Ο αντιδραστήρας των μεγάλων αντιφάσεων
ο-αντιδραστήρας-των-μεγάλων-αντιφάσε-563199100

Ο αντιδραστήρας των μεγάλων αντιφάσεων

Κόμμα με μεγάλη έλλειψη συνοχής, αφενός μεταξύ της ρητορικής του και των εφαρμοζόμενων δημόσιων πολιτικών και, αφετέρου, μεταξύ των ίδιων των δημόσιων πολιτικών, το ΠΑΣΟΚ εκπροσώπησε μια εξόχως μη συνεκτική και, γι’ αυτό, επιφανειακή σοσιαλδημοκρατία

Γεράσιμος Μοσχονάς
Ακούστε το άρθρο

Στη διάρκεια των 50 χρόνων της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, το ΠΑΣΟΚ άλλαξε πολλές φορές πρόσωπα και ρόλους. Οι προσεγγίσεις για το φαινόμενο «ΠΑΣΟΚ» (λαϊκιστικό κόμμα, αριστερή σοσιαλδημοκρατία, σοσιαλδημοκρατία με ελληνικά χρώματα, σοσιαλ-φιλελεύθερο κόμμα, χαρισματικό κόμμα) περιγράφουν, συνήθως διεισδυτικά, κρίσιμες στιγμές ή σημαντικά χαρακτηριστικά αυτού του σύνθετου και με μεγάλη ικανότητα καινοτομίας κόμματος. 

Παρότι στις ανωτέρω αναλύσεις είναι κοινός τόπος ότι το ΠΑΣΟΚ της περιόδου 1974-2012 υπήρξε ένα κόμμα με πολλές αντιφάσεις, νομίζω ότι υποβαθμίζεται το μέγεθος των αντιφάσεων αυτών. Στη μεταπολεμική ιστορία της σοσιαλδημοκρατίας δεν γνωρίζω κόμμα με τόσο μεγάλη έλλειψη συνοχής, αφενός μεταξύ της ρητορικής του και των εφαρμοζόμενων δημόσιων πολιτικών και, αφετέρου, μεταξύ των ίδιων των δημόσιων πολιτικών. Το ΠΑΣΟΚ εκπροσώπησε μια εξόχως μη συνεκτική και, γι’ αυτό, επιφανειακή σοσιαλδημοκρατία. 

Η ισχύς του ΠΑΣΟΚ

Το ΠΑΣΟΚ της πρώτης περιόδου (1980-89) είχε πολλά χαρακτηριστικά και πολιτικές που θα επέτρεπαν την κατάταξή του στην ευρεία κατηγορία «αριστερή σοσιαλδημοκρατία»: κεϋνσιανή ατζέντα, τολμηρή εισοδηματική πολιτική, ταχεία και μεγάλη αύξηση των κοινωνικών δαπανών, ίδρυση του εμβληματικού Εθνικού Συστήματος Υγείας, ενίσχυση των συνδικάτων, μέτρα θεσμικού εκδημοκρατισμού και πολιτισμικού εκσυγχρονισμού. Κατά την περίοδο αυτή, το ΠΑΣΟΚ εδραίωσε την εικόνα ενός μεγάλου φιλολαϊκού και αριστερού κόμματος. 

Επίσης, μετά το 1996, η κατηγοριοποίηση του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ ως «σοσιαλ-φιλελεύθερου» αναδεικνύει κρίσιμα νέα στοιχεία στην ταυτότητα και στη δράση του κόμματος: αξιοδότηση των αγορών, απελευθέρωση τομέων της ελληνικής οικονομίας με ταυτόχρονη διατήρηση σε σχετικά υψηλό επίπεδο των κοινωνικών δαπανών, μαζικές ιδιωτικοποιήσεις/μετοχοποιήσεις, βελτίωση, έστω ατελής, των δημόσιων οικονομικών, μέτρα εκσυγχρονισμού της δημόσιας διοίκησης, συνεκτική ευρωπαϊκή πολιτική σύμφωνη με το υπόδειγμα του αριστερού ευρωπαϊσμού. Ποτέ το ΠΑΣΟΚ όσο στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1990 και των αρχών του 2000 δεν ήταν τόσο συγγενές με τη σοσιαλδημοκρατία, αυτήν που έχει καθιερωθεί να ονομάζεται σοσιαλδημοκρατία του «Τρίτου Δρόμου». Ποτέ, επίσης, ο πολιτικός του λόγος δεν συμβάδισε τόσο πολύ με εκείνον των ευρωπαϊκών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της ίδιας εποχής. 

Στον μακρύ χρόνο (1981-2004), τρεις συν ένας πολιτικοί παράγοντες, πέραν των ιστορικών ιδεολογικών αδυναμιών της δεξιάς παράταξης, εξηγούν την εκλογική κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ: α) η υλοποίηση κοινωνικών πολιτικών περισσότερο προχωρημένων σε σχέση με το παρελθόν και σε σύγκριση με αυτές της ΝΔ, β) η προώθηση μέτρων δημοκρατικού εκσυγχρονισμού, 
γ) τα μέτρα πολιτισμικού φιλελευθερισμού. Επίσης, σε μια επόμενη φάση (κυρίως: 1996-2004), η κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ στην ευρωπαϊκή θεματική και, λόγω Σημίτη, στη θεματική του εκσυγχρονισμού ανανέωσε τις καλές εκλογικές επιδόσεις του κόμματος και επεξέτεινε τον χρόνο παραμονής του στην εξουσία. Συνεπώς, η εκλογική υπεροχή του ΠΑΣΟΚ ήταν άρρηκτα συνυφασμένη με ένα αξιόλογο, διαφορετικό για κάθε φάση, μεταρρυθμιστικό έργο. Ήταν επίσης συνυφασμένη με την ικανότητα των διαδοχικών ηγεσιών του να διατυπώνουν πληρέστερα από τον κομματικό ανταγωνισμό τους μεγάλους κεντρικούς στόχους για τη χώρα.  

Ο αντιδραστήρας των μεγάλων αντιφάσεων-1
Συνάντηση Παπανδρέου – Μιτεράν το 1983, στο Μέγαρο των Ηλυσίων. Το ανδρεϊκό μείγμα πολιτικής δεν είχε τη συνοχή και τον δυναμισμό του αντίστοιχου σοσιαλδημοκρατικού εγχειρήματος στη Γαλλία. Φωτ. © Alain MINGAM/ Getty Images/ Ideal Image

Δύο παραδείγματα αντιφάσεων

Τα προηγούμενα αποτελούν τη μία όψη της πραγματικότητας ΠΑΣΟΚ. Η άλλη όψη είναι πιο σκοτεινή και, υπό το φως της χρεοκοπίας, αποδείχθηκε πολύ πιο αποφασιστική, ίσως και καθοριστική. Δύο ενδεικτικά παραδείγματα, η πολιτική για το κράτος και η φορολογική πολιτική, εικονογραφούν τη μεγάλη έλλειψη συνοχής του ΠΑΣΟΚ. 

1. Η ταχεία εγκατάλειψη κάθε σοβαρής προσπάθειας βιομηχανικής και τομεακής πολιτικής κάθε άλλο παρά εντασσόταν σε μια στρατηγική αριστερής σοσιαλδημοκρατίας. Επίσης, πολιτικές τροποποίησης του συσχετισμού δύναμης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, χαρακτηριστικό της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας, ουδέποτε προωθήθηκαν στοιχειωδώς σοβαρά. Είναι ενδεικτικό ότι η πολιτική εθνικοποιήσεων του Α. Παπανδρέου ήταν πολύ πίσω από την πολιτική του Mιτεράν στη Γαλλία της ίδιας περιόδου. Ο δε πολιτικός εθνικισμός της πρώτης φάσης του ΠΑΣΟΚ δεν επιχειρήθηκε ποτέ να μετατραπεί σε ένα είδος «βιομηχανικού εθνικισμού». Η κακοδιαχείριση των άνω των 40 προβληματικών επιχειρήσεων που υπήχθησαν στον ΟΑΕ όχι μόνον υπήρξε μνημειώδης, αλλά και δεν είχε τίποτε το αριστερό ή εκσυγχρονιστικό. Επίσης, η μεγάλη και χωρίς σχέδιο αύξηση της δημόσιας απασχόλησης (ποσοστό ανόδου 34% κατά τα έτη 1980-1986) και οι αμφιλεγόμενες διοικητικές μεταρρυθμίσεις (βλ. ΚΕΠΕ) υπονόμευσαν την αποτελεσματικότητα της διοίκησης, τη διαμόρφωση στρατηγικής ηγεσίας, τομεακών στρατηγικών ελίτ και κουλτούρας service public στο εσωτερικό της. Εν τέλει, η πολιτική για τον δημόσιο τομέα εκπροσώπησε το ακριβώς αντίθετο αυτού που έχει ονομαστεί «αναπτυξιακό κράτος». Στη ρητορική των μπαλκονιών ο ακραία πολωτικός και λαϊκιστικός λόγος του ιδρυτή του Κινήματος έμοιαζε αδιαπραγμάτευτα ριζοσπαστικός. Στην πράξη ήταν απελπιστικά ψηφοθηρικός. 

Σε μια δεύτερη φάση, την εκσυγχρονιστική, η θέσπιση πολλών Ανεξάρτητων Αρχών και νέων θεσμών αποσκοπούσε στην ενίσχυση της αξιοκρατίας, στην ελάφρυνση των γραφειοκρατικών διαδικασιών, στον έλεγχο της διαφθοράς. Ωστόσο, και χωρίς να υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες, η διοίκηση των οικονομικών υπουργείων υποτάχθηκε, όσο ποτέ στην ιστορία του ελληνικού κράτους, στο ιδιωτικό χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, η διαφθορά αυξήθηκε (ιδιώτες προμηθευτές και εργολάβοι), η δε διαμόρφωση προνομιούχων και μη προνομιούχων ομάδων στο εσωτερικό του ευρύτερου δημόσιου τομέα έγινε ο κανόνας. Επίσης, το ελληνικό κράτος πρόνοιας παρέμεινε από τα πιο αναποτελεσματικά στη μείωση των ανισοτήτων. Όπως οι πολιτικές του αριστερού ΠΑΣΟΚ, στο όνομα του εκδημοκρατισμού, μείωσαν την ικανότητα της διοίκησης να ασκεί αποτελεσματικές πολιτικές, οι πολιτικές του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ, την ώρα που βελτίωναν τη δημόσια διοίκηση, τη βύθιζαν σε νέα δισεπίλυτα προβλήματα και αύξαναν το δημοσιονομικό κόστος. Η έλλειψη συνοχής των πολιτικών που αφορούσαν τους διοικητικούς θεσμούς της δημοκρατίας ήταν, και στις δύο περιπτώσεις, ιδιαίτερα εμφατική.   

2. Από το τέλος του 19ου αιώνα η άμεση προοδευτική φορολογία αντιμετωπίζεται από τους Ευρωπαίους σοσιαλδημοκράτες ως ο ακρογωνιαίος λίθος του σύγχρονου κράτους πρόνοιας. Η φορολογική, ωστόσο, πολιτική του ΠΑΣΟΚ σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα με ισχυρή σοσιαλδημοκρατική παράδοση θα εθεωρείτο σκάνδαλο κολοσσιαίων διαστάσεων. Πράγματι πρόκειται για μέγιστο ιδεολογικό οξύμωρο και μέγιστη ιστορική ειρωνεία οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ να θεμελιώνουν τη χρηματοδότηση του κράτους κυρίως στη φοροδοτική ικανότητα των μισθωτών και των συνταξιούχων (τάση που συνεχίζεται και στον παρόντα χρόνο). Η κατηγοριοποίηση της πολιτικής του ΠΑΣΟΚ ως «σοσιαλδημοκρατικής», και μάλιστα από αριστερούς αναλυτές, είναι συνεπώς βαθύτατα εσφαλμένη. Αυτό ισχύει για τις κυβερνήσεις Α. Παπανδρέου (ριζοσπαστικές ως προς την αύξηση των κοινωνικών δαπανών, ψηφοθηρικές και φοβισμένες ως προς την προώθηση πολιτικών που θα επέφεραν την αύξηση των φορολογικών εσόδων). Αυτό ισχύει και για την περίοδο Σημίτη, αν και λιγότερο. Οι εκσυγχρονιστές, λόγω και του στόχου ένταξης στην Ευρωζώνη, πέτυχαν σημαντική βελτίωση των φορολογικών εσόδων, ιδιαίτερα για τα έτη 1997, 1998 και 1999. Ωστόσο, αμέσως μετά την απόφαση ένταξης, η χαλάρωση των φοροεισπρακτικών μηχανισμών υπήρξε εντυπωσιακή, ιδιαίτερα για τα έτη 2001 και 2002. Συνολικά, η φορολογική πολιτική του ΠΑΣΟΚ, παρά τις διαφοροποιήσεις των περιόδων Παπανδρέου και Σημίτη, αντέφασκε με την πιο βαθιά ιστορία –τον πυρήνα του πυρήνα– της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατικής παράδοσης και κουλτούρας.  Είναι γνωστό ότι από το τέλος της δεκαετίας του 1980 η Ελλάδα εισήλθε σε μια ζώνη υψηλού δημοσιονομικού κινδύνου, από την οποία δεν κατάφερε ποτέ να εξέλθει. 

Χωρίς πολιτική συνοχή

Το ΠΑΣΟΚ συνέβαλε στη χρεοκοπία της χώρας όχι γιατί έθεσε σε εφαρμογή μια σοσιαλδημοκρατική στρατηγική που απέτυχε, αλλά γιατί δεν προώθησε σοβαρά ένα σοσιαλδημοκρατικό οικονομικό μοντέλο, αριστερό (κατά την περίοδο Α. Παπανδρέου) ή σοσιαλ-φιλελεύθερο (κατά την περίοδο αναμφίβολα ιδεολογικά πιο συνεκτική του Κ. Σημίτη). 

Στην πράξη, στα παρακάτω αντιφατικά δίπολα το ΠΑΣΟΚ επιχείρησε να εκπροσωπήσει ταυτόχρονα και τους δύο πόλους της αντίθεσης: υπέρ της αναδιανομής και του ισχυρού κοινωνικού κράτους και ταυτόχρονα συνειδητή προώθηση ακραία χαλαρών φορολογικών πολιτικών· υπέρ της ισότητας και ταυτόχρονα υλοποίηση πολιτικών που προωθούσαν μεγάλες μισθολογικές αλλά και συνταξιοδοτικές ανισότητες στο εσωτερικό του ευρύτερου δημόσιου τομέα, καθώς και μεγάλες αποκλίσεις σε μισθούς και προνόμια μεταξύ μισθωτών του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα· υπέρ της αλληλεγγύης και ταυτόχρονα αναλγησία σε ό,τι αφορά την προστασία των ανέργων· υπέρ του εκσυγχρονισμού του δημόσιου τομέα και ταυτόχρονα υπερπροστασία συντεχνιακών ομάδων στο εσωτερικό του· αυτοτοποθέτηση στα αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας και ταυτόχρονα ισχυρή διαπλοκή με τμήματα του μεγάλου κεφαλαίου· υπέρ της ανταγωνιστικότητας σε μια ζώνη σκληρού νομίσματος και ταυτόχρονα στήριξη των μη εμπορεύσιμων, συχνά κρατικοδίαιτων και μικροκαπιταλιστικών, τομέων της οικονομίας. 

Το ΠΑΣΟΚ επιχείρησε να εκπροσωπήσει ταυτόχρονα και τους δύο πόλους σε καθένα από τα παραπάνω αντιφατικά ζεύγη. Αυτό απλώς δεν ήταν εφικτό. Η απόπειρα ταυτόχρονης εκπροσώπησης τόσο ανταγωνιστικών επιλογών υπερβαίνει την ίδια την έννοια της «πολυσυλλεκτικής στρατηγικής». Οι αντιφάσεις του ΠΑΣΟΚ ήταν μοναδικές ως προς το εύρος τους. Δεν είχαν σχέση με τη φύσει χαλαρή ιδεολογία και την ευέλικτη πολιτική των κομμάτων που ονομάζονται «πολυσυλλεκτικά» και τα οποία κυριαρχούν στις χώρες της Ευρώπης. Το ΠΑΣΟΚ ούτε κατάφερε ούτε πραγματικά επιδίωξε να προωθήσει ένα συνεκτικό μοντέλο αριστερής πολιτικής, είτε σοσιαλδημοκρατικής είτε όχι, προσαρμοσμένο στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας και κοινωνικής δομής. 

Χωρίς ισχυρό αξιακό πυρήνα

Η ικανότητα καινοτομίας και αυτοανανέωσης του ΠΑΣΟΚ υπήρξε εντυπωσιακή. Εξηγεί δε την ηγεμονία που άσκησε επί 30 χρόνια στο ελληνικό πολιτικό σύστημα. Ωστόσο, αυτό είναι το επιχείρημά μας, το ΠΑΣΟΚ όλων των φάσεων υπήρξε ένα κόμμα μη συνεκτικό και σε μεγάλο βαθμό μη συνεπές με τους στόχους και το όραμα που σε κάθε φάση επιδίωξε να προωθήσει. Η «ασυνέπεια» και οι εσωτερικές αντιφάσεις πιθανώς οφείλονται στην απουσία ιστορικού βάθους, στην έλλειψη συγκροτημένης σοσιαλδημοκρατικής παράδοσης στη χώρα. Χωρίς έναν αρχικό ρυθμιστικό πυρήνα σχετικά σταθερών αξιών, το ΠΑΣΟΚ δεν είχε κόκκινες γραμμές. Καλλιέργησε και επέτρεψε τα πάντα στο εσωτερικό του. Από την άδολη αφιέρωση στον αγώνα για μια πιο δίκαιη κοινωνία μέχρι τη «λαμογιά» και τη βαριά διαφθορά. Οι Έλληνες σοσιαλιστές συγκροτήθηκαν σε μεγάλο βαθμό στη βάση της «αντιδεξιάς» ιδεολογίας – μιας γενικής, αβαθούς ιδεολογικής ομπρέλας χωρίς ισχυρό ιδεολογικό πυρήνα και δεσμευτικό αξιακό φορτίο. Η φρενήρης αναζήτηση της πολιτικής κυριαρχίας απέναντι στη δεξιά παράταξη ήταν η συνέπεια αυτής της αβαθούς ιδεολογίας.
Το ΠΑΣΟΚ υπήρξε μια επιφανειακή σοσιαλδημοκρατία, ανίκανη, λόγω των αντιφατικών της πολιτικών, να μετασχηματίσει την ελληνική κοινωνία σε σοσιαλδημοκρατική κατεύθυνση, αλλά και να προστατεύσει τη χώρα από μια οικονομική καταστροφή που δεν ήταν αναπόφευκτη. Τα περισσότερα από τα σημαντικά που πράγματι προσέφερε έχουν σήμερα σαρωθεί, καθώς η Ελλάδα είναι –έχει γίνει– μία από τις φτωχότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν γνωρίζουμε αν η Ιστορία θα προσφέρει μια δεύτερη μεγάλη ευκαιρία στο ΠΑΣΟΚ. Αν αυτό συμβεί, η διαχείριση αυτής της «δεύτερης ευκαιρίας» θα πρέπει να είναι θεμελιωδώς διαφορετική από τη διαχείριση της μεγάλης ιστορικής στιγμής του 1981. 

* Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Κεντρική φωτό: Ο Κώστας Σημίτης στην τελευταία προεκλογική του ομιλία πριν από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 1996, τις πρώτες στις οποίες το ΠΑΣΟΚ δεν είχε επικεφαλής τον ιδρυτή του. 
Η δική του περίοδος διακυβέρνησης ήταν η πιο συγγενής με τη σοσιαλδημοκρατία, και δη του «Τρίτου Δρόμου». 

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT