Καθώς του χρόνου συμπληρώνει πενήντα χρόνια ζωής, το Σύνταγμα του 1975 εκτοπίζει σιγά-σιγά από το κορυφαίο βάθρο των Συνταγμάτων μας το Σύνταγμα του 1864. Και τούτο με κριτήριο όχι μόνον τη «μακρά διάρκεια» της ισχύος, την longue durée του –για να δανειστούμε έναν όρο από τους ιστορικούς– αλλά και την πραγματική του εφαρμογή, αφού, στις χωρίς προηγούμενο κρίσεις της τελευταίας δεκαπενταετίας (μνημόνια, COVID-19), τα έβγαλε πέρα χωρίς μεγάλες απώλειες. Εχοντας μάλιστα διευκολύνει –με τη βοήθεια, είναι αλήθεια, και του εκλογικού νόμου– τη «βελούδινη» εναλλαγή στην κυβέρνηση κομμάτων με κεφαλαιώδεις ιδεολογικές και προγραμματικές διαφορές (1981, 1990, 2015, 2019), δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι, στις μέρες μας, συνιστά τον «κανόνα» του παιχνιδιού για το σύνολο σχεδόν των δυνάμεων του πολιτικού φάσματος. Κάτι που είχε πάνω από έναν αιώνα να συμβεί στη χώρα μας.
Μια επιγενόμενη συναίνεση;
Και όμως, σε αντίθεση με ό,τι είχε συμβεί σε άλλες χώρες που έβγαιναν από μακρόχρονες δικτατορίες, όπως η Ιταλία μετά την Απελευθέρωση, η Ισπανία το 1975 ή οι πρώην Λαϊκές Δημοκρατίες της Ανατολικής Ευρώπης, μετά την πτώση του τείχους, το Σύνταγμα του 1975, στην αρχική τουλάχιστον εκδοχή του, ψηφίστηκε από ένα και μόνο κόμμα, τη Νέα Δημοκρατία, που διέθετε πάνω από 210 έδρες στην πρώτη μεταδικτατορική Βουλή. Σύσσωμη η τότε αντιπολίτευση –από την Ενωση Κέντρου – Νέες Δυνάμεις και το ΠΑΣΟΚ, έως τα δύο κομμουνιστικά κόμματα και την ΕΔΑ του Ηλία Ηλιού– διαφωνώντας με τις λεγόμενες «υπερεξουσίες» του Προέδρου της Δημοκρατίας, αποχώρησε από τη Βουλή κατά την τελευταία φάση του συντακτικού έργου.
Ασφαλώς, η περικοπή των προεδρικών αρμοδιοτήτων από το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ, το 1986, επικρίθηκε αρχικά από τη Νέα Δημοκρατία, η οποία χαρακτήρισε την αναθεώρηση εκείνου του έτους ως απόπειρα εγκαθίδρυσης προσωποπαγούς καθεστώτος. Η έμμεση επιβεβαίωση, ωστόσο, της προεδρικής απογύμνωσης από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, το 1990, όταν δέχθηκε να εκλεγεί Πρόεδρος για δεύτερη θητεία, με περικεκομμένες αρμοδιότητες, έθεσε τέρμα στην ιδρυτική αυτή αμφισβήτηση του νέου Συντάγματος. Το τίμημα, ωστόσο, της επιτευχθείσας συναίνεσης ήταν υψηλό: ο πρωθυπουργοκεντρισμός, σταθερό σημειωτέον χαρακτηριστικό του κοινοβουλευτικού μας πολιτεύματος από τον 19ο αιώνα, ενισχυόταν ασύμμετρα, καθώς, ελλείψει δεύτερης Βουλής και πραγματικά ανεξάρτητων θεσμών της κοινωνίας των πολιτών (πανεπιστήμια, συνδικάτα, ΜΚΟ) μόνον η δικαιοσύνη μπορούσε πλέον να λειτουργήσει ως αποτελεσματικό θεσμικό αντίβαρο απέναντι στη μοιραία ροπή κάθε μονοκομματικής κυβέρνησης να αυθαιρετήσει για να παρατείνει όσο μπορεί περισσότερο την παραμονή της στην εξουσία. Να λοιπόν ένα έλλειμμα του Συντάγματός μας: η απουσία θεσμικών αντιβάρων, την οποία από τη δεκαετία του ’90, δοκίμασε να καλύψει, άλλοτε επιτυχώς –όπως στο πεδίο της προστασίας του περιβάλλοντος– και άλλοτε όχι, το ΣτΕ, ιστορικά το πιο ανεξάρτητο δικαστήριο της χώρας.
Επικράτησε ο ρεαλισμός
Η εικόνα αυτή της επιγενόμενης συναίνεσης αδικεί, ωστόσο, το συντακτικό έργο της πρώτης μεταδικτατορικής Βουλής – της Ε΄ Αναθεωρητικής, όπως είναι η επίσημη ονομασία της. Γιατί σε άλλα κεφάλαια του Συντάγματος επιτεύχθηκαν ευεργετικές συναινέσεις. Αναφέρομαι κυρίως στο πεδίο των δικαιωμάτων όπου, παρά τις διαφωνίες που σημειώθηκαν σε επιμέρους ζητήματα, στα βασικά επιτεύχθηκε ευρύτατες συναινέσεις. Ετσι, μετά τις σφοδρότατες αντιδράσεις της Αριστεράς, αλλά και των άλλων κομμάτων της αντιπολίτευσης, δεν περιλήφθηκε τελικά στο Σύνταγμα διάταξη που επέτρεπε στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο να θέτει εκτός νόμου «ανατρεπτικά» κόμματα. Η εμπειρία από την εκτός νόμου θέση και παραμονή επί τρεις σχεδόν δεκαετίες του ΚΚΕ έως το 1974, ήταν νωπή τότε ακόμη. Το ίδιο και η πρόταση που είχε διατυπώσει ο Κωνσταντίνος Τσάτσος το 1963 να απαγορεύονται τα κόμματα που όχι μόνον με βίαια, αλλά που και με «δόλια» μέσα επιδίωκαν την κατάλυση του ισχύοντος πολιτικού και κοινωνικού καθεστώτος.
Στο τελευταίο αυτό θέμα, όπως και σε σειρά άλλων, επικράτησε τελικά ο ρεαλισμός του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Με αξιοθαύμαστη οξυδέρκεια –ίσως επειδή είχε ζήσει στη Γαλλία τα δέκα προηγούμενα χρόνια και παρακολουθήσει από κοντά τις πολιτικές εξελίξεις, μετά τον Μάη του 1968– ο ιστορικός ηγέτης της ελληνικής ∆εξιάς έβλεπε ότι η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης δεν ήταν ούτε μπορούσε να είναι συνέχεια της προδικτατορικής Ελλάδας. Παρά τον συνεχιζόμενο ψυχρό πόλεμο, οι καιροί είχαν αλλάξει. Η νομιμοποίηση όλων των κομμάτων ήταν το πρώτο βήμα. Η υποδειγματική επίλυση του πολιτειακού το δεύτερο. Από εκεί και πέρα, όπως γρήγορα φάνηκε, ούτε η εκτόπιση των πολιτικά «υπόπτων», που προέβλεπε στην αρχική εκδοχή της η παράγραφος 4 του άρθρου 5 του Συντάγματος, ούτε η απαγόρευση πολιτικών συγκεντρώσεων από την αστυνομία για λόγους δημόσιας ασφάλειας, που εξακολουθεί να την προβλέπει η παράγραφος 2 του άρθρου 11, μπορούν να επιβληθούν αβρόχοις ποσί, όπως παλαιότερα, σε μιαν ευρωπαϊκή χώρα που θέλει να λέγεται κράτος δικαίου. Το ίδιο ισχύει, κατά τη γνώμη μου, και για την καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, που την απαγορεύει η παράγραφος 4 του άρθρου 25 του Συντάγματος.
Ρηξικέλευθες προβλέψεις για κοινωνικά δικαιώματα και Ευρώπη
Πάντως, αν ήθελε κανείς να επικρίνει τον Καραμανλή για υπερβολικά «ανοίγματα» προς την Αριστερά –ή για «σοσιαλμανία», όπως λίγο αργότερα τον κατηγόρησαν μερικοί «άσπονδοι» φίλοι του– θα στεκόταν σε ένα άλλο κεφάλαιο του Συντάγματος του 1975: τα κοινωνικά δικαιώματα και το λεγόμενο «οικονομικό» Σύνταγμα. Εχω κυρίως κατά νου τα άρθρα 17 και 106 του Συντάγματος: το μεν πρώτο θέτει μεν την ιδιοκτησία υπό την προστασία του κράτους, με ένα εν τούτοις πολύ δηλωτικό «όμως» να διευκρινίζει ευθύς αμέσως ότι «τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτήν δεν μπορούν να ασκούνται εις βάρος του γενικού συμφέροντος». Οσο για το δεύτερο, κατοχυρώνει μεν για πρώτη φορά ρητά την επιχειρηματική ελευθερία, το κάνει ωστόσο με μισή καρδιά, αφού η διατύπωση που χρησιμοποιεί είναι αρνητική: όπως επί λέξει προβλέπει, «η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρεπείας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας». Εναρμονιζόταν έτσι με την 1η παράγραφο του ίδιου άρθρου –«σοβιετικής» εμπνεύσεως την είχε χαρακτηρίσει προ ετών Αμερικανός συνάδελφος– η οποία δεν περιορίζεται να ορίσει ότι «για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος» το κράτος «προγραμματίζει» την οικονομική δραστηριότητα· προσθέτει επί πλέον ότι την «συντονίζει» κιόλας.
Οραματικές εξάλλου ρυθμίσεις, με την έννοια ότι «έβλεπαν μπροστά», ήταν οι διατάξεις του άρθρου 28, χάρη στις οποίες, χωρίς αναταράξεις και χωρίς αναθεώρηση του Συντάγματος, ενταχθήκαμε στην Ε.Ε. και εξασφαλίστηκε η υπεροχή του ενωσιακού δικαίου. Οι διατάξεις, ωστόσο, που δείχνουν εναργέστερα τον καραμανλικό πραγματισμό είναι αυτές που αναφέρονται στην ψήφιση των νόμων από τη Βουλή και στις νομοθετικές αρμοδιότητες της εκτελεστικής εξουσίας. Στις πρώτες ανήκουν οι παράγραφοι 4 και 5 του άρθρου 76 του Συντάγματος, για το «κατεπείγον» και το «επείγον» αντίστοιχα, που επιτρέπουν την επιψήφιση νόμων ακόμη και σε λίγες ώρες, αν υπάρχει ανάγκη και το θελήσει η κυβέρνηση. Οσο για τις νομοθετικές αρμοδιότητες της εκτελεστικής εξουσίας, αναφέρομαι από τη μια στον θεσμό της νομοθετικής εξουσιοδότησης, που για πρώτη φορά ρυθμίζεται εξαντλητικά από το άρθρο 43 παρ. 2 και, από την άλλη, στις πράξεις νομοθετικού περιεχομένου του άρθρου 44 παρ. 1. Πρόκειται για σπουδαίες καινοτομίες, στις οποίες προσέφυγαν όλες οι κυβερνήσεις, των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ συμπεριλαμβανομένων. Ειδικά για τις πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, για να αντιληφθεί κανείς πόσο σπουδαίο εργαλείο ήταν, αρκεί να συγκρίνει το πώς αντιμετωπίστηκε ο κορωνοϊός σε εμάς και την Ιταλία, τις πρώτες εβδομάδες μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, την άνοιξη του 2020.
Διλήμματα του χθες και του σήμερα
Αν ανατρέξει κανείς σε όλες τις δηλώσεις και ομιλίες του Κωνσταντίνου Καραμανλή για το Σύνταγμα και την αναθεώρησή του, από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 έως το τέλος του, θα διαπιστώσει ότι, μόνιμη επωδός των απόψεών του ήταν η «λελογισμένη» –όπως την χαρακτήριζε– ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας. Χάρη στις διατάξεις που τελικά θεσπίστηκαν και εφαρμόστηκαν από όλες τις κυβερνήσεις, δεν χρειάστηκε να παραβιαστεί το Σύνταγμα για να ληφθούν εγκαίρως τα εκάστοτε επείγοντα μέτρα. Παλαιότερα, θυμίζω, παρόμοιες καταστάσεις αντιμετωπίζονταν εκτός Συντάγματος, με αναγκαστικούς νόμους, που εξέδιδαν οι κυβερνήσεις και που κύρωνε συλλήβδην εκ των υστέρων η Βουλή. Επρόκειτο για μιαν αυθαίρετη πρακτική που σχετικοποιούσε την κανονιστικότητα του Συντάγματος, ανοίγοντας τον δρόμο για περαιτέρω αυθαιρεσίες. Αρνητική βέβαια πλευρά της ομολογημένης αυτής πριμοδότησης της ταχύτητας στο νομοθετικό έργο είναι η χαμηλή κατά κανόνα ποιότητά του, που βιώνουμε εμείς οι νομικοί και όχι μόνον.
Μια λοιπόν εκκρεμότητα του ισχύοντος Συντάγματος, έτσι τουλάχιστον όπως λειτουργεί στην πράξη, είναι να επιτευχθεί κάποτε ο αναγκαίος συγκερασμός ποιότητας και αποτελεσματικότητας στο νομοθετικό έργο. Αιτία μερικών από τις πιο αρνητικές διοικητικές πρακτικές –όπως π.χ. η δι’ εγκυκλίων νομοθέτηση– η παράταση της κατάστασης αυτής έχει και μιαν ακόμη δυσάρεστη συνέπεια: ακόμη και για απλές μεταρρυθμίσεις, τροφοδοτεί τα δικαστήρια με αχρείαστη ύλη, αφού –κατά το συνήθως συμβαίνον– ο νόμος δεν διαθέτει την αναγκαία σαφήνεια και συνοχή και σχεδόν κάθε διάταξή του μπορεί, ως μη ώφειλε, να ερμηνευτεί είτε προς τη μια είτε προς την άλλη κατεύθυνση. Αλλη μια αιτία της χαρακτηριστικής μας δικομανίας.
Κλείνοντας, ας μου επιτραπεί να επανέλθω στη μακρά διάρκεια. Ο κυριότερος λόγος επιτυχίας του ισχύοντος Συντάγματος είναι ότι, σε κρίσιμες διατάξεις του, οι συντάκτες του έβλεπαν μακριά. Από την άλλη, αν έπρεπε να επισημάνει κανείς το σημαντικότερο ελάττωμά του, νομίζω ότι αυτό εντοπίζεται στην απουσία αποτελεσματικών θεσμικών αντιβάρων, απουσία τόσο περισσότερο επικίνδυνη που το κοινοβουλευτικό μας πολίτευμα ήταν και μοιάζει να παραμένει για πολύ ακόμη ακραία πλειοψηφικό.
Θα δείξουν άραγε οι κυβερνώντες του σήμερα και του αύριο την ίδια οξυδέρκεια με εκείνους του 1975 για να προλάβουν εγκαίρως το επερχόμενο κακό;
Ο κ. Ν. Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου