Αντώνης Λιάκος
Ακούστε το άρθρο
Ξαναδιαβάζοντας με απόσταση μισού αιώνα την ιδρυτική διακήρυξη του ΠΑΣΟΚ, δικαιούται να αναρωτηθεί κανείς αν όσοι και όσες διεκδικούν την ηγεσία του θα την υπέγραφαν σήμερα. Οι μεταπλάσεις, οι ασυνέχειες και οι ρήξεις στο κόμμα αυτό είναι μεγαλύτερες από τις συνέχειες και τις διαδοχικές προσαρμογές. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ετικέτες που του αποδόθηκαν. Ήταν το ΠΑΣΟΚ ένα λαϊκό ή ένα λαϊκιστικό κόμμα και η «Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη» ένα λαϊκιστικό κείμενο; Πότε αρχίσαμε να μιλάμε για τον λαϊκισμό, ποιες μεταπλάσεις υπέστη ο όρος και πώς συνδέονται ΠΑΣΟΚ και λαϊκισμός;
Ο χαρακτηρισμός του ΠΑΣΟΚ ως λαϊκιστικού προήλθε από την Ανανεωτική Αριστερά της Μεταπολίτευσης. Από το 1977, ο Άγγελος Ελεφάντης συνυπογράφει στο περιοδικό Ο Πολίτης το άρθρο «ΠΑΣΟΚ: Λαϊκισμός ή σοσιαλισμός;». Ο λαϊκισμός κρίνεται από τη σκοπιά ενός κανονιστικού μαρξισμού ως παρεφθαρμένος σοσιαλισμός, ως μια ιδεολογία που ανταποκρίνεται στον μικροαστικό χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας σε συνθήκες που ριζοσπαστικοποιείται, μετά την κατάρρευση της εθνικοφροσύνης. Ο ίδιος θα επανέλθει το 1991 με το βιβλίο Στον αστερισμό του λαϊκισμού. Ο λαϊκισμός ικανοποιεί αποσπασματικά και επιμέρους αιτήματα, δεν επιδιώκει δομικές αλλαγές, δεν έχει διακριτό κοινωνικό σχέδιο, βασίζεται σε μανιχαϊστικά δίπολα Δεξιά-αντιδεξιά, κατεστημένο-λαός, αγνοεί τις εσωτερικές αντιφάσεις και την πολυπλοκότητα των ζητημάτων. Προσφέρει μια βουλησιαρχική αυταπάτη και καλλιεργεί την αδιαμεσολάβητη σχέση ηγέτη-μαζών.
Το 1989, ο Κώστας Σημίτης οργανώνει στην Πάντειο ένα σεμινάριο για τον λαϊκισμό, με τη συμμετοχή των Νίκου Μουζέλη, Θάνου Λίποβατς και Μιχάλη Σπουρδαλάκη, το οποίο εκδίδεται με φροντίδα και εισαγωγή του ίδιου σε βιβλίο (εκδ. Γνώση). Το εισαγωγικό κείμενο του πρώην πρωθυπουργού έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί αποκρυσταλλώνει την κριτική στον λαϊκισμό του ΠΑΣΟΚ, εντός του ΠΑΣΟΚ. Εδώ, η εμβέλεια της έννοιας «λαϊκισμός» διευρύνεται. Δεν θεωρείται μόνο ιδιότητα του ΠΑΣΟΚ, αλλά ένα διαρκές φαινόμενο της ελληνικής κοινωνίας, η οποία χαρακτηρίζεται από ταξική πλαδαρότητα, κατακερματισμό, εξάρτηση από το κράτος και εισοδηματική πολυσθένεια. Στα κόμματα οι ταξικές αναφορές είναι ασαφείς, τα κοινωνικά αιτήματα στοχεύουν στο κράτος, και το κράτος θεωρείται ο αυτονόητος προστάτης. Αυτό το φαινόμενο παράγει έναν πολιτικό λόγο απλουστευτικό και γενικευτικό, ο οποίος δεν ζητά την αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών, αλλά την προστασία. Αντιστοιχεί σε πολιτικές οργανώσεις χωρίς δημοκρατική δομή, με χαρισματικούς ηγέτες. Πρόκειται για μια πολιτική αποσπασματικής αντιμετώπισης των πολιτικών προβλημάτων, ιδεοληπτική αντίληψη της ισότητας και υποβάθμιση της αξιοκρατίας. Διαχωρίζει την κοινωνία σε φίλους και εχθρούς και υποβαθμίζει τις υπαρκτές διαφορές και διαχωρισμούς εντός του κοινωνικού σώματος. Επιδιώκει το άμεσο πολιτικό όφελος σε βάρος των μακροπρόθεσμων αλλαγών. Ο Σημίτης υποστηρίζει ότι αυτός ο φαύλος κύκλος θα σπάσει όχι μόνο από την αντιπαράθεση κομμάτων, αλλά επίσης και από την αντιπαράθεση εκσυγχρονιστών και λαϊκιστών μέσα στα κόμματα. Το κείμενο αυτό καθαυτό προοιωνίζεται και προετοιμάζει τη δεύτερη ζωή του ΠΑΣΟΚ, το οποίο, από την αμφισβήτηση της συμμετοχής στην ΕΟΚ, έγινε ο πρωταγωνιστής της ένταξης στην Ευρωζώνη και χειρίστηκε τον εγκλιματισμό των ευρωπαϊκών πολιτικών στο ελληνικό περιβάλλον.
Από αναλυτική κατηγορία, ο λαϊκισμός υποστασιοποιήθηκε στην εποχή της κρίσης. Τότε αναδύθηκε στον δημόσιο λόγο η φράση «το κτήνος του λαϊκισμού». Έγινε ο κακός δαίμονας της Ελλάδας. Άλλαξε όμως περιεχόμενο. Αφορούσε την οχλοκρατία και το πεζοδρόμιο, δηλαδή τις λαϊκές κινητοποιήσεις και τα κόμματα που τις ενθάρρυναν και τα χρησιμοποιούσαν, με αναδρομική ισχύ, από την εποχή της Μεταπολίτευσης. Αυτή η μετάλλαξη της έννοιας δεν ήταν μόνο ελληνικό φαινόμενο. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ο λαϊκισμός αναδείχτηκε ως το αντίπαλο δέος των μεταρρυθμίσεων για την παγίωση διαδικασιών για την ενοποίηση της Ευρώπης και τη φιλελευθεροποίηση της οικονομίας της. Ο αντιλαϊκισμός απέκτησε συνεκτική εννοιολογική πληρότητα. Το 2012 ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζοζέ Μπαρόζο έλεγε ότι το πρώτο ζήτημα που τον ανησυχούσε ήταν η άνοδος του λαϊκισμού. Ο λαϊκισμός έγινε συνεκδοχή του κακού: ανευθυνότητα, δημαγωγία, εξαχρείωση, διάβρωση, καταστροφή, ανορθολογισμός, εθνικισμός. Αποδέκτης της κατηγορίας ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν γλίτωσαν το ΠΑΣΟΚ, ο Ανδρέας Παπανδρέου ως εισηγητής του λαϊκισμού και η Μεταπολίτευση. Υπό το φως των μεταπλάσεων της έννοιας αυτής, η ιστορία των τελευταίων 50 χρόνων κρίθηκε, με ηθικο-πολιτισμικούς όρους, ως μια αρνητική πορεία, ως παθογένεια της Ελλάδας που την ξεχώριζε από την υπόλοιπη Ευρώπη.
Ο λόγος περί μεταρρυθμίσεων, που αποτέλεσε το κυρίαρχο ιδεολογικό ρεύμα στην Ευρώπη αλλά και στον δυτικό κόσμο στη μεταψυχροπολεμική εποχή, είχε αντιλαϊκιστική φόδρα. Λαϊκισμός και αντιλαϊκισμός συγκρότησαν στο πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα ένα δίπολο όπου ο ένας πόλος περιγράφεται με τους όρους του άλλου. Ο ένας μια ουτοπία του αενάως νέου, ο άλλος μια νοσταλγική ρετροπία του παρελθόντος. Από το πρόγραμμα του αντιλαϊκισμού η ίδια η έννοια της δημοκρατίας δεν έμεινε άθικτη. Αναπτύχθηκαν θεωρίες για το αυξανόμενο χάσμα ανάμεσα στην «αντιπροσωπευτική» και την «υπεύθυνη» διακυβέρνηση. Θεωρήθηκε δηλαδή ότι οι εκλογές δεν οδηγούσαν πάντα σε «υπεύθυνες» κυβερνήσεις, πράγμα που επέβαλλε τις αναγκαίες «διορθώσεις» στην έκφραση της συλλογικής βούλησης. Η πρόθεση του Γιώργου Παπανδρέου για δημοψήφισμα το 2011 του στοίχισε την ανατροπή του μέσα στο ίδιο του το κόμμα, και το ΠΑΣΟΚ άρχισε να φυλλορροεί παραδειγματικά, υπερασπίζοντας πλέον ιστορικά την «υπευθυνότητά» του. Και όταν ο ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε δημοψήφισμα το 2015, πλήρωσε ακριβά τη διόρθωση του «ανεύθυνου» αποτελέσματός του. Αρκούντως ευφυής, ο Κυριάκος Μητσοτάκης άδραξε τον αντιλαϊκισμό και εμφανίστηκε ως ο εξολοθρευτής του λαϊκισμού το 2019. Ο αντιλαϊκισμός έγινε κλειδί αναδρομικής ανάγνωσης της ελληνικής ιστορίας. Στη σχολική γιορτή της 28ης Οκτωβρίου 2019, τα παιδιά θα μάθαιναν έκπληκτα από την υπουργό Παιδείας ότι στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας το 1940 οι παππούδες τους κυνηγούσαν τον λαϊκισμό.
Θα μπορούσε να διηγηθεί κανείς με πολλούς τρόπους και διαθέσεις αυτόν τον συναρπαστικό χορό των εννοιών στην πολιτική. Οι επέτειοι όμως αποκτούν ιστορικό νόημα όταν συμπυκνώνουν μια σχέση προσδοκίας και εκπλήρωσης. Και τελικά το ερώτημα, 50 χρόνια έπειτα, είναι: Η Ελλάδα που ζούμε σήμερα εκπληρώνει τις προσδοκίες που δημιούργησε η «Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη» και η ίδρυση του ΠΑΣΟΚ;
Ο Αντώνης Λιάκος είναι ομότιμος καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Κεντρική φωτό: Πανηγυρισμοί στις εκλογές της 18ης Οκτωβρίου 1981. Ήδη από το 1977, ο Άγγελος Ελεφάντης στο περιοδικό Ο Πολίτης χρέωνε στο ΠΑΣΟΚ «λαϊκισμό», κρίνοντάς το από τη σκοπιά ενός κανονιστικού μαρξισμού.