Τα τέσσερα ΠΑΣΟΚ της Μεταπολίτευσης

Στην αρχή ήταν το ροβεσπιερικό κόμμα που έψαχνε την ανατροπή. Ύστερα μετασχηματίστηκε σε μπααθικό για να πάρει την εξουσία. Πέρασε από τη σοσιαλδημοκρατική του φάση, όταν άλλαξε η ηγεσία. Και κατέληξε να διαποτίσει και τους αντιπάλους του. Η ιστορία των μεταμορφώσεων

τα-τέσσερα-πασοκ-της-μεταπολίτευσης-563199070
SPECIAL REPORT
50 χρόνια ΠΑΣΟΚ: Ο Ανδρέας και το κόμμα του πέρα από τον μύθο
  1. Το πρόπλασμα της διακήρυξης
  2. Καστρί 1974: Λίγο πριν από την 3η του Σεπτέμβρη
  3. Η «χημεία» μιας εκρηκτικής διακήρυξης
  4. Λαϊκισμός αντί για σοσιαλισμό
  5. Τα τέσσερα ΠΑΣΟΚ της Μεταπολίτευσης
  6. Ο αντιδραστήρας των μεγάλων αντιφάσεων
  7. Πότε αρχίσαμε να λέμε το ΠΑΣΟΚ «λαϊκιστικό»;
  8. Το κόμμα του αμφίσημου εκσυγχρονισμού
  9. «Και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις…»
  10. Η διένεξη Παπανδρέου – ΗΠΑ
  11. ΕΟΚ και ΝΑΤΟ και εθνική αμφιθυμία
  12. Απόσταση, αλλά όχι ρήξη
  13. ΠΑΣΟΚ είναι…
  14. Επαναστάτης ή συντηρητικός;
  15. Χτίζοντας και υποσκάπτοντας το κοινωνικό κράτος
  16. Το βαλς με τον αυριανισμό

Οι βασικοί πολιτικοί θεσμοί της Μεταπολίτευσης συνδέονται με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και το κόμμα που αυτός ίδρυσε, τη Νέα Δημοκρατία. Όμως το ΠΑΣΟΚ είναι το κόμμα που τη σφράγισε πολιτικά: κυβέρνησε τη χώρα για μεγάλο διάστημα, διαμόρφωσε το κράτος και διαπαιδαγώγησε την κοινωνία, διέπλασε την κουλτούρα της. Με το πλεονέκτημα της γνώσης που μας παρέχει μια ολόκληρη πεντηκονταετία, μπορούμε να ορίσουμε τον πυρήνα της μεθόδου του ΠΑΣΟΚ την οποία εφάρμοσε με μοναδική επιτυχία ο Ανδρέας Παπανδρέου ως εξής: κατάφερνε να επινοεί συλλογικές φαντασιώσεις που γοήτευαν ένα κοινό που τις επέλεγε, γιατί δεν πίστευε πως το ΠΑΣΟΚ τις εννοούσε πραγματικά. Η μέθοδος αυτή παρήγαγε τέσσερις διαδοχικές εκδοχές του ΠΑΣΟΚ.
Εμφανίστηκε το 1974 ως ένα πολιτικό μόρφωμα με ροβεσπιερικά χαρακτηριστικά. Ο Ανδρέας Παπανδρέου επιστρέφει στη μεταδικτατορική Ελλάδα με σχετική καθυστέρηση και ως ηγέτης εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, αντιιμπεριαλιστής επαναστάτης που απορρίπτει τη Μεταπολίτευση ως ψευδεπίγραφη «αλλαγή φρουράς». Ο ριζοσπαστικός, τριτοκοσμικός του λόγος εντυπωσιάζει: Το ΠΑΣΟΚ παριστάνει την «υπέρ άκρα Αριστερά», θα πει τότε ο Ηλίας Ηλιού, και το κλειδί βρίσκεται στη λέξη «παριστάνει». Η συνταγή δεν θα πιάσει τότε, ο κόσμος δεν επιθυμεί την επανάσταση, όμως ο Παπανδρέου θα ξεπεράσει το σοκ και θα απεκδυθεί την επαναστατική του περσόνα, αντικαθιστώντας το πέτσινο τζάκετ με το κουστούμι. Στις παραμονές των εκλογών του 1977 καθησυχάζει τους ψηφοφόρους λέγοντας πως δεν επιδιώκει την επαναστατική ανατροπή. Το ΠΑΣΟΚ, τονίζει, είναι ο φορέας της αλλαγής, έννοια ελκυστική όσο και αόριστη.

Καθώς το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η ΕΔΗΚ, διαλύεται, το ΠΑΣΟΚ ξεκινά ακάθεκτο την πορεία του προς την εξουσία και μετεξελίσσεται σε ένα μπααθικό πολιτικό μόρφωμα: ο μπααθισμός υπήρξε μια ιδεολογία που άνθισε μεταπολεμικά στον αραβικό κόσμο αναμειγνύοντας σοσιαλισμό, εθνικισμό και κρατισμό, προτού στραφεί προς τον αυταρχισμό. Η κατάκτηση της εξουσίας το 1981, θα πουν τότε πολλοί μεγαλοσχήμονες, είναι η «απελευθέρωση της Ελλάδας ύστερα από 40 χρόνια». Το ΠΑΣΟΚ θα ταυτιστεί πλήρως με το κράτος, μετασχηματίζοντας τις κυρίαρχες προνεωτερικές πελατειακές πρακτικές της Δεξιάς σε ένα νέο σύστημα μαζικής πελατειακής διακυβέρνησης. Η πρώτη τετραετία του στην εξουσία διακρίνεται από έναν έντονο μεταρρυθμιστικό και αναδιανεμητικό χαρακτήρα. Αν όμως προσπεράσει κανείς τις φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις (οικογενειακό δίκαιο κ.λπ.) και τις συμβολικές κινήσεις που δημιούργησαν σε ένα συγκεκριμένο κοινό την αίσθηση πως δεν ήταν πια αποκλεισμένο από την εξουσία, το τελικό αποτέλεσμα υπήρξε απογοητευτικό. Τόσο η αναδιανομή, που φαλκιδεύτηκε από τον πληθωρισμό που η ίδια τροφοδότησε, όσο και η συγκρότηση ενός σύγχρονου κοινωνικού κράτους πρόνοιας, που ξεκίνησε με τις καλύτερες προθέσεις, είχαν το άδοξο τέλος που όλοι γνωρίζουμε, για τρεις λόγους: έγιναν δίχως πρόνοια για στέρεες οικονομικές βάσεις, λειτούργησαν κομματικά και πελατειακά και καλλιέργησαν σαθρές αξίες, όπως η ισοπέδωση προς τα κάτω, ο υποβιβασμός της ατομικής ευθύνης και η προτεραιοποίηση των εργαζομένων του Δημοσίου (με πρώτους τους κομματικούς συνδικαλιστές) έναντι των χρηστών του κράτους, δηλαδή των πολιτών. Τα παραδείγματα είναι πολλά και θα αρκεστώ σε ένα: την ανώτατη παιδεία. Ένα απαρχαιωμένο πανεπιστήμιο που είχε επιτελέσει το έργο του με αξιοπρέπεια μεταμορφώθηκε σε μαζικό σύστημα με σύγχρονες δομές, αλλά χείριστες πρακτικές: μονιμοποίησε και καθηγητοποίησε τους πάντες τοποθετώντας στο κέντρο την πιο αδίστακτη μετριοκρατία, με αποτέλεσμα τη σημερινή  του απαξίωση και την απουσία προοπτικής. Όλα αυτά επενδύθηκαν με έναν φιλολαϊκό λόγο που απέτρεψε τις αναγκαίες αλλαγές όσο ήταν ακόμη καιρός στο όνομα ενός λαού που τελικά κλήθηκε να πληρώσει τα σπασμένα όταν έφτασε η ώρα του λογαριασμού.

Το μπααθικό ΠΑΣΟΚ θα εκπνεύσει μετά το 1989, εν μέσω σκανδάλων και οικονομικής κρίσης. Αξίζει, όμως, εδώ να υπογραμμιστεί μία ακόμη πτυχή της σημασίας που είχε η σύνδεση της χώρας με την Ευρώπη: απομάκρυνε την προοπτική μιας αυταρχικής στροφής που διαφορετικά δεν θα φάνταζε καθόλου απίθανη. Όταν ρωτήθηκε να πει τη γνώμη της για τον Ανδρέα Παπανδρέου το 1981 η Μελίνα Μερκούρη, απάντησε αφοπλιστικά: «Πιστεύω πως ο Ανδρέας θα είναι ο Τίτο του μέλλοντος».

Προέκυψε τότε η τρίτη εκδοχή του ΠΑΣΟΚ: εκσυγχρονιστικό, μοντέρνο, ευρωπαϊκό, σοσιαλδημοκρατικό, που ταυτίστηκε με την προσωπικότητα του Σημίτη. Αν όμως η πολιτική μετριοπάθεια και η διάθεση για εκσυγχρονιστικές τομές ήταν πραγματικές, το ίδιο ίσχυε και για την απόσταση που χώριζε θεωρία και πράξη. Και αυτό γιατί η σοσιαλδημοκρατία δεν ήταν ποτέ ο νερωμένος σοσιαλισμός που πιστεύουν οι περισσότεροι, αλλά μια συνεκτική πολιτική συνταγή όπου μια δυναμική και ανταγωνιστική καπιταλιστική οικονομία, βασισμένη στη βιομηχανία, φορολογείται αποτελεσματικά για να χρηματοδοτήσει ένα εκτεταμένο κράτος πρόνοιας. Και στην Ελλάδα τέτοια οικονομία δεν αναπτύχθηκε – και αν ποτέ υπήρξε ως προοπτική, αυτή εξανεμίστηκε μέσα στη δεκαετία του ’80. Εκείνο όμως που ήταν εντελώς πραγματικό ήταν το σύστημα εξουσίας που ταύτιζε κόμμα και κράτος με συγκολλητική ουσία τον μαζικό πελατειασμό χρηματοδοτημένο με δανεικά και βασική συνέπεια τη συνεχιζόμενη αποσάθρωση των αξιών. Και τότε συνέβη κάτι πολύ ενδιαφέρον: το ΠΑΣΟΚ μετενσαρκώθηκε στην τέταρτη εκδοχή του.

Αν ο Ευάγγελος Αβέρωφ επιχείρησε να αντιγράψει την οργάνωση του ΠΑΣΟΚ μαζικοποιώντας τη Νέα Δημοκρατία, ο Μιλτιάδης Έβερτ και κυρίως ο Κώστας Καραμανλής πασοκοποίησαν τη Νέα Δημοκρατία, μετατρέποντάς τη σε ένα κόμμα που υιοθέτησε πλήρως τη μέθοδο διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Η εποχή του ευρώ δημιούργησε την ψευδαίσθηση μιας θωρακισμένης επιτυχίας, ταΐζοντας το λαίμαργο κράτος με αδιανόητους έως τότε πόρους, δανεικούς εννοείται. Διπλή τραγική ειρωνεία και καρμική δικαιοσύνη: αφού πρώτα το ΠΑΣΟΚ έγινε καραμανλικό, έσκασε τελικά στα χέρια του ανυποψίαστου πρωτότοκου γιου του ιδρυτή του, του Γιώργου Παπανδρέου.

Στην οπτική αυτή, η μαζική μετατόπιση του μεγάλου όγκου των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ προς τον ΣΥΡΙΖΑ, διαδικασία που ξεκίνησε το 2012 και ολοκληρώθηκε το 2015, μπορεί να γίνει κατανοητή ως φυσιολογική αντίδραση ενός κόσμου που αναγνώρισε στη ροβεσπιερική μανιέρα του Αλέξη Τσίπρα (ο οποίος έφθασε μέχρι το σημείο να μιμηθεί τον τρόπο ομιλίας του Ανδρέα) μια ύστατη ελπίδα ολικής επαναφοράς, ακόμη και με κόστος την πλήρη διάλυση της χώρας. Όμως τα χαρακτηριστικά της μανιέρας αυτής, η μεγαλομανία, η εχθροπάθεια, η τοξικότητα και η πόλωση, που λειτούργησαν τόσο αποτελεσματικά το 2015 ως εργαλείο προσεταιρισμού ενός κόσμου που τα είχε ταυτίσει με τον Ανδρέα, είχαν πια ξεφτίσει ως εργαλείο δημοκρατικής διακυβέρνησης σε περίοδο βαθιάς οικονομικής κρίσης.

Και τώρα τι; Οι επίγονοι-μνηστήρες του σημερινού ΠΑΣΟΚ έχουν μπροστά τους μια μεγάλη ευκαιρία αλλά και μια εξαιρετικά δύσκολη αποστολή. Επενδύουν στη νοσταλγία, όμως η μέθοδος ΠΑΣΟΚ επιτάσσει την κατασκευή ενός πολιτικού προϊόντος που θα είναι ελκυστικό ακριβώς επειδή δεν θα γίνεται πιστευτό, συνταγή μάλλον αδύνατη σε μια εποχή που δεν προσφέρεται για τέτοιου είδους πολιτικούς ταχυδακτυλουργισμούς. Εναλλακτικά θα μπορούσαν να δοκιμάσουν κάτι τελείως διαφορετικό, όμως κάτι τέτοιο απαιτεί εντελώς άλλα μυαλά. Και πού θα μπορούσαν να τα βρουν;

O Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT