Γεώργιος Καραϊσκάκης – Διάβολος και άγγελος

Γεώργιος Καραϊσκάκης – Διάβολος και άγγελος

«Γράφε καν, γράφε ό,τι βλέπεις, και τούτο θέλει είναι αρκετή ανταμοιβή δι’ ημάς». (Ο Γ. Καραϊσκάκης προς τον βιογράφο του, Δ. Αινιάν. Δόμβραινα, 1826)

γεώργιος-καραϊσκάκης-διάβολος-και-ά-563129257

Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος σημειώνει στην εισαγωγή της βιογραφίας του Γεωργίου Καραϊσκάκη ότι, εν αντιθέσει με δύο άλλους εμβληματικούς αρχηγούς της Επανάστασης του ’21, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Ανδρέα Μιαούλη, οι οποίοι εξαρχής στήριξαν τον Αγώνα, ο Ρουμελιώτης οπλαρχηγός «εν αρχή της Επαναστάσεως είναι ουδέν άλλο, ειμή εις των παλαιών κλεπτών και αρματολών, ους παρεσκεύασεν η προηγούμενη εποχή», ξένος προς την «ηθική αξία της κυβερνητικής του έθνους ενότητος», καθώς μέχρι το 1824 παραμένει προσηλωμένος στη διεκδίκηση του αρματολικίου των Αγράφων. «Αλλά περί το 1825, ο αυτός άνθρωπος ενυψούται βαθμηδόν […] φέρων εις μέσον αξιώσεις υψηλοτέρας και γενναιοτέρας […] το κυβερνητικόν αυτού πνεύμα έλαβον παράδοξον επίδοσιν». Tο μεγαλύτερο ενδιαφέρον της περίπτωσης του Καραϊσκάκη εντοπίζεται (όπως εξετάζει ο ∆ιονύσης Τζάκης στη μελέτη του Η μεταστροφή του Καραϊσκάκη) στην αλλαγή πλεύσης του «αυτοχειροτόνητου» αρματολού των Αγράφων, ο οποίος, ενώ το 1824 «ως επίβουλος της πατρίδος και προδότης […] εστερήθη όλων των βαθμών και αξιωμάτων», τον Ιανουάριο του 1827, ως γενικός αρχηγός των στρατευμάτων της Ρούμελης, από το στρατόπεδο του ∆ιστόμου εγκαλούσε τους πληρεξουσίους του έθνους για την καθυστέρηση της έναρξης των εργασιών της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης, ζητώντας να «λείψη το “Πελοποννήσιοι, Νησιώται και Ρουμελιώται”, αλλ’ όλοι να νομιζώμεθα εν, ως και είμεθα». Ότι δηλαδή μια σημαντική ιστορική στιγμή (όπως η Ελληνική Επανάσταση), που προκαλεί ανατροπή των κοινωνικοπολιτικών δομών μιας ορισμένης πραγματικότητας, οδηγεί στη μεταβολή της συμπεριφοράς των ατόμων που ζουν σε αυτήν ή στον αφανισμό τους. Και υπό το πρίσμα αυτό ο Καραϊσκάκης πρωτοστατεί στις εμβληματικές φυσιογνωμίες της Επανάστασης του ’21, όχι μόνο για τις αδιαμφισβήτητες στρατηγικές του ικανότητες ή για την έντονη προσωπικότητά του, αλλά γιατί αναδεικνύεται (και πάλι σύμφωνα με τον Παπαρρηγόπουλο) στο «γνησιότερον προϊόν της».

Ωραίος σαν μύθος

Από τη γέννηση σε μια σπηλιά στην αυλή του Αλή πασά.

«Αν με γνωρίζης, πασσά μου, άξιο γι’ αφέντη, κάνε με αφέντη. Αν με γνωρίζης άξιο για χουσμεκιάρη [δούλο], κάνε με χουσμεκιάρη· αν δε με γνωρίζης άξιο για το τίποτα, ρίξε με στη λίμνη». (Ο Καραϊσκάκης στον Αλή πασά)

Γεώργιος Καραϊσκάκης: ο γιος της καλογριάς, ο νόθος που δήλωνε περήφανος για την καταγωγή του, ο αλητάκος που ορφάνεψε νωρίς και μεγάλωσε στα ορεινά χωριά των Σαρακατσάνων. Ατρόμητος και αεικίνητος, ετοιμόλογος και βωμολόχος, θρασύς και ευσεβής, γενναίος και ριψοκίνδυνος, φιλάσθενος και σκληραγωγημένος. Αληπασαλής, κλέφτης, αρματολός. Ανυπότακτος, προδότης, μετανοημένος, αρχιστράτηγος, ήρωας. ∆ιάβολος και άγγελος.

Γεώργιος Καραϊσκάκης – Διάβολος και άγγελος-1
Το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη. Ελαιογραφία σε μουσαμά του Θεόδωρου Βρυζάκη (1855, Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου/Φωτογράφιση: Σταύρος Ψηρούκης).

Οι ελάχιστες πληροφορίες που υπάρχουν για τη ζωή του Καραϊσκάκη μέχρι τα πρώτα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης, κάποτε αντιφατικές μεταξύ τους, ευνόησαν την ύφανση ενός μύθου γύρω από το πρόσωπό του, ο οποίος κάποτε ενισχύθηκε, εκούσια ή όχι, και από τον ίδιο, από τις δηλώσεις, τις επιλογές και τον χαρακτήρα του. Ενός μύθου που περιβάλλει ακόμα και τις συνθήκες του θανάτου του στο Φάληρο το 1827, για τον οποίο αρκετοί συμπολεμιστές του αναφέρουν ότι προήλθε από φίλια πυρά.

Τα στοιχεία που συγκροτούν τον μύθο αυτόν απαντώνται σε πολλές αντίστοιχες περιπτώσεις εθνικών ηρώων, τροφοδοτούνται από τις τοπικές παραδόσεις και τις προφορικές μαρτυρίες και συγκροτούν ένα μοτίβο με χαρακτηριστικά που ταυτίζονται με εκείνα των ηρώων της λαϊκής παράδοσης: Ο ήρωας γεννιέται υπό αντίξοες συνθήκες στο περιθώριο της κοινωνίας, έχει δύσκολα παιδικά χρόνια, σκληραγωγείται, αποκτά πολεμικές αρετές και αποδεικνύει έμπρακτα την αξία του. ∆ιώκεται, επιβιώνει, επιστρέφει και εξυψώνεται στη σφαίρα του ιδανικού, και εν τέλει πεθαίνει προδομένος μέσα σε ένα θολό πλαίσιο συνωμοσίας.

Η ύφανση του μύθου του Καραϊσκάκη ξεκινάει από τη γέννησή του σε κάποια σπηλιά στην ορεινή Ρούμελη, κοντά σε ένα μοναστήρι όπου ζούσε η μητέρα του, Ζωή Ντιμισκή. Η γέννησή του δεν χρονολογείται με ακρίβεια (τέλη 1770 με αρχές 1780), ενώ σε διαφορετικές εκδοχές ως τόπος γέννησης αναφέρονται το χωριό της μητέρας του ή το Μαυρομμάτι Καρδίτσας. Η Ζωή Ντιμισκή καταγόταν από τη Σκουληκαριά Άρτας και ήταν ξαδέλφη του οπλαρχηγού Γώγου (Γιώργου) Μπακόλα. Η συγγένεια αυτή συνδέει τον Καραϊσκάκη με τα αρματολίκια της Ρούμελης, ωστόσο δεν αρκούσε για να του κληροδοτήσει μια θέση στο δίκτυο διαδοχής των αρματολών, την οποία θα έπρεπε να κερδίσει μόνος του. Η Ντιμισκή, μετά τον πρόωρο θάνατο του συζύγου της, κατέφυγε σε μοναστήρι, πιθανόν στη Μονή Αγίου Γεωργίου Καρδίτσας, κοντά στο Μουζάκι (σήμερα γνωστή και ως Μονή Καραϊσκάκη). Στη μονή διανυκτέρευαν συχνά περιπλανώμενες ομάδες ενόπλων, κλεφτών και αρματολών, από τις γύρω περιοχές. Η νεαρή γυναίκα θα μείνει έγκυος. Η επικρατέστερη άποψη θέλει πατέρα του παιδιού τον ∆ημήτρη Ίσκο (ή Καραΐσκο), ισχυρό αρματολό της επαρχίας του Βάλτου, εγγονό του θρυλικού αρματολού Γεροδήμου Σταθά. Ο Χριστόφορος Περραιβός αναφέρει σχετικά: «Περί πολλών λέγεται ότι ο Καπετάν Καραΐσκος από τον Βάλτον ηράσθη της Καλογραίας και έτεκε τον Καραϊσκάκη· ένεκα τούτου την υπερασπίσθη από πάσαν εξωτερικήν ποινήν». Ο Καραϊσκάκης υποστήριζε ότι δεν γνώριζε την ταυτότητα του γονιού του, δηλώνοντας περήφανα τον εαυτό του ως νόθο: «Καθώς τα εμβολιασμένα δένδρα είναι καλήτερα των κοινών, ούτω πολλάκις οι νόθοι είναι αξιώτεροι των γνησίων». Τη μοναδική φορά που βρέθηκε κοντά στον φερόμενο ως πατέρα του, στη Λευκάδα το 1807, εκείνος ως πρωτοπαλίκαρο του Κατσαντώνη και ο Καραΐσκος ως καπετάνιος του Βάλτου, «δεν έκαναν γνωριμία». Ωστόσο, έφερε και υπέγραφε με το όνομα «Καραϊσκάκης» (που σημαίνει «γιος του Καραΐσκου»), το οποίο του δόθηκε από μικρός. Ανεξάρτητα από το ποιος ήταν τελικά ο πατέρας του, ο ίδιος ο Καραϊσκάκης συνέβαλε, σιωπώντας, στη διατήρηση της εικασίας της συγγένειας με μια ισχυρή οικογένεια αρματολών, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι θα διεκδικούσε ποτέ πατρογονικά δικαιώματα. Για ένα χαμίνι, ωστόσο, που αγωνιζόταν για να επιβιώσει, η φήμη της καταγωγής από μια ισχυρή οικογένεια της περιοχής του ήταν όλη η κληρονομιά του.

Γεώργιος Καραϊσκάκης – Διάβολος και άγγελος-2
Γεώργιος Καραϊσκάκης. Λιθογραφία του Giovani Boggi (1826, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Ο μικρός ανέπτυξε γρήγορα αντιστάσεις μέσα στο σκληρό περιβάλλον όπου μεγάλωσε. Εντάχθηκε σε κλέφτικες ομάδες πριν από τα 15 του χρόνια και κατέληξε στα Γιάννενα, στην Αυλή του Αλή πασά. Μετείχε στις επιχειρήσεις του Αλή εναντίον του πασά του Βιδινίου, Οσμάν Πασβάνογλου (1798). Έπειτα, από το 1803 μέχρι και την εξόντωσή τους, τον βρίσκουμε πρωτοπαλίκαρο στην κλέφτικη ομάδα του θρυλικού Κατσαντώνη και των αδελφών του. Γύρω στο 1812 εντάχθηκε και πάλι στα στρατιωτικά σώματα του πασά των Ιωαννίνων και παντρεύτηκε μια κοπέλα από το χαρέμι του, την Γκόλφω Ψαρογιαννοπούλου. Την οικογένειά του θα μεταφέρει, μετά την αποστασία του Αλή, στον Κάλαμο για ασφάλεια. Πολέμησε για λίγο δίπλα στον Αλή και τον Μάιο του 1821 τον βρίσκουμε σε μία από τις πρώτες του επιχειρήσεις στη διάρκεια της Επανάστασης, στην περιοχή της Λαγκάδας, ενταγμένο στα αώματα Ρουμελιωτών οπλαρχηγών, όπως ο Ανδρέας Ίσκος (σύμφωνα με τις φήμες, ετεροθαλής αδελφός του) και ο θείος του Γώγος Μπακόλας. Πολεμάει γενναία, αλλά ριψοκίνδυνα. Στο Κομπότι τραυματίζεται, μάλλον απερίσκεπτα. Ο Μακρυγιάννης αναφέρει: «Της 8 Γιουνίου ξαναπήγαν πίσω εις το Κομπότι ο Καραϊσκάκης και ο Κουτελίδας με τους ολίγους Έλληνες και πολέμησαν ως έξι ώρες και σκοτώθηκαν κάμποσοι Τούρκοι και πληγωθήκανε. Επληγώθη και ο Καραϊσκάκης εις την φύση, περιπαίζοντας τους Τούρκους, τους γύρισε τον κώλο και πληγώθη». Για να αναρρώσει, θα παροπλιστεί για κάποιο διάστημα στο Λουτράκι Αιτωλοακαρνανίας. Είναι περίπου 40 χρονών.

Μέχρι το 1821, ο Καραϊσκάκης είχε μάθει να πολεμά και να διαπραγματεύεται με τους όρους των κλεφταρματολών της Ρούμελης, είχε διακριθεί για τις πολεμικές του ικανότητες και γνώριζε τον τρόπο λειτουργίας του μηχανισμού της οθωμανικής διοίκησης. Είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη ισχυρών τοπικών οπλαρχηγών και ήταν παρών σε διάφορες συζητήσεις, ωστόσο η επιρροή του μάλλον περιοριζόταν στο επιχειρησιακό κομμάτι των σχεδιασμών τους. ∆εν ήταν ακόμα σε θέση να αποτελεί ρυθμιστικό παράγοντα στις αποφάσεις για την έναρξη της Επανάστασης στη Ρούμελη ούτε να αυτενεργεί για τον ξεσηκωμό των περιοχών. Ξεχώριζε όμως για τη μαχητικότητά του και κινητοποιούσε το στράτευμα, ήταν αποτελεσματικός και οι οπλαρχηγοί δεν δίσταζαν να του αναθέτουν τη διοίκηση πολυάριθμων ομάδων. Ο Μακρυγιάννης, που πήρε μέρος στις μάχες στην περιοχή της Άρτας τον Σεπτέμβριο του 1821, αναφέρει: «Σηκωθήκαμε καμιά τρακοσαριά απ’ όλους τους καπεταναίους κι ο Καραϊσκάκης κεφαλή μας ολωνών […] μέσα εις το τζαμί εκλείστη ο Καραϊσκάκης και ο Μάρκος και πολέμησαν γενναίως […] διορίστηκαν κεφαλές ο Μάρκος, ο Καραϊσκάκης, ο Βέικος, ο ∆ράκος, ο Κουτελίδας».

Γεώργιος Καραϊσκάκης – Διάβολος και άγγελος-3
Μάχη Λαγγάδας και Κομπότι. Παναγιώτης ή Δημήτριος Ζωγράφος καθ’ υπόδειξη Ιωάννη Μακρυγιάννη. Φωτολιθογραφία του Fred. Boissonas, έκδοση Ιω. Γεννάδιου (1926, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Οι λιγοστές πληροφορίες για την προεπαναστατική ζωή του Καραϊσκάκη (που καταλαμβάνουν ελάχιστο χώρο στα κείμενα των πρώτων βιογράφων του) αφήνουν αρκετά περιθώρια για εικασίες που εξυπηρετούν την ύφανση του μύθου του εθνικού ήρωα. Εστιάζονται στην πολεμική του δράση, εξαιρώντας άλλες πτυχές της κοινωνικής και προσωπικής ζωής του. Γεγονός είναι ότι το περιβάλλον όπου ανδρώθηκε και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, η ορεινή Ρούμελη και ιδιαίτερα το αρματολίκι των Αγράφων, το οποίο θα διεκδικήσει και θα κερδίσει το 1822, καθορίζει δύο θεμελιώδη, αν και αντίρροπα, στοιχεία της πορείας του: την ταυτότητα του Ρουμελιώτη οπλαρχηγού, που επιβίωνε εκμεταλλευόμενος τις εκάστοτε περιστάσεις και εφαρμόζοντας έναν προσωπικό ηθικό κώδικα που του επέτρεπε να συνδιαλέγεται με τους κατακτητές του, προς όφελός του, και εκείνη του κλεφταρματολού που στη διάρκεια της Επανάστασης μεταβάλλεται σε στρατιώτη του έθνους. Η πρώτη θα υποχωρήσει έναντι της δεύτερης, καθώς ο ίδιος θα δεσμευτεί ολοκληρωτικά στον εθνικό αγώνα, για να εκτοξευθεί στη σφαίρα του μύθου.

Ακροβατώντας στα Άγραφα

Διμερής «διπλωματία» και λεπτές ισορροπίες στο αρματολίκι.

«Αι περιστάσεις εβγάζουν τους άνδρας».
Νικ. Κασομούλης, Ενθυμήματα, τ. Α΄

Πριν βρεθεί κατηγορούμενος ως «επίβουλος της πατρίδος και προδότης», ο Καραϊσκάκης, μέχρι τότε ικανός αλλά «ανέστιος» οπλαρχηγός, εκμεταλλευόμενος τις περιστάσεις, θα καταφέρει να αποκτήσει τον δικό του τόπο αναφοράς, εδραιώνοντας τον έλεγχό του στην περιοχή όπου μεγάλωσε και ανδρώθηκε: στο αρματολίκι των Αγράφων.

Γεώργιος Καραϊσκάκης – Διάβολος και άγγελος-4
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ορμά έφιππος προς την Ακρόπολη. Ελαιογραφία σε μουσαμά του Γεωργίου Μαργαρίτη (1844, Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου/Φωτογράφιση: Σταύρος Ψηρούκης).

Τον Μάρτιο του 1822, «το συμβούλιον του πολέμου της δυτικής Χέρσου Ελλάδος απεφάσισε την εκστρατείαν κατά των εχθρών των κατακρατουμένων τα Άγραφα». Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος τοποθέτησε επικεφαλής των επιχειρήσεων τον Βαλτινό οπλαρχηγό Γιαννάκη Ράγκο, προκαλώντας τη δυσαρέσκεια άλλων αρματολών του Βάλτου, κυρίως του Ανδρέα Ίσκου, ο οποίος ζήτησε την αποστολή δικού του ανθρώπου, επιλέγοντας τον Γεώργιο Καραϊσκάκη. Ο Μαυροκορδάτος, όσο και αν επιθυμούσε να εξαρθρώσει τα τοπικά κέντρα εξουσίας και να καταργήσει τα αρματολίκια, δεν είχε ακόμα τα μέσα να επιβληθεί, καθώς στρατιωτικά εξαρτιόταν από τους οπλαρχηγούς της περιοχής, οι οποίοι με τη σειρά τους δεν έδειχναν διάθεση να απολέσουν τα κεκτημένα τους. Ο Κωστής Παπαγιώργης σημειώνει για την περίοδο αυτή: «Αν και πανέτοιμοι στρατιωτικά, οι αρματολοί της Ρούμελης είναι λιγότερο αποφασισμένοι να προσχωρήσουν στην Επανάσταση […]. ∆εν ήξεραν τι τους επιφύλασσε η ανατροπή, τι μπορούσε να σημαίνει η “εθνική ιδέα”, η κεντρική διοίκηση, ο τακτικός στρατός. Την εθνική επανάσταση μπορούσαν να τη δεχτούν ως εδραίωση των ήδη κεκτημένων τοπικών τους δικαιωμάτων. Ο Βαρνακιώτης με την εδραίωσή του στο Ξηρόμερο. Ο Καραϊσκάκης ποτέ δε λησμόνησε τη διεκδίκηση του αρματολικίου των Αγράφων. Ο Ανδρούτσος τον έλεγχο της Ανατολικής Στερεάς».

Γεώργιος Καραϊσκάκης – Διάβολος και άγγελος-5Το αρματολίκι των Αγράφων, ένα από τα παλιότερα στη Ρούμελη, καταλάμβανε το βόρειο τμήμα του σημερινού Νομού Ευρυτανίας και το δυτικό τμήμα του Νομού Καρδίτσας και ανήκε στο σαντζάκι των Τρικάλων. Ο έλεγχος της περιοχής είχε μεγάλη βαρύτητα για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Στερεά Ελλάδα. Οι δύο απεσταλμένοι της ∆ιοίκησης εκδίωξαν τους Οθωμανούς, αλλά συγκρούστηκαν μεταξύ τους. Ο Καραϊσκάκης θα πάρει γρήγορα προβάδισμα έναντι του Ράγκου, «με το σπαθί» και με την (έστω και προσωρινή) στήριξη αρματολών όπως ο Ανδρέας Ίσκος, ο Γώγος Μπακόλας και οι Κουτελιδαίοι. Συνεργάζεται με οπλαρχηγούς της περιοχής, όπως ο γνωστός του από τον «νταϊφά» του Κατσαντώνη, Ιωάννης Φραγγίστας, και φυσικά έχει επαφές με τις οθωμανικές αρχές. Προκειμένου να εξασφαλίσει την πολυπόθητη σταθερότητα στην περιοχή, ο Μαυροκορδάτος θα αποσύρει τον Ράγκο, αναθέτοντας στον Καραϊσκάκη την επιτήρησή της. Στις 22 Ιουνίου 1822, του γράφει: «Σας διορίζω να σταθής αυτού εις τας θέσεις και να παρατηρής με όμμα άγρυπνον τα κινήματα του εχθρού […] του χιλίαρχου Ράγκου εγράψαμεν να έλθη εις ημάς· αν παρακούση, τότε λαμβάνομεν άλλα μέτρα».

Ο Καραϊσκάκης, εκτός από το να «παρατηρεί τα κινήματα του εχθρού», θα φροντίσει και να διευρύνει τις επαφές του μαζί του. Με τη μεσολάβηση του αρματολού του γειτονικού Ασπροποτάμου, Νικολάου Στο(υ)ρνάρα, ο οποίος επίσης επιθυμεί, για τους δικούς του λόγους, σταθερότητα στα Άγραφα, θα αναγνωριστεί ως αρματολός από τον Χουρσίτ πασά, διοικητή της Ρούμελης, και θα προχωρήσει σε συμφωνίες με τον Σούλτζια Κόρτζια, δερβέναγα των Τρικάλων: Αποκλείει κάθε διέλευση στρατευμάτων (οθωμανικών ή ελληνικών) στην περιοχή του, αναλαμβάνει την περισυλλογή φόρων, διορίζει δικούς του ανθρώπους σε θέσεις-κλειδιά, αυξάνει τη στρατιωτική του δύναμη με την ενσωμάτωση κλέφτικων ομάδων. Παρακολουθεί την εξέλιξη της Επανάστασης στη Στερεά, στέλνοντας κάποτε ενισχύσεις, ποτέ όμως με δική του εμπλοκή. Φαίνεται να ισχυροποιεί τη θέση του, ωστόσο δεν είχε ακόμα «κερδίσει να λεχθή Καπιτάνος […], αλλά ούτε και αυτός εδέχετο τον τίτλο εισέτι. Και τούτο διά να μην φανή ότι αναφανδόν αρπάζει το δικαίωμα της Καπιτανίας των Μπουκουβαλαίων (παλαιά οικογένεια αρματολών της περιοχής) εις τα Άγραφα».

Για ένα μικρό διάστημα η εύθραυστη διμερής «διπλωματία» λειτούργησε προς όφελός του, προσφέροντάς του μια κατά συνθήκη «ουδετερότητα», όχι βέβαια αναίμακτη. Τον Ιανουάριο του 1823, μετά τη λύση της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου, ο Ισμαήλ πασάς Πλιάσσας επιχειρεί να περάσει με το στράτευμά του από τα Άγραφα, κατευθυνόμενος προς την Άρτα. Ο Καραϊσκάκης τού αρνείται τη διέλευση, οχυρώνεται στην περιοχή του Σοβολάκου και σημειώνει την πρώτη του σημαντική νίκη στην Επανάσταση, κερδίζοντας την αναγνώριση. Η ελληνική ∆ιοίκηση τον διορίζει «αρχηγόν εις τα Άγραφα». Την ίδια στιγμή εκείνος φροντίζει να στείλει στον Χουρσίτ μερικά κεφάλια «των ληστών και αχάριστων του Σουλτάνου, ήτινες ηθέλησαν να εισέλθουν εις τας επαρχίας, να πατήσουν τας μεταξύ ημών συνθήκας και να γυμνώσουν και να αιχμαλωτίσουν τον λαόν», δηλώνοντας έτσι ότι ενεργεί βάσει των συμφωνημένων και διατηρώντας σε ισχύ τα «καπάκια» (όπως αποκαλούσαν τις μυστικές συμφωνίες με τις οθωμανικές αρχές). Λίγους μήνες αργότερα, θα αρνηθεί την είσοδο στα Άγραφα στους Σουλιώτες του Κίτσου Τζαβέλλα, τους οποίους η αντιπαλότητα με τους Μποτσαραίους τούς είχε απομακρύνει από το Μεσολόγγι και τον Μαυροκορδάτο, κρίνοντας ότι απειλούν την περιοχή του: «Νομίζετε πως δεν ηξεύρομεν τους σκοπούς σας; Επουλήσατε την πατρίδαν σας και τώρα τρέχετε από δω και από εκεί […]. Έχομεν και στρατεύματα και άλλας δυνάμεις, όταν μας διορίσει το Έθνος, να βαρέσωμεν». Επικαλούμενος την προσήλωσή του στην Επανάσταση, τους καταδιώκει ως ληστές και ταραχοποιούς, υπερασπίζεται την απαγόρευση της εισόδου στην επαρχία του και στέλνει άλλο ένα κεφάλι στον Χουρσίτ (σουλιώτικο αυτή τη φορά).

Το διπλό «παιχνίδι» του Καραϊσκάκη με τις οθωμανικές αρχές και την ελληνική ∆ιοίκηση (η οποία απαιτούσε σταθερά να διαλυθούν τα «καπάκια») δεν θα ήταν δυνατόν να κρατήσει εσαεί, ιδιαίτερα, ενώ ο πόλεμος συνεχιζόταν, οι διάφοροι «μνηστήρες» των Αγράφων διατηρούσαν ζωντανό το ενδιαφέρον τους. Παράλληλα εμφανίστηκαν τα πρώτα ρήγματα στη συνοχή του στρατιωτικού του σώματος, με δυσαρέσκειες και εντάσεις που αφορούσαν την έπαρση του ίδιου («άρχισεν να ακούγη με ευχαρίστησιν το “Καπιτάνε” και ούτως τον έκραζαν πλέον όλοι»), τις διαφωνίες μεταξύ των Βαλτινών και των Αγραφιωτών του σώματός του, ακόμα και τη διαχείριση των οικονομικών της επαρχίας.

Γεώργιος Καραϊσκάκης – Διάβολος και άγγελος-6
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Λιθογραφία από το λεύκωμα του Karl Krazeisen, Bildnisse ausgezeichneter Griechen und Philhellenen… (1831, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Τον Ιούλιο του 1823, οι Οθωμανοί θα οργανώσουν εκστρατεία για την ανάκτηση της Ρούμελης. Η απαίτηση του Μουσταή πασά της Σκόρδας για υποταγή και σύμπραξη στις επιχειρήσεις δηλώνεται με σαφήνεια: «Όποιος θέλει να είναι με εμένα, πρέπει να είναι πλησίον μου. Όποιος δεν θέλει, ας καρτερεί τον πόλεμό μου». Μπορεί η απάντηση του Καραϊσκάκη («Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω, κι εγώ πασά μου ερώτησα τον π…..ν μου τον ίδιο κι αυτός μου αποκρίθηκε να μη σε προσκυνήσω, κι αν έρθεις καταπάνω μου, ευθύς να πολεμήσω») να υπερβαίνει, σύμφωνα με τον βιογράφο του, Γεώργιο Γαζή, το «μολών λαβέ» του Λεωνίδα, ο Ρουμελιώτης ωστόσο δεν θα ακολουθήσει τη μοίρα του Σπαρτιάτη. Ο Καραϊσκάκης αποσύρεται από τα Άγραφα και από τα πεδία των μαχών, ασθενής, καθώς ένα χρόνιο πνευμονικό νόσημα απειλεί τη ζωή του. Αποτραβιέται στον Προυσό και στη συνέχεια στην Κεφαλονιά, αναζητώντας θεραπεία. ∆εν αποκόβεται από τα Άγραφα, αλλά δεν μπορεί να ελέγχει τις εξελίξεις: τον ∆εκέμβριο του 1823, ο ανταγωνιστής του, Γιαννάκης Ράγκος, έχει καταφέρει να εκτοπίσει τους άνδρες του και να πάρει τον έλεγχο της περιοχής. Ο Καραϊσκάκης, για τους νέους παράγοντες των Αγράφων (και μάλλον όχι μόνο γι’ αυτούς), δεν είναι πλέον παρά ένας «δεύτερος Ιούδας» και ένας «ανθρωπόμορφος λύκος».

Η δίκη του στρατηγού

Ο «τεσσερομάτης» Μαυροκορδάτος και ο εκνευρισμένος Καραϊσκάκης.

«Πάντες οι Έλληνες να τον στοχασθούν ως εχθρόν, εν όσω να μετανοήση και να προσπέση εις το έλεος του έθνους και ζητήση συγχώρεση». (Προκήρυξιs των εγκλημάτων του Καραϊσκάκη, Ελληνικά Χρονικά, φ. 30, 2 Απριλίου 1824)

Πρωταπριλιά του 1824. Ένοπλοι φρουρούν την είσοδο στην εκκλησία της Παναγίας στο Αιτωλικό. Μέσα στον ναό, ο μητροπολίτης Άρτας Πορφύριος ετοιμάζεται να ασκήσει τα καθήκοντά του. Όχι ως ιερέας, αλλά ως πρόεδρος ενός δικαστηρίου διορισμένου από τον διευθυντή της ∆υτικής Στερεάς, Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο.

Σύμφωνα με τη δήλωση-πρόσκληση της Προσωρινής ∆ιοικήσεως που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά, «οι πολιτικοί και στρατιωτικοί αρχηγοί ως εκ μέρους του έθνους προσκάλεσαν εις απολογίαν τον Γ. Καραϊσκάκην», καθώς «τα όσα συνέβησαν εις τας παρελθούσας ημέρας, έδοσαν υποψίαν κατηγορίας εναντίον του».

Από τον ∆εκέμβριο του 1823 ο Καραϊσκάκης, χωρίς να έχει αναρρώσει πλήρως, είχε επιστρέψει στη Ρούμελη, έχοντας στο μυαλό του τα Άγραφα. Μάταια ωστόσο. Ο Μαυροκορδάτος δεν είχε πλέον λόγο να προσεταιρίζεται έναν ακόμα ανακατωσούρη. Ως διευθυντής της ∆υτικής Στερεάς, είχε εξασφαλίσει την υποστήριξη όσων οπλαρχηγών είχαν αποδεχτεί τους όρους της ∆ιοίκησης και είχε καταφέρει να κατευθύνει στο Μεσολόγγι τον λόρδο Μπάιρον, απεσταλμένο της Ελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου και διαχειριστή του επερχόμενου αγγλικού δανείου. Προτεραιότητά του ήταν να αποφύγει την επέκταση στη ∆υτική Στερεά των εμφύλιων συγκρούσεων που είχαν αρχίσει στον Μοριά. Με την πρώτη ευκαιρία θα ξεκαθάριζε προς τους δυσαρεστημένους οπλαρχηγούς της περιοχής (που δεν ήταν λίγοι) ότι δεν θα ανεχόταν καμία αποστασία.

Η ευκαιρία δόθηκε από τον εκνευρισμένο Καραϊσκάκη, που βρέθηκε να στρατοπεδεύει άπραγος στα περίχωρα του Μεσολογγίου, δοκιμάζοντας τα όρια της υπομονής του. Στις 20 Μαρτίου 1824, με αφορμή ένα επεισόδιο στο Μεσολόγγι, όταν κάποιοι βαρκάρηδες ξυλοφόρτωσαν έναν συγγενή του, εξαπολύει στην πόλη τους άνδρες του. Προκαλούν ταραχές, συλλαμβάνουν δύο προεστούς και καταλαμβάνουν το Βασιλάδι: αποστασία! Ο Μαυροκορδάτος καλεί στο Μεσολόγγι ενισχύσεις από το στράτευμα που βρισκόταν στην περιοχή, στο πλαίσιο της προετοιμασίας της εκστρατείας στην Άρτα. Συμπτωματικά ακολουθεί η σύλληψη κάποιου Βουλπιώτη, που είχε στην κατοχή του αλληλογραφία του Καραϊσκάκη προς τον Ομέρ Βρυώνη. Ο Καραϊσκάκης κατηγορείται για προδοσία και καλείται σε απολογία για μυστικές συμφωνίες με τον εχθρό και υπονόμευση της Επανάστασης.

Η όλη διαδικασία δεν κύλησε χωρίς ευτράπελα. Η θεατρικά σκηνοθετημένη παράσταση στην εκκλησία της Παναγιάς τινάχτηκε στον αέρα από μια «πληρωμένη» απάντηση του οπλαρχηγού στον ηλικιωμένο Ξηρομερίτη πρόκριτο Πάνο Γαλάνη-Μεγαπάνο, όταν ο δεύτερος αναρωτήθηκε γιατί ο Καραϊσκάκης συνηθίζει να «λέει όλο λόγια»:

«–Το ’χω χούι, κυρ Πάνο…

–Αμ γιατί να το ’χεις χούι, που είσαι πια πενήντα χρονών;

Γεώργιος Καραϊσκάκης – Διάβολος και άγγελος-7
Η απόφαση της καταδίκης του Καραϊσκάκη (Αρχείο Ιστορικών Εγγράφων Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας Ελλάδος).

–Αμ δεν μπορώ να το κόψω, κυρ Πάνο! Και συ δα είσαι ογδόντα χρονών, μα το χούι δεν τ’ αφήνεις να γ..ής… Και δεν μ’ ακούς…». Ο Νικόλαος Κασομούλης περιγράφει στα απομνημονεύματά του τι ακολούθησε: «Τούτο λέγοντας ο Καραϊσκάκης, εκτόπισαν τα γέλια όλοι, και κριταί και λαός, και πήγαν πολλοί να λιποθυμήσουν, καθώς κι εγώ ο ίδιος…». Το δικαστήριο διαλύθηκε. Την υπόλοιπη μέρα «δεν άκουες τίποτ’ άλλο παρά λογομαχίας και έριδας μέχρι θανάτου υπέρ ή κατά αυτού», ενώ πολλαπλασιάστηκαν οι υποστηρικτές του Καραϊσκάκη. Την επομένη, όταν οι οπλαρχηγοί κλήθηκαν να ακούσουν την ομολογία του Βουλπιώτη, κατά λάθος αναγνώστηκε το κείμενο της πρώτης ανάκρισης (είχε ανακριθεί τρεις φορές), που δεν ενέπλεκε πουθενά τον Καραϊσκάκη. Τελικά, αρκετοί οπλαρχηγοί έδωσαν τέλος στη διαδικασία, αρνούμενοι να εγκρίνουν τη θανατική ποινή. Η απόφαση ανέφερε γενικολογίες, όπως ότι το δικαστήριο «έλαβε πολλά διδόμενα διά να γνωρίση αυτόν επίβουλον της πατρίδος και προδότην», και κατέληγε ότι ο Καραϊσκάκης, «διωγμένος από την Πατρίδα, δεν έχει καμίαν εξουσίαν… εν όσω να προσπέση εις το έλεος του έθνους και ζητήση συγχώρεση». Ο «τεσσερομάτης» (όπως ο Καραϊσκάκης αποκαλούσε τον Μαυροκορδάτο εξαιτίας των γυαλιών που φορούσε) ήταν ικανοποιημένος: «Έχω ευχαρίστησιν ότι […] και την επιρροήν της ∆ιοικήσεως [κυβερνήσεως] εφύλαξα […] και δεν άφησα να χυθή ρανίς αίματος και τας ραδιουργίας και επιβουλάς επρόλαβα», γράφει σε επιστολή του στις 8 Απρίλη 1824.

Ο Καραϊσκάκης θα αναχωρήσει από το Αιτωλικό και, με κλονισμένη υγεία, θα κατευθυνθεί στα Άγραφα. Οι οπλαρχηγοί της περιοχής, με εντολή της κυβέρνησης και σε συνεργασία (!) με τον δερβέναγα των Τρικάλων, θα συγκρουστούν μαζί του στη Μονή της Βράχας και θα τον καταδιώξουν μέχρι την περιοχή του Καρπενησίου. Εκεί βρίσκει άσυλο και τελικά διατυπώνει τη μεταμέλειά του (τρόπον τινά) σε μια επιστολή του προς τον Μαυροκορδάτο: «Η κακή μου τύχη και αρρώστησα, δεν ηξεύρω κιόλα, από τα κρύα τα πολλά ήταν ή από τόσους αφορισμούς όπου μου εκάματε… Να με συγχωρέση η ∆ιοίκησις και όλοι οι χριστιανοί, και να μου σταλθή και μια ευχή συγχωρητική παρά του αρχιερέως».

Παρά τη σταθερή άρνηση του Μαυροκορδάτου, ο Καραϊσκάκης με τη στήριξη αρκετών οπλαρχηγών θα πέτυχει την αμνηστία του, το καλοκαίρι του 1824, και θα ανακτήσει τον βαθμό του στρατηγού. Καθώς ο διευθυντής της ∆υτικής Στερεάς αποκλείει κάθε πιθανότητα επιστροφής του, ο άσωτος οπλαρχηγός θα αναζητήσει και θα βρει άλλη πρόσβαση στην Κυβέρνηση: μέσω των στρατοπέδων της Ανατολικής Στερεάς και του Ιωάννη Κωλέττη.

Μέλημά του τώρα είναι να διαλαλήσει την αφοσίωσή του. Στα τέλη του 1824, οι Ρουμελιώτες που πρόσκεινται στον Κωλέττη έχουν εισβάλει στην Πελοπόννησο εναντίον των «αντικυβερνητικών», αλλά ο Καραϊσκάκης έχει εντολή να μείνει πίσω. Εντολή την οποία δηλώνει ξεκάθαρα ότι θα παραβεί: « […] απόρησα ότι η Σ[εβαστή] ∆[ιοίκησις] δεν με ενθυμήθη ότι και εγώ είμαι γνήσιον τέκνον της […] πολλώ μάλλον ήθελον πολεμήση δια τους νόμους, και την πολιτικήν ύπαρξιν του έθνους μας […] δεν εβάσταξα να αδιαφορήσω εις τοιαύτην κρίσιμον περίστασιν της Πατρίδος, αλλ’ εκστρατεύω με όλους τους υπό την οδηγίαν μου στρατιώτας […] Ζητώ συγγνώμην από την Σεβαστήν ∆ιοίκησιν οπού κινούμαι χωρίς διαταγήν της· είμαι όμως εύελπις ότι δεν θέλει με στερήση και να με αφήση παραπονεμένον· ως φιλόστοργος μητέρα να μοι στείλη τας αναγκαίας διαταγάς».

Κάπως έτσι, «ο πατριώτης, Καραησκάκις» (όπως υπέγραφε πλέον στις επιστολές του), από διωκόμενος θα βρεθεί να καταδιώκει Μοραΐτες «αντάρτες» στα βουνά της Πελοποννήσου και στη συνέχεια να μάχεται μαζί με τις κυβερνητικές δυνάμεις, εναντίον των στρατευμάτων του Ιμπραήμ στη Μεσσηνία.

Νικώντας στην Αράχωβα

Η μεγαλύτερη επιτυχία στη δεύτερη φάση της Επανάστασης.

«Ολόκληρη η πατρίς, εις αυτήν την περίστασιν, εγνώρισεν τι είναι ο Καραϊσκάκης». (Ο Α. Ζαΐμης προς τον Γ. Καραϊσκάκη)

Τις τελευταίες μέρες του Νοέμβρη του 1826, όποιος διαβάτης πλησίαζε στην Αράχωβα απέστρεφε με τρόμο το βλέμμα του από τον μικρό οικισμό του Παρνασσού. Το πρώτο πράγμα που διέκρινε, είτε ανηφόριζε από τον δρόμο των ∆ελφών είτε από το Λιβάδι, ήταν ένα φρικτό θέαμα, ένα αυτοσχέδιο «μνημείο» …θανάτου, στημένο στη θέση Πλόβαρμα (Πλατάνια), λίγο πιο έξω από το χωριό: εκατοντάδες κεφάλια Οθωμανών, στοιβαγμένα το ένα επάνω στο άλλο, έφτιαχναν έναν αποτρόπαιο πύργο. Στη βάση του, μια επιγραφή τον ονόμαζε «Τρόπαιον Ελλήνων κατά Βαρβάρων ανεγερθέν κατά το 1826 έτος Νοεμβρίου 24 εν Αράχωβα» και πάνω πάνω ξεχώριζαν τα παλουκωμένα τα κεφάλια δύο Οθωμανών αξιωματικών: του Μουσταφάμπεη και του Κεχαγιάμπεη του Σερασκέρη της Ρούμελης, Μεχμέτ Ρεσίτ Πασά (Κιουταχή).

Γεώργιος Καραϊσκάκης – Διάβολος και άγγελος-8
Πόλεμος των Ελλήνων εις Ράχοβα. Παναγιώτης ή Δημήτριος Ζωγράφος καθ’ υπόδειξη Ιωάννη Μακρυγιάννη. Φωτολιθογραφία του Fred. Boissonas, έκδοση Ιω. Γεννάδιου (1926, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Οι δυο τους, μέχρι πριν από λίγες μέρες, ήταν επικεφαλής ενός στρατεύματος περίπου 2.000 ανδρών. Είχαν νικήσει τους Έλληνες στην Αταλάντη και κατευθύνονταν στα Σάλωνα. Στις 17 Νοέμβρη έφτασαν στη ∆αύλεια του Παρνασσού και πέρασαν το βράδυ στη Μονή της Ιερουσαλήμ. Κάποιοι μοναχοί άκουσαν τις συζητήσεις για τα σχέδια της επόμενης ημέρας και ειδοποίησαν τις ελληνικές δυνάμεις στο ∆ίστομο. Εκεί είχε στρατοπεδεύσει ο Καραϊσκάκης. Όταν έμαθε ότι οι αντίπαλοι θα κατευθύνονταν στην Αράχωβα, ενίσχυσε το απόσπασμα που είχε ήδη στείλει στο χωριό, το οποίο είχαν εγκαταλείψει οι κάτοικοι, ζήτησε ενισχύσεις από τα Σάλωνα και ο ίδιος κινήθηκε μεταξύ ∆αύλειας, Αράχωβας και ∆ιστόμου, κλείνοντας τους δρόμους επιστροφής των αντιπάλων του προς τη ∆αύλεια. Την επομένη, το στράτευμα του Κιουταχή εγκλωβίστηκε έξω από την Αράχωβα και ταμπουρώθηκε στα ορεινά περάσματα της περιοχής. Παρέμειναν εκεί για ημέρες, εκτεθειμένοι στον παγετό, χωρίς εφόδια, ενώ οι Έλληνες βρήκαν καταφύγιο στα σπίτια του χωριού. Οι δυνάμεις του Κιουταχή επιχείρησαν μια απέλπιδα έξοδο προς τη ∆αύλεια στις 24 του Νοέμβρη αλλά καταδιώχθηκαν, μέσα στη χιονοθύελλα, μέχρι θανάτου. Όσοι γλίτωσαν πέθαναν από το κρύο στις πλαγιές του Παρνασσού. Από τους 2.000 άνδρες δεν επέζησαν πάνω από 300. Οι περισσότεροι νεκροί καλυφθήκαν από το χιόνι. Το μέγεθος της καταστροφής έγινε αντιληπτό όταν έλιωσαν οι πάγοι.

Το μήνυμα του τροπαίου είχε δύο αποδέκτες. Ο ένας ήταν ο Κιουταχής και τα εχθρικά στρατεύματα. Ο άλλος ήταν οι προσκυνημένοι ντόπιοι και η εξασφάλιση ότι δεν θα επιστρέψουν ποτέ στην αντίπαλη πλευρά.

Την επομένη, ο Καραϊσκάκης έδωσε εντολή να στοιβάξουν σε μια πυραμίδα τα κεφάλια όσων Οθωμανών μπορούσαν να εντοπίσουν. Σύμφωνα με τον ∆. Αινιάν: «Ο Καραϊσκάκης αφ’ ού διένειμεν εις τους ανδραγαθήσαντας αναλόγους αμοιβάς ως προς τα ολίγα μέσα τα οποία είχεν εις την εξουσίαν του, διέταξε να εγερθή τρόπαιον εις Αράχωβαν από τας κεφαλάς των Τούρκων εν είδει πύργου. Το έργον τούτο, λείψανον της βαρβαρότητας των ηθών, δεν έκρινε δι’ άλλον λόγον αναγκαίον να το μεταχειρισθή, ειμή να κάμη να φανώσιν ένοχοι εις τους Τούρκους οι κάτοικοι του χωρίου και να χάσωσι την ελπίδα του να υποταχθώσι πάλιν εις τους εχθρούς». Το μήνυμα δηλαδή είχε δύο αποδέκτες. Ο ένας ήταν ο Κιουταχής και τα εχθρικά στρατεύματα. Ο άλλος ήταν οι «προσκυνημένοι» ντόπιοι και η εξασφάλιση ότι δεν θα επιστρέψουν ποτέ στην αντίπαλη πλευρά.

Γεώργιος Καραϊσκάκης – Διάβολος και άγγελος-9
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης νικά τον οθωμανικό στρατό στην Αράχωβα τον Νοέμβριο του 1826. Λιθογραφία του Peter von Hess (1852, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Η νίκη στην Αράχωβα αναδείχτηκε στη μεγαλύτερη επιτυχία της δεύτερης φάσης της Επανάστασης. Την εποχή που ο Ιμπραήμ επέλαυνε στην Πελοπόννησο και στόχος των Ελλήνων ήταν να διατηρήσουν εστίες αντίστασης κερδίζοντας χρόνο, μέχρι να υπάρξουν ευχάριστα νέα στο διπλωματικό πεδίο από την Ευρώπη, ο Καραϊσκάκης είχε καταφέρει ένα ισχυρό πλήγμα στον αντίπαλο. Η αναγγελία της νίκης στην Κυβέρνηση έγινε με μια λεπτομερή επιστολή του στρατηγού (24/11/1826), την οποία υπέγραφαν όλοι οι οπλαρχηγοί που πήραν μέρος: «[…] εις τας 18 του παρόντος εφθάσαμεν ενταύθα, επολεμήσαμεν […] τους περιωρίσαμεν εις ένα τσουγκρί, χωρίς ψωμί, χωρίς νερόν, και χωρίς να έχουν κανένα φυσέκι, ούτω λοιπόν έμειναν πολιορκημένοι επτά ημέρας, και σήμερον […] έκαμαν γιουρούσι. Όθεν αφού επιάσαμεν τας προσδιορισμένας θέσεις εφονεύσαμεν περίπου χιλίους τριακοσίους, εφονεύσαμεν τον Κιαχαγιάμπεην, τον Μουστάμπεην, τον Καργιοφίλμπεην, τον αδελφόν του Μπανούση Σέβρανη […] επιάσαμεν και ζωντανούς μερικούς σημαντικούς. Εθησαύρισαν όλοι εξίσου οι Έλληνες από λάφυρα, χρήματα, ασημένια άρματα, χρυσά φορέματα και περίπου χίλια άλογα».

Όλο το προηγούμενο διάστημα, από τον Ιούλιο του 1826, όταν διορίστηκε γενικός αρχηγός της Στερεάς, ο Καραϊσκάκης είχε οργανώσει την άμυνα στην Αθήνα και είχε καταφέρει να εξασφαλίσει την τροφοδοσία της Ακρόπολης. Επέμενε ωστόσο για την ανάκτηση των περιοχών βορειότερα, ώστε να αποκόψει τις τροφοδοσίες του Κιουταχή. Μετά την Αράχωβα συνέχισε τις επιχειρήσεις και μέχρι τα τέλη του Ιανουαρίου κατάφερε να ελέγξει το μεγαλύτερο μέρος της Στερεάς. Σε επιστολή του προς τη ∆ιοικητική Επιτροπή στις 7/2/1827 έγραφε: «Έχομεν όλας τα επαρχίας της ανατολικής και της δυτικής Ελλάδος καλώς ενδυναμωμένας, και τα Ελληνικά στρατεύματα ηύξησαν εις όλην την Στερεάν. Ήδη δεν βλέπομεν άλλο μέρος έχον μεγάλην ανάγκην σπουδαίας συνδρομής παρά τας κλεινάς Αθήνας και είμεθα έτοιμοι να δράμωμεν εις βοήθειαν της ακροπόλεως». Μετά από δύο μήνες ολοκλήρωνε θριαμβευτικά την εκστρατεία της Ρούμελης: είχε χαρίσει στην Επανάσταση, μετά από πολύ καιρό, μεγάλες νίκες, είχε αυξήσει το κύρος του και είχε αναδειχθεί σε αδιαφιλονίκητο στρατιωτικό ηγέτη, καθώς, πάρα τα σοβαρά προβλήματα υγείας του, δεν έλειψε από την πρώτη γραμμή, ενώ αντιμετώπιζε με σεβασμό και ως ίσους τους συμπολεμιστές του.

Γεώργιος Καραϊσκάκης – Διάβολος και άγγελος-10
Το τρόπαιο που έστησε ο Καραϊσκάκης στην Αράχωβα. Υδατογραφία του Αθανάσιου Ιατρίδη (Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα).

Έξι μήνες πριν, τον Ιούλιο του 1826 στο Ναύπλιο, ο Υδραίος Βασίλειος Βουδούρης (ή Μπουντούρης) είχε πει στον Ρουμελιώτη οπλαρχηγό: «∆εν έκαμες όσον έπρεπε έως τώρα το χρέος σου προς την πατρίδα, Καραϊσκάκη…». Για να λάβει την περίφημη απάντηση: «∆εν το αρνούμαι… Όταν θέλω γίνομαι άγγελος και όταν θέλω διάβολος. Εις το εξής έχω απόφασιν να γενώ άγγελος». Στις 19/1/1827, ο Γεώργιος Αινιάν από την Αίγινα έστειλε μια επιστολή στον στρατηγό της Ρούμελης, καλώντας τον πίσω στην Αθήνα. Κλείνοντας, σημειώνει: «Ο Μπουντούρης σε ασπάζεται αδελφικώς, και είπεν να σοι γράψω ότι τώρα τον φαίνεσαι άγγελος, και όχι άνθρωπος».

Ο θάνατος ενός πολεμιστή, η γέννηση ενός ήρωα

Από την πρώτη γραμμή της μάχης στο πάνθεον.

«Μέγιστην ευθύνην έχεις απέναντι της πατρίδος!… Πρόσεχε τον Καραϊσκάκην!» (Ο Θ. Κολοκοτρώνης προς τον Γ. Καραϊσκάκη)

Οι νίκες του Καραϊσκάκη στη Ρούμελη είχαν επιφέρει ισχυρά πλήγματα στον Κιουταχή, αλλά δεν τον είχαν αναγκάσει να αποσυρθεί από την Αθήνα. Ενδεχόμενη παράδοση της Ακρόπολης θα στοίχιζε στην Επανάσταση, τόσο στο στρατιωτικό όσο και στο διπλωματικό πεδίο. Η επιστροφή του Καραϊσκάκη στον Πειραιά ήταν επιβεβλημένη, εξάλλου και ο ίδιος γνώριζε ότι η πτώση της Αθήνας θα σήμαινε την ακύρωση της επιτυχίας του. Την επιστροφή του, τον Μάρτιο το 1827, ακολούθησε η προώθηση και σταθεροποίηση των ελληνικών θέσεων στο Κερατσίνι. Το σχέδιο, που μέχρι εκείνη τη στιγμή εφάρμοζε ο Καραϊσκάκης στην Αθήνα, ήταν εναρμονισμένο με τις δυνατότητες και τις συνήθειες του στρατού του, ενός στρατού που απέδιδε καλύτερα πολεμώντας σε ταμπούρια και σε αιφνιδιαστικές επιθέσεις παρά στην κατά μέτωπο επίθεση. Παράλληλα, το ζητούμενο ήταν η τροφοδοσία της φρουράς στην Ακρόπολη, ώστε να αντέξει στην πολιορκία. Ήταν ένα σχέδιο διαμόρφωσης συνθηκών «οργανωμένου» κλεφτοπόλεμου, που απαιτούσε χρόνο και υπομονή.

Γεώργιος Καραϊσκάκης – Διάβολος και άγγελος-11
Μάχη Πειραιώς και Φαληρέως. Παναγιώτης ή Δημήτριος Ζωγράφος καθ’ υπόδειξη Ιωάννη Μακρυγιάννη. Φωτολιθογραφία του Fred. Boissonas, έκδοση Ιω. Γεννάδιου (1926, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Η τακτική αυτή εγκαταλείφτηκε τον Απρίλη, όταν η Γ΄ Εθνοσυνέλευση υπό την πίεση των διπλωματικών διεργασιών και του χρόνου, καθώς η φρουρά φαινόταν να εξαντλεί τις αντοχές της, έθεσε επικεφαλής του ελληνικού στρατού τους Βρετανούς Τόμας Κόχραν και Ρίτσαρντ Τσωρτς, οι οποίοι ανέλαβαν τη διοίκηση των επιχειρήσεων. Και αν ο Τσωρτς γνώριζε τις αδυναμίες και τα προτερήματα των Ελλήνων μαχητών (καθώς είχε πολεμήσει μαζί τους στο παρελθόν), ο Κόχραν, που τελικά πήρε την ευθύνη του επιχειρησιακού σχεδιασμού υποστηρίζοντας την κατά μέτωπον επίθεση, ήταν ξένος με την ελληνική πραγματικότητα.

Η εθνική ανύψωση του Καραϊσκάκη συνδέεται με την ιδεολογική του μεταστροφή, που αναμφισβήτητα υπήρξε καθοριστική τόσο για την Επανάσταση όσο και για τον ίδιο.

Ο Καραϊσκάκης πάρα τις αντιρρήσεις του, τις οποίες συμμερίζονταν και άλλοι οπλαρχηγοί, πειθάρχησε και μάλιστα μεσολάβησε ώστε να αποφευχθεί η αποστασία. Όμως, το αρνητικό κλίμα, που ήταν έκδηλο στο ελληνικό στρατόπεδο, ήρθε να επιβαρύνει το γεγονός του ξαφνικού και θανάσιμου τραυματισμού του. Την προηγούμενη της επίθεσης (23 Απριλίου), όταν ο ίδιος έσπευσε να τερματίσει κάποιες αψιμαχίες στο Φάληρο, τραυματίστηκε από σφαίρα στο υπογάστριο. Η συνήθεια του Καραϊσκάκη να πολεμά στην πρώτη γραμμή και να εκθέτει σε κίνδυνο τον εαυτό του ήταν γνωστή και είχε ανησυχήσει τους συμπολεμιστές του, όπως φαίνεται από τις νουθεσίες του Κολοκοτρώνη, σε επιστολή που έστειλε λίγες μέρες πριν από το συμβάν στο Φάληρο (5/4/1827): «Καθ’ α μανθάνω από ερχόμενους, εις ασκόπους αψιμαχίας και ακροβολισμούς ματαίους […] και τον ευατόν σου εκθέτεις. Μεγίστην ευθύνην έχεις απέναντι της πατρίδος! μη λησμονής ότι σε είσαι ο Γεν. Αρχηγός, η ψυχή του στρατού. Φύλαττε ολίγον! Πρόσεχε τον Καραϊσκάκην! Όχι δια τον Καραϊσκάκην αυτόν, αλλά δια την πατρίδα […] εις την οποίαν είναι πολύ χρήσιμος! Αν Θεός μη το δώση […] κτηπηθής συ, ήξευρε ότι στρατόπεδον Ελληνικόν εις την Ανατ. Ελλάδα ή υπέρ των Αθηνών, δεν υπάρχει!».

Γεώργιος Καραϊσκάκης – Διάβολος και άγγελος-12
Η μάχη των Αθηνών το 1827 και ο θάνατος του Γεωργίου Καραϊσκάκη. Χρωμολιθογραφία του Αλέξανδρου Ησαΐα (1839, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Μια σύντομη διαθήκη, με την οποία μοιράζει τα υπάρχοντά του στα παιδιά και στους συντρόφους του, μια φράση που του αποδίδεται πριν ξεψυχήσει και τρέφει μέχρι σήμερα τη θεωρία συνωμοσίας της δολοφονίας του («Λέγουν ότι εν παρόσω τρόπον τινά ανέφερε ότι επληγώθη από το μέρος των Ελλήνων, ότι εγνώριζε τον αίτιον και ότι, αν ήθελε ζήση, ήθελε τον κάμει γνωστόν και εις το στρατόπεδον»), η απόγνωση των οπλαρχηγών του και οι εντολές του να συνεχίσουν τον αγώνα, και η επιθυμία του να ταφεί σε μια μεγάλη εκκλησία, συνοψίζουν τις τελευταίες του στιγμές, στη ναυαρχίδα του Κόχραν.

Ο ∆ημήτριος Αινιάν περιγράφει την ατμόσφαιρα στο στράτευμα όταν μαθεύτηκε ο θάνατός του: «Το στρατόπεδον ενόμισεν […] ότι έχασε τον πατέραν του, τον οδηγόν του και ενί λόγω τον σωτήρα του […] και ωμοίαζεν ως σώμα χωρίς ψυχή». Η συντριπτική ήττα της επομένης ημέρας, που ήρθε να προστεθεί δίπλα στις μεγαλύτερες ήττες των Ελλήνων στην Επανάσταση, στο Πέτα (1822) και στο Κρεμμύδι (1825), προσέθεσε την τραγικότερη κατάληξη στα γεγονότα της Αθήνας. Ο θάνατος του Καραϊσκάκη χαρακτηρίστηκε αργότερα από τον Παπαρρηγόπουλο ως «η καιριωτέραν των πληγών όσας η Ελλάς εδύνατο να λάβει».

Μετά την κηδεία του στη Σαλαμίνα, ακολούθησαν επικήδειες εκδηλώσεις στο Ναύπλιο και στον Πόρο. Ο Καραϊσκάκης εντάχθηκε άμεσα στο πάνθεον των ηρώων του Αγώνα, τη δε συγκεκριμένη στιγμή, με φυσιογνωμίες όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Μιαούλης και ο Κανάρης να είναι ακόμη εν δράσει, ανάγεται στον κατεξοχήν εθνικό ήρωα: «Ποτέ Έλλην δεν αξιωθεί τοιαύτης υπέρ της μνήμης αυτού διαδηλώσεως» παρατηρεί ο Παπαρρηγόπουλος. Βιογραφίες, που ουσιαστικά αφορούν τη στρατιωτική του δράση τα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης και κυρίως τα τελευταία τρία χρόνια της ζωής του κυκλοφόρησαν αμέσως μετά τον θάνατό του. Η ανέγερση μνημείου προς τιμήν του προτάθηκε στην Εθνοσυνέλευση του 1829. Λίγα χρόνια αργότερα, τοποθετήθηκε λιτή μαρμάρινη στήλη στον τόπο του τραυματισμού του. Το 1835 σε επίσημη τελετή, παρουσία του βασιλιά Όθωνα, της οικογένειας του αγωνιστή και συμπολεμιστών του, εναποτέθηκε στη βάση της στήλης λάρνακα με τα οστά του. Πρόκειται για το πρώτο γνωστό μνημείο που ανεγέρθηκε με κρατική πρωτοβουλία, με τη φροντίδα του τότε γραμματέα της επικρατείας Ιωάννη Κωλέττη.

Γεώργιος Καραϊσκάκης – Διάβολος και άγγελος-13
Καριοφίλι του Γ. Καραϊσκάκη (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Ο ∆ιονύσης Τζάκης συνοψίζει με σαφήνεια τη λειτουργία αυτών των εκδηλώσεων στο πλαίσιο μια απαραίτητης για κάθε έθνος και φυσιολογικά εξελισσόμενης διαδικασίας παράγωγης εθνικών προτύπων: «Η κηδεία και οι επίσημες εκδηλώσεις που διοργανώθηκαν τα επόμενα χρόνια φανερώνουν τις διεργασίες μέσω των οποίων το συγκεκριμένο πολιτικά ελληνικό έθνος αναγνώριζε, αναγόρευε και μνημόνευε τους δικούς του σύγχρονους ήρωες […] σε αυτές τις δημόσιες εκδηλώσεις καθομολογούνταν και εμπεδώνονταν και κατίσχυαν οι αρχές και οι αξίες σε αναφορά προς τις οποίες συγκροτούταν το ελληνικό κράτος και διαμορφωνόταν η ελληνική κοινωνία. Το Εικοσιένα, η μεγάλη αυτή εθνική επανάσταση πάνω στην οποία θεμελιώθηκε η ελληνική ανεξαρτησία, προσέφερε στην ελληνική εθνική πολιτική κοινότητα το δικό της πρότυπο του εθνικού ήρωα».

Έτσι, ο Καραϊσκάκης εξυψώνεται στη σφαίρα του μύθου, σε ένα πρότυπο ανδρός που ενώ ξεκίνησε φορτωμένος με «ελαττώματα» που είχε κληρονομήσει από την «προηγούμενη εποχή», μέσα από την αφοσίωσή του στο έθνος αποκαλύπτει μια σειρά από λαμπρά προτερήματα και γίνεται παράδειγμα προς μίμηση. Έτσι, η εθνική ανύψωση του Καραϊσκάκη συνδέεται με την ιδεολογική του μεταστροφή, που αναμφισβήτητα υπήρξε καθοριστική τόσο για την Επανάσταση όσο και για τον ίδιο. Ο ίδιος εξάλλου είναι που τον Σεπτέμβριο του 1826 παίρνει την απόφαση, πάρα τον θάνατο της συζύγου του, να μην παραστεί στην οικογένειά του στον Κάλαμο, αλλά να παραμείνει στη θέση του στο στρατόπεδο της Αθήνας. Και ο ίδιος που, την ίδια περίοδο, σε μια επιστολή του στον Κολοκοτρώνη σχετικά με μια αναπάντεχη συνάντηση που είχε με τον Κιουταχή, στη γαλλική ναυαρχίδα: «Είπαμε πολλά, εκείνος με την ιδέα του ότι έχει ραγιάδες τους Έλληνες, κι εγώ με την ιδέα μου ότι είμεθα ελεύθεροι».

Γεώργιος Καραϊσκάκης – Διάβολος και άγγελος-14
Έφιππος ανδριάντας του Γ. Καραϊσκάκη στο Ζάππειο, έργο του Μιχάλη Τόμπρου (1968). (Alamy/Visualhellas.gr)
Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT