Ο εξορκισμός του κακού παρελθόντος

Η Μεταπολίτευση του 1974-75 τερμάτισε την «κρίση των θεσμών» και ξεκίνησε μια νέα εποχή της ελληνικής πολιτικής ιστορίας

ο-εξορκισμός-του-κακού-παρελθόντος-563167705

Στην ετήσια έκθεσή του για το 1975, ο Βρετανός πρέσβης στην Αθήνα, σερ Μπρουκς Ρίτσαρντς, τόνισε ότι η χρονιά αυτή (όταν δηλαδή ολοκληρώθηκε η Μεταπολίτευση και εδραιώθηκε ένα νέο πολιτικό καθεστώς και σύστημα) ήταν ένα «έτος εξορκισμού» (a year of exorcism). Ο Ρίτσαρντς, όπως και όλοι οι Βρετανοί πρέσβεις της μεταπολεμικής εποχής, ήταν ένας εξαίρετος παρατηρητής και η επισήμανσή του ήταν καίρια: το 1974-75 η Ελλάδα πραγματοποίησε μια μεγάλη αλλαγή και μια βαθιά ρήξη με ένα πολύ προβληματικό παρελθόν. Αυτό ήταν η σημασία της λειτουργίας της Μεταπολίτευσης του 1974-75 στη σύγχρονη ελληνική ιστορία.

Η Μεταπολίτευση τερμάτισε το 1974-75 αυτό που οι συνταγματολόγοι (π.χ. ο Αριστόβουλος Μάνεσης, ο Νίκος Αλιβιζάτος και άλλοι) πειστικά περιέγραψαν ως την «κρίση των θεσμών», που ξεκίνησε το 1915 και περιλάμβανε δύο επάλληλους διχασμούς, τον Εθνικό Διχασμό μετά το 1915 και τους εμφυλίους πολέμους της δεκαετίας του 1940. Από το 1915, το ελληνικό συνταγματικό και πολιτικό καθεστώς, καθώς και το πολιτικό σύστημα, ενέδιδε συνεχώς, ιδίως όταν τα πράγματα ήταν άσχημα (και δυστυχώς συχνά ήταν άσχημα), στον πειρασμό των αποκλίσεων από τη λογική του φιλελεύθερου αντιπροσωπευτικού καθεστώτος, με το θανατερό επιχείρημα του salus populi suprema lex. Το κράτος, για να τεθεί το θέμα απλά, είχε παύσει να είναι κοινό. Σύμφωνα με τη λογική του Εθνικού Διχασμού (και πότε, άραγε, τελείωσε αυτή;), όταν οι βενιζελικοί ασκούσαν την εξουσία, οι αντιβενιζελικοί θεωρούσαν ότι διακυβευόταν όχι μόνον το πολιτικό σύστημα της χώρας, αλλά και η ίδια η φυσική τους υπόσταση. Οι κομμουνιστές δεν θεωρούσαν ότι το κράτος ήταν κοινό κτήμα με τους αστούς, όχι μόνον όταν προσπαθούσαν να το ανατρέψουν, αλλά και όταν μετά το 1949 είχαν πλέον αποτύχει να το κάνουν και δέχονταν την καταστολή του. Ας είμαστε δίκαιοι: ήθελε το πολιτικό σύστημα να ξεφύγει από τον θανατερό αυτό εναγκαλισμό της νοοτροπίας των διχασμών. Αλλά δεν τα κατάφερνε πάντοτε. Ηταν πάντοτε τόσο πιο εύκολο να ενδώσει στον παροξυσμό, παρά να πάρει πιο γενναίες αποφάσεις. Και η άσκηση της εξουσίας σε μια φτωχή χώρα δεν ευνοούσε τις μεγάλες και γενναίες αποφάσεις.

Το δημοψήφισμα επέλυε έντιμα και οριστικά το πολιτειακό ζήτημα, ένα από τα επιβιώματα του Εθνικού Διχασμού.

Αποστασιοποίηση από τους διχασμούς

Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, ένα νέο επιτελείο, υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ήρθε στο προσκήνιο, με μέλη, μεταξύ άλλων, τους Κωνσταντίνο Τσάτσο, Ευάγγελο Αβέρωφ-Τοσίτσα, Γεώργιο Ράλλη, Παναγή Παπαληγούρα, Ξενοφώντα Ζολώτα, Κωνσταντίνο Παπακωνσταντίνου, αργότερα (το 1959) τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο και πολλούς άλλους. Επρόκειτο για ανθρώπους που είχαν, από τις δεκαετίες του 1930 και του 1940, θέσει ως στόχο την υπέρβαση του Εθνικού Διχασμού (άλλωστε πολλοί από αυτούς προέρχονταν από τον παλαιό βενιζελικό χώρο) και επιθυμούσαν μια αποστασιοποίηση και από τις πρακτικές του εμφυλίου πολέμου. Στην ιδρυτική διακήρυξη του νέου κόμματος, της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ενωσης, ο Καραμανλής, ρητά εξαγγέλλοντας μια «ειρηνική επανάσταση», απέρριψε με έντονους όρους το παρελθόν:

«Η αναχρονιστική αύτη διαμόρφωσις των πολιτικών μας πραγμάτων συνετέλεσεν εις την δημιουργίαν ενός νοσηρού πολιτικού κλίματος, το οποίον εξέθρεψε κινήματα, επαναστάσεις, μεταπολιτεύσεις, οικονομικάς χρεωκοπίας και προ παντός χαλάρωσιν των πολιτικών μας ηθών. Ανέστειλε πολλάκις την πρόοδον της χώρας και, το σπουδαιότερον, κατέστησεν αδύνατον την πλήρη αξιοποίησιν των θυσιών και των αγώνων του έθνους».

Για να δοθούν ορισμένα παραδείγματα, ο Καραμανλής τίμησε τη μνήμη του Ελευθερίου Βενιζέλου την 20ή επέτειο του θανάτου του (κάτι το αδιανόητο για ηγέτη αυτής της πολιτικής δύναμης παλαιότερα), σταμάτησαν οι εκτελέσεις των καταδικασμένων κομμουνιστών (η τελευταία έγινε την 1η Μαΐου 1955 και ο Καραμανλής έγινε πρωθυπουργός τον Οκτώβριο), μεταξύ του 1955 και του 1963 μειώθηκαν σοβαρά οι εκτοπισμένοι και φυλακισμένοι κομμουνιστές (παρά το γεγονός ότι υπήρξε ένταση της αντικομμουνιστικής καταστολής το 1958-61).

Ο εξορκισμός του κακού παρελθόντος-1
Τα έδρανα της Αριστεράς στη Βουλή που προέκυψε από τις εκλογές του Νοεμβρίου 1974. Δύο μήνες πριν είχαν νομιμοποιηθεί τα κομμουνιστικά κόμματα. Φωτ. ΔΕΛΤΑ

Ο εξορκισμός του κακού παρελθόντος-2
Ο συνταγματάρχης Δημ. Οπρόπουλος καταθέτει στη δίκη των πρωταιτίων του πραξικοπήματος. 

Η ομάδα αυτή επέτυχε πολλά, πρωτίστως την εδραίωση και επίταση της οικονομικής ανάπτυξης (που είχε ξεκινήσει με τις μεταρρυθμίσεις Μαρκεζίνη το 1953), και πέτυχε την πρώτη Σύνδεση με την ΕΟΚ το 1961. Η οικονομική άνοδος των δεκαετιών του 1950 και 1960 αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία εδραιώθηκαν οι επιτυχίες της δεκαετίας του 1970, δημοκρατία και Ευρώπη. Αλλά ο Καραμανλής ηττήθηκε στην προσπάθειά του να αναθεωρήσει το Σύνταγμα το 1963 και να το προσαρμόσει στα σύγχρονα δεδομένα του δυτικού κόσμου: ανατράπηκε από μια ανίερη συμμαχία του Στέμματος, του Κέντρου, ακόμη και της Αριστεράς, που χαρακτήρισε «φασιστική» την πρόταση αναθεώρησης η οποία είχε σκοπό να καταργήσει το «παρασύνταγμα» του 1952 και τη συνεχιζόμενη ισχύ των Εκτάκτων Μέτρων του Εμφυλίου! Ακολούθησε μια πορεία στην έρημο, το 1963-74. Αλλά με την πτώση της χούντας άνοιγε ένα παράθυρο ευκαιρίας. Μπορούσαν τώρα να κάνουν ολοκληρωμένα (και απαλλαγμένοι από τα μετεμφυλιακά βαρίδια) ό,τι δεν είχαν καταφέρει να επιτύχουν το 1955-63.

Ο εξορκισμός του κακού παρελθόντος-3
Η απάντηση στον πρωτοσέλιδο τίτλο της «Κ» δόθηκε με το δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου 1974 και το Πολιτειακό, που ταλάνιζε την Ελλάδα επί εξήντα χρόνια, λύθηκε οριστικά.

Συνολική επίλυση όλων των προβλημάτων της περιόδου 1915-1974

Ο Καραμανλής και το επιτελείο του επέστρεψαν στην εξουσία το 1974 αντιμετωπίζοντας τεράστια προβλήματα – τους νοσταλγούς της χούντας στον στρατό, που θα μπορούσαν να ανατρέψουν τη νεαρή δημοκρατία, και μια τεράστια εξωτερική κρίση με την Τουρκία που περιλάμβανε μια ήδη συντελεσθείσα εθνική καταστροφή στην Κύπρο. Ηταν όμως αποφασισμένοι να διασφαλίσουν δύο βασικά πράγματα. Πρώτον, να λύσουν όχι μόνον τα προβλήματα που είχε δημιουργήσει η χούντα του 1967-74, αλλά όλα τα προβλήματα της «κρίσης των θεσμών» του 1915-74 στο σύνολό τους. Και δεύτερον, ήταν αποφασισμένοι να αποφύγουν με κάθε τρόπο τα τεράστια λάθη που γίνονταν διαρκώς κατά την «κρίση των θεσμών» και την ανακύκλωναν. Είχαν πάρει καλά τα μαθήματά τους από το παρελθόν και ήταν αποφασισμένοι –για να χρησιμοποιήσουμε τη φράση του πρέσβη Ρίτσαρντς– να το «εξορκίσουν». Ηξεραν τι ήθελαν να κάνουν αλλά και τι έπρεπε να μην κάνουν.
Η συνολικότητα της επίλυσης των προβλημάτων του 1915-74 είναι προφανής. Η νομιμοποίηση των κομμουνιστικών κομμάτων τον Σεπτέμβριο του 1974 παραμέριζε ένα βασικό στοιχείο της κληρονομιάς του εμφυλίου πολέμου. Σε τούτο, βέβαια, πρέπει να επισημανθεί ότι ο Καραμανλής δέχθηκε μια έμμεση αλλά κρίσιμη βοήθεια και από την τότε ηγεσία της Αριστεράς, η οποία ήθελε να υπερβεί τον εμφύλιο πόλεμο, όχι να τον αναπαραγάγει· κάτι που έκανε μια τεράστια διαφορά. Το δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου 1974 επέλυε με τρόπο έντιμο, και για τούτο οριστικό, το περιβόητο πολιτειακό ζήτημα, ένα από τα βασικά πεδία (και επιβιώματα) του Εθνικού Διχασμού. Η εκπόνηση ενός σύγχρονου Συντάγματος –βασισμένου στις ιδέες του Τσάτσου από το 1943 αλλά και στην πρόταση αναθεώρησης του 1963– αποτέλεσε κρίσιμη καμπή για τον θεσμικό εκσυγχρονισμό στην κατεύθυνση της υιοθέτησης, επιτέλους, του δυτικού μοντέλου διακυβέρνησης (δηλαδή του παρεμβατικού κράτους) και της σύστασης μιας σύγχρονης, συμπεριληπτικής, φιλελεύθερης δημοκρατίας, ικανής να ενταχθεί οριστικά στον δυτικό κόσμο και στην Ευρώπη. Η νεαρή αυτή δημοκρατία, επιπλέον, ήταν εξαρχής σχεδιασμένη για να επιτύχει την πλήρη προσχώρηση στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Η ένταξη θα θωράκιζε τη δημοκρατία από όσους την επιβουλεύονταν και θα ενίσχυε τη χώρα και την οικονομία της. Δεν είναι τυχαίο ότι το νέο Σύνταγμα ψηφίστηκε στις 7 Ιουνίου 1975, τέθηκε σε ισχύ στις 11 του ίδιου μήνα και το πρωί της επόμενης ημέρας υποβλήθηκε το αίτημα για πλήρη ένταξη στην ΕΟΚ. Στο μυαλό του Καραμανλή, η εδραίωση της δημοκρατίας και η ένταξη στην Ευρώπη δεν ήταν «δύο» στόχοι: ήταν οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Ο εξορκισμός του κακού παρελθόντος-4

Ηξεραν τι έπρεπε να αποφύγουν

Αλλά η καθαρότητα της σύλληψης και της στρατηγικής του Καραμανλή και του επιτελείου του φαίνεται επίσης στο δεύτερο επίπεδο: στο ότι απέφυγαν να επαναλάβουν τις καταστροφικές πρακτικές της εποχής της «κρίσης των θεσμών», ακόμη και όταν τούτο μπορεί να φαινόταν πολιτικά ελκυστικό. Η νομιμοποίηση των κομμουνιστών σήμαινε ότι ο Καραμανλής δεν θα ενέδιδε στον πειρασμό των αποκλεισμών. Στο δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου, ο Καραμανλής αρνήθηκε να λάβει θέση. Οσο και εάν τούτο πλήγωνε και πολλούς υποστηρικτές του, ο Καραμανλής είχε παρατηρήσει ότι οι προηγούμενες πολιτειακού χαρακτήρα αλλαγές (1917, 1920 και ιδίως 1924, 1935 και 1946) είχαν επιβληθεί από μια πολιτική δύναμη και είχαν ταυτιστεί με αυτήν· και όταν η δύναμη αυτή αναπόφευκτα κάποτε έχανε την εξουσία, το όλο πολιτειακό καθεστώς κινδύνευε να αμφισβητηθεί. Ο μόνος τρόπος για να δημιουργήσει μια σταθερή κοινοβουλευτική δημοκρατία ήταν να μην επιβάλει το καθεστώς του αρχηγού του κράτους: να λυθεί το Πολιτειακό έντιμα και ξεκάθαρα, όπως και έγινε.
Ενα άλλο πολύ ενδεικτικό παράδειγμα ήταν ο χειρισμός της τιμωρίας των χουντικών. Σε αντίθεση με το παρελθόν –όταν τέτοια ζητήματα λύνονταν με έκτακτα στρατοδικεία, με θανατικές καταδίκες και εκτελέσεις–, ο Καραμανλής και ο Παπακωνσταντίνου απέφυγαν με προσοχή μια τέτοια παγίδα. Δεν έδωσαν, όπως ζητούσε η πλατεία, «τη χούντα στον λαό» και απέφυγαν διαδικασίες δικαστικού λιντσαρίσματος. Οι πρωταίτιοι, οι βασανιστές και οι υπεύθυνοι της καταστολής του Πολυτεχνείου δικάστηκαν όχι από Εκτακτο Στρατοδικείο αλλά από υψηλόβαθμους τακτικούς δικαστές που απολάμβαναν όλες τις προσωπικές εγγυήσεις για την έντιμη κρίση τους· δικάστηκαν με βάση το δίκαιο που ίσχυε την ώρα της τέλεσης της παράνομης πράξης τους· και αμέσως μετά την ανακοίνωση των θανατικών ποινών για τους βασικούς πρωταιτίους, η κυβέρνηση μετέτρεψε τις ποινές σε ισόβια δεσμά, με τον ίδιο τον Καραμανλή να τονίζει ότι «όταν λέμε ισόβια εννοούμε ισόβια». Ο Καραμανλής δεν ήθελε να δημιουργήσει μάρτυρες της άκρας Δεξιάς: ήθελε οι δικτάτορες να γεράσουν άδοξα στη φυλακή και να μη γίνουν σημείο αναφοράς για τους νοσταλγούς τους.
Ολα αυτά, παράλληλα, βασίζονταν σε μια βασική κοινωνική πραγματικότητα: χάρη στην οικονομική ανάπτυξη μετά το 1953, η Ελλάδα του 1974 δεν ήταν ίδια με εκείνη του 1915 ή του 1947. Δεν ήταν πλέον μια υπανάπτυκτη χώρα, αλλά μια κοινωνία που εντασσόταν γοργά στον ανεπτυγμένο κόσμο. Και λόγω της σύνεσής της, η Μεταπολίτευση του 1974-75 υπήρξε ένα καταλυτικής σημασίας βήμα, ίσως και άλμα, προς αυτή την κατεύθυνση, δηλαδή της ένταξης στον ανεπτυγμένο κόσμο.
 
Ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, γενικός γραμματέας του Ιδρύματος της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT