιτευχθεί καταδίκη του Ισραήλ για την εισβολή και δράση των δυνάμεών του στον Λίβανο και να αποδοθεί δικαιοσύνη για τα θύματα των σφαγών και τους συγγενείς τους. Ταυτόχρονα, στο πλαίσιο της κινητοποίησης της διεθνούς κοινότητας για την αντιμετώπιση των συνεπειών της ανθρωπιστικής κρίσης που προέκυψε από τις πολεμικές επιχειρήσεις στον Λίβανο, η Ελλάδα παρείχε ανθρωπιστική βοήθεια. Στο εσωτερικό, η στάση της κυβέρνησης Παπανδρέου σχετικά με την ισραηλινή εισβολή στον Λίβανο και τις σφαγές της Σάμπρα και της Σατίλα έτυχε ευρείας υποστήριξης, καθώς η ελληνική κοινή γνώμη έτεινε να συμπάσχει με τη δυσχερή θέση των Παλαιστινίων.

Ο κ. Διονύσης Χουρχούλης είναι επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου.

Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT