η-στρατηγική-ηπα-έναντι-της-μόσχας-563198056

Η στρατηγική ΗΠΑ έναντι της Μόσχας

Στον δεύτερο Ψυχρό Πόλεμο η κυβέρνηση του Ρόναλντ Ρέιγκαν επέδειξε επιθετικότητα, αλλά και ρεαλισμό

Ευάνθης Χατζηβασιλείου
Ακούστε το άρθρο

Η κυβέρνηση του προέδρου Ρόναλντ Ρέιγκαν οδήγησε τελικά τις ΗΠΑ στην επικράτηση έναντι της Σοβιετικής Ενωσης κατά τον Ψυχρό Πόλεμο. Αυτό δημιούργησε σε ορισμένους υποστηρικτές της μια τάση για θριαμβολογία: ισχυρίστηκαν ότι το αποτέλεσμα ήταν σκοπούμενο από την αρχή και ότι η Ουάσιγκτον υπό τον Ρέιγκαν είχε αποφασίσει να φέρει το Κρεμλίνο σε αδιέξοδο, με στόχο την καταστροφή του κομμουνιστικού συστήματος.

Στόχος του Λευκού Οίκου ήταν η μείωση του στρατοκρατικού πνεύματος του Κρεμλίνου, η μείωση ισχύος του κόμματος και ο σταδιακός εκδημοκρατισμός της χώρας.

Τέτοιες απόψεις, όμως, εκφράστηκαν πρωτίστως μετά το 1989-91, με τη γνώση του τι είχε συμβεί. Αντίθετα, από τα διαθέσιμα τεκμήρια δεν προκύπτει μια παρόμοια εικόνα. Σε ένα πρώτο στάδιο υπήρξαν μεγάλες εσωτερικές διαφωνίες στις τάξεις της κυβέρνησης έως τον Δεκέμβριο του 1982, όταν και αποφασίστηκε οριστικά η στρατηγική έναντι της ΕΣΣΔ. Η νέα αυτή στρατηγική ήταν μετριοπαθής και προσγειωμένη. Δεν επιδίωκε την καταστροφή της ΕΣΣΔ, αλλά (παλαιά φιλοδοξία της Δύσης) τη μετεξέλιξή της σε έναν φιλικότερο παράγοντα στις διεθνείς σχέσεις.

Η στρατηγική ΗΠΑ έναντι της Μόσχας-1
Ο υπ. Εξωτερικών Τζορτζ Σουλτς (η φωτογραφία από την ορκωμοσία του) ήταν μετριοπαθής και ιδιαίτερα ικανός στη διαχείριση δύσκολων κρίσεων. [ASSOCIATED PRESS]

Η συνεισφορά του Κίσινγκερ

Η βασική στρατηγική του δυτικού κόσμου πριν από την άνοδο στην εξουσία της κυβέρνησης Ρέιγκαν το 1981 ήταν αυτή της διεθνούς ύφεσης και είχε στις βασικές γραμμές της οριστεί από τον Χένρι Κίσινγκερ. Η κεντρική ιδέα της ήταν το ότι έστω και με χαρακτηριστικά μιας όχι πλήρως ανεπτυγμένης οικονομίας, δηλαδή ως «ατελής υπερδύναμη», η Σοβιετική Ενωση αποτελούσε πάντως έναν από τους βασικούς δρώντες του διεθνούς συστήματος, διέθετε το μεγαλύτερο οπλοστάσιο πυρηνικών όπλων στον πλανήτη (ήταν απλώς ειρωνικό το ότι οι υποστηρικτές της ομιλούσαν εναντίον των πυρηνικών όπλων και υπέρ του αφοπλισμού – εννοούσαν των άλλων…) και επομένως –αυτή ήταν η βασική συνεισφορά του Κίσινγκερ– όφειλε να αναγνωρίζεται ως ισότιμος με τις ΗΠΑ παράγοντας στις διεθνείς σχέσεις.

Η στρατηγική ΗΠΑ έναντι της Μόσχας-2
Ο υπ. Αμυνας Κάσπαρ Γουαϊνμπέργκερ ανήκε στα «γεράκια» και επιζητούσε να υιοθετηθεί σκληρή γραμμή απέναντι στη Μόσχα. [ASSOCIATED PRESS]

Η Δύση κατά την περίοδο της ύφεσης είχε συζητήσει και αποφασίσει ότι δεν επιδίωκε την «καταστροφή» του αντιπάλου. Ο Κίσινγκερ και οι Δυτικοί πολιτικοί της δεκαετίας του 1970 ήλπιζαν, κατά την ορολογία της εποχής, να διοχετευθούν οι δυνάμεις του σοβιετικού καθεστώτος «σε πιο θετικές κατευθύνσεις» που θα επέφεραν «μεταλλαγές» (transformations) στις κομμουνιστικές κοινωνίες, ώστε να προκύψει ένας κόσμος «αλληλεξάρτησης».

Κρίσιμη σύσκεψη, το καλοκαίρι του 1982, εξέτασε το ενδεχόμενο να επιχειρηθεί η καταστροφή του αντιπάλου, αλλά το απέρριψε ως μη ρεαλιστικό σενάριο. 

Ολοκληρώνοντας την αποστολή του ως πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Μόσχα, τον Σεπτέμβριο του 1976, ο πολύ σεβαστός αναλυτής του σοβιετικού συστήματος Ουόλτερ Τζ. Στέσελ ο νεότερος επισήμανε ότι η Σοβιετική Ενωση είχε αλλάξει προς το καλύτερο τα προηγούμενα 30 χρόνια. Είχε βέβαια ελλείψεις στο επίπεδο της υψηλής τεχνολογίας και αντιμετώπιζε το πρόβλημα των διαφόρων εθνοτήτων της, καθώς και της αναποτελεσματικότητας και ανικανότητας στη διοίκησή της. Δεν ήταν στο χείλος της καταστροφής, αν και τα μεγάλα ελλείμματα του σοβιετικού συστήματος προκαλούσαν τον κομφορμισμό και τον κυνισμό του Σοβιετικού πολίτη. Ωστόσο δεν υποτιμούσε τον ψυχροπολεμικό αντίπαλο: «Βλέπω τη Σοβιετική Ενωση ως μια ισχυρή, επικίνδυνη δύναμη που πρέπει να αντιμετωπιστεί και έναντι της οποίας μια ισορροπία ισχύος πρέπει να διατηρηθεί· αλλά βλέπω επίσης τη Σοβιετική Ενωση ως έναν αδύναμο κολοσσό με τα δικά του δυσεπίλυτα προβλήματα, χωρίς καμία μεγάλη επιθυμία να καταστρέψει τις ΗΠΑ και με ένα σοβαρό και αυξανόμενο συμφέρον για σταθερότητα σε ορισμένα πεδία. Ο Τσιπ Μπόλεν [μεγάλος Αμερικανός σοβιετολόγος] μιλούσε για την εποχή κατά την οποία η Σοβιετική Ενωση θα ενεργούσε “περισσότερο σαν μια χώρα παρά σαν ένας σκοπός”. Αυτό δεν έχει ακόμη γίνει πλήρως, αλλά αρχίζει να συμβαίνει…». Ο Ουόλτερ Στέσελ υπηρέτησε ως αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών υπό τον Αλεξάντερ Χέιγκ στην πρώτη φάση της κυβέρνησης Ρέιγκαν.

Τα «γεράκια», οι μετριοπαθείς και η περίοδος του χάους

Κατά την προεκλογική του εκστρατεία, ο Ρόναλντ Ρέιγκαν είχε εξαγγείλει μια πιο ενεργή αμερικανική πολιτική. Εξέφραζε τη δυσθυμία πολλών Δυτικών αναλυτών για την ύφεση, που κατά την άποψή τους έδινε ασφάλεια στους Σοβιετικούς στην Ευρώπη, αλλά τους επέτρεπε να επιτυγχάνουν σημαντικές νίκες στον παγκόσμιο Νότο. Ο Ρέιγκαν επίσης εξέφραζε την ανυπομονησία ενός μεγάλου μέρους της αμερικανικής ηγεσίας και της κοινής γνώμης για το κλίμα της εσωστρέφειας που είχε κυριαρχήσει στην αμερικανική πολιτική μετά την ήττα στο Βιετνάμ. Αλλά αυτά δεν συγκροτούσαν μια ολοκληρωμένη πολιτική έναντι της ΕΣΣΔ: τι ήθελε να πετύχει η νέα κυβέρνηση ως προς τη Μόσχα; Και πώς θα το πετύχαινε;

Το ζήτημα περιπλεκόταν ακόμη περισσότερο από την ύπαρξη διαφορετικών τάσεων στο εσωτερικό της κυβέρνησης Ρέιγκαν. Μια ομάδα ήταν τα «γεράκια» – πρωτίστως ο υπουργός Αμυνας Κάσπαρ Γουαϊνμπέργκερ, η Τζιν Κιρκπάτρικ, μόνιμη αντιπρόσωπος στον ΟΗΕ, και ο Ουίλιαμ Κέισι, διευθυντής της CIA. Αυτοί επιδίωκαν την υιοθέτηση μιας σκληρής γραμμής έναντι του Κρεμλίνου: η επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας στην Πολωνία τον Δεκέμβριο του 1981 τους έδωσε τη δυνατότητα να καταστρέψουν τις προοπτικές κατασκευής του υπερσιβηρικού αγωγού, πρόγραμμα στο οποίο είχαν συμφωνήσει και οι Δυτικοευρωπαίοι. Εκφράζοντας και τη συνήθη ροπή των ρεπουμπλικανικών κυβερνήσεων προς τη μονομέρεια και τη δημιουργία τετελεσμένων μέσα στο ΝΑΤΟ, τα «γεράκια» προκάλεσαν έτσι μια σημαντική κρίση στο εσωτερικό της Συμμαχίας.

Η στρατηγική ΗΠΑ έναντι της Μόσχας-3
Ο παραιτηθείς υπουργός Εξωτερικών Αλεξάντερ Χέιγκ. [ASSOCIATED PRESS]

Από την άλλη πλευρά υπήρχαν οι μετριοπαθείς, μεταξύ τους ο υπουργός Εξωτερικών Αλεξάντερ Χέιγκ, πρώην ανώτατος διοικητής των δυνάμεων ΝΑΤΟ Ευρώπης, άνθρωπος έμπειρος στη συμμαχική διπλωματία, καθώς και ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, Ουόλτερ Στέσελ. Αυτοί, χωρίς να αμφισβητούν την ανάγκη για μια δυναμική επανεμφάνιση των ΗΠΑ στο διεθνές σκηνικό, επέμειναν σε μια λιγότερο επιθετική πολιτική έναντι της ΕΣΣΔ αλλά και των Ευρωπαίων συμμάχων. Ο Χέιγκ παραιτήθηκε από το υπουργείο Εξωτερικών τον Ιούνιο του 1982, όταν η νέα επικράτηση του Γουαϊνμπέργκερ στο ζήτημα του σοβιετικού αγωγού προκάλεσε νέα κρίση στις διατλαντικές σχέσεις. Αντικαταστάθηκε από τον Τζορτζ Σουλτς, άνθρωπο παρόμοιων αντιλήψεων και μεγάλων ικανοτήτων, ο οποίος κατάφερε το φθινόπωρο του 1982 να αποκαταστήσει τις σχέσεις με τους συμμάχους, να επιλύσει την κρίση του σοβιετικού αγωγού και να οδηγήσει τελικά σε μια πιο ορθολογική διαχείριση των μεγάλων αυτών προβλημάτων.

Η νέα ντιρεκτίβα

Ο χαρακτηρισμός της αμερικανικής πολιτικής ως «χαοτικής», σε αυτό το πρώτο στάδιο, σχετίζεται και με τις διαρκείς εσωτερικές διαμάχες αλλά και με το γεγονός ότι, στην πραγματικότητα, η Ουάσιγκτον δεν είχε ακόμη αποφασίσει τι ήθελε να κάνει σε σχέση με τη Μόσχα. Παρά τους μεταγενέστερους ισχυρισμούς, ο Γουαϊνμπέργκερ δεν θεωρούσε ότι η ΕΣΣΔ βρισκόταν ενώπιον κάποιας κατάρρευσης. Αντίθετα: φοβόταν την ισχύ των σοβιετικών ενόπλων δυνάμεων και επιδίωκε πρωτίστως να αποσταθεροποιήσει το πρόγραμμα εξοπλισμών της ΕΣΣΔ. Θεωρούσε ότι οι ευρωπαϊκές επενδύσεις στον σοβιετικό αγωγό ουσιαστικά απελευθέρωναν σοβιετικά κονδύλια, που θα επενδύονταν στους εξοπλισμούς. Δεν εξέπεμπε δηλαδή κάποια αίσθηση ότι η Μόσχα ήταν αδύναμη, αλλά ότι ήταν υπέρμετρα ισχυρή στρατιωτικά.

Ετσι, όμως, η κυβέρνηση Ρέιγκαν είχε παραμείνει για πολύ καιρό χωρίς μια ολοκληρωμένη στρατηγική και έπρεπε πλέον να την αποκτήσει. Τον Μάιο του 1982, στο πρώτο κείμενο της κυβερνητικής στρατηγικής με έμφαση στα πυρηνικά όπλα, ο Ρέιγκαν τόνιζε ότι αποσκοπούσε να φέρει τη Σοβιετική Ενωση ενώπιον των οικονομικών της αδυναμιών και να ενθαρρύνει μακροπρόθεσμα τις τάσεις για φιλελευθεροποίηση του ανατολικού μπλοκ. Ακολούθησε, το καλοκαίρι του 1982, μια μεγάλη σύσκεψη Ρεπουμπλικανών αναλυτών και πολιτικών. Από τη συνάντηση αυτή –είναι σημαντικό να τονιστεί– έλειπε ένα πρόσωπο: ο ίδιος ο Χένρι Κίσινγκερ, δηλαδή ο υπουργός Εξωτερικών της προηγούμενης ρεπουμπλικανικής κυβέρνησης, του οποίου όμως η πολιτική της ύφεσης απορριπτόταν από τη νέα κυβέρνηση. Η σύσκεψη εξέτασε το ενδεχόμενο να επιχειρηθεί η καταστροφή του αντιπάλου, και το απέρριψε: οι αναλυτές προτιμούσαν να ενθαρρυνθεί η «μετεξέλιξη» της Σοβιετικής Ενωσης. Πολύ απλά, δεν θεωρείτο ρεαλιστικό να επιχειρηθεί η καταστροφή της.

Η στρατηγική ΗΠΑ έναντι της Μόσχας-4
Η Τζιν Κιρκπάτρικ, μόνιμη αντιπρόσωπος των ΗΠΑ στον ΟΗΕ. [ASSOCIATED PRESS]

Οι τελικές αποφάσεις ελήφθησαν τον Δεκέμβριο του 1982 και τον Ιανουάριο του 1983, και ενσωματώθηκαν στη National Security Decision Directive 75. Ως στόχοι της αμερικανικής πολιτικής καθορίστηκαν η μετεξέλιξη του σοβιετικού συστήματος, η αποκέντρωσή του και η μείωση του στρατοκρατικού του πνεύματος, η μείωση της ισχύος του κόμματος και ο «σταδιακός εκδημοκρατισμός» της χώρας. Στην οδηγία του ο Ρέιγκαν σημείωνε ότι οι ΗΠΑ όφειλαν να ανασχέσουν και να αναστρέψουν τη σοβιετική επεκτατικότητα, να οδηγήσουν τους Σοβιετικούς σε διαπραγματεύσεις και μακροπρόθεσμα: «Να προωθήσουμε μέσα στα στενά περιθώρια που έχουμε τη διαδικασία της αλλαγής στη Σοβιετική Ενωση προς ένα πιο πλουραλιστικό πολιτικό και οικονομικό σύστημα, στο οποίο η ισχύς της προνομιούχας άρχουσας ελίτ θα μειώνεται σταδιακά […] οι ΗΠΑ πρέπει να δείξουν πειστικά ότι η πολιτική τους δεν αποσκοπεί σε μια διαρκή, στείρα αντιπαράθεση με τη Μόσχα, αλλά αποτελεί μια σοβαρή αναζήτηση για μια σταθερή και εποικοδομητική, μακροπρόθεσμη βάση για τις αμερικανοσοβιετικές σχέσεις».

Με άλλα λόγια, ακόμη και αυτή η περισσότερο «επιθετική» ως προς τη Μόσχα αμερικανική κυβέρνηση (έχει μείνει στη μνήμη ο χαρακτηρισμός της ΕΣΣΔ από τον Ρέιγκαν ως «αυτοκρατορίας του κακού») επιδίωκε τη μετεξέλιξη της Σοβιετικής Ενωσης σε έναν παράγοντα που θα συνέβαλλε στη σταθερότητα του διεθνούς συστήματος. Δεν επιδίωκε πάντως την καταστροφή της. Αυτό που έγινε το 1991, δηλαδή η διάλυση του σοβιετικού κράτους, δεν ήταν αυτό που ευχόταν η Δύση.

*Ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, γενικός γραμματέας του Ιδρύματος της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT