Απόσταση, αλλά όχι ρήξη

Η διαρκής άσκηση ισορροπίας της πρώτης κυβερνητικής περιόδου του ΠΑΣΟΚ (1981-1989) με το ΝΑΤΟ και τις Ηνωμένες Πολιτείες

5' 46" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι ελληνο-νατοϊκές σχέσεις κατά την περίοδο διακυβέρνησης της Ελλάδας από το ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του 1980 δεν είναι δυνατόν να εξεταστούν «εν κενώ», δίχως να λαμβάνεται υπόψη η εξέλιξη των σχέσεων Ελλάδας – ΝΑΤΟ (και Ελλάδας – ΗΠΑ) κατά την αμέσως προηγούμενη περίοδο. Εξελίξεις όπως η αδράνεια του ΝΑΤΟ στη διπλή τουρκική εισβολή στην Κύπρο και η επίμονη τήρηση ίσων αποστάσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας όταν η τελευταία ξεδίπλωσε τις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο, η αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος της Συμμαχίας το 1974 και οι συνακόλουθες δυσκολίες –λόγω και της τουρκικής στάσης– στη διαδικασία ελληνικής επανεισδοχής και, τέλος, η Συμφωνία του Ρότζερς του 1980, η οποία εξασφάλισε την ελληνική επιστροφή στο στρατιωτικό σκέλος, δίχως όμως να εξασφαλίζει τον έλεγχο των εναέριων επιχειρήσεων στο FIR Αθηνών από ένα ελληνικό νατοϊκό στρατηγείο, επιβάρυναν σημαντικά τις σχέσεις Ελλάδας – ΝΑΤΟ. Ιδίως τα ζητήματα που απέρρεαν από την ερμηνεία της Συμφωνίας Ρότζερς κληροδοτήθηκαν και στις διάδοχες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ της περιόδου 1981-1989. Πάντως, ενώ προεκλογικά ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε καταδικάσει το περιεχόμενο –ή, ακριβέστερα, την ερμηνεία που έτειναν να δώσουν οι νατοϊκές αρχές– της Συμφωνίας Ρότζερς και είχε υποστηρίξει την αποχώρηση της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ, μετά την εκλογή του άλλαξε ρότα: αρχικά έκανε λόγο για κάποιου είδους «αναστολή» της ελληνικής συμμετοχής στις στρατιωτικές δομές της Συμμαχίας (τουλάχιστον μέχρι να επιλυθούν ικανοποιητικά οι εκκρεμότητες της ελληνικής επανένταξης) και ήδη από τον Ιανουάριο του 1982 ο Παπανδρέου γνωστοποίησε εμπιστευτικά στους Αμερικανούς ότι η Ελλάδα επιθυμούσε να παραμείνει στο δυτικό μπλοκ και ότι «υπό διαπραγμάτευση θα ετίθετο η μορφή της συνεργασίας της Ελλάδας με το ΝΑΤΟ, αλλά όχι και το γεγονός [της συνεργασίας] αυτό καθαυτό».

Πρέπει να σημειωθεί ότι οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ συχνά αμφιταλαντεύονταν μεταξύ δύο προσεγγίσεων ως προς τη δέουσα στάση της χώρας έναντι του ΝΑΤΟ. Μια εύλογη αντίληψη ήταν ότι η Ελλάδα θα προάσπιζε ίσως καλύτερα τα συμφέροντά της (ιδίως έναντι της Τουρκίας) και θα ενίσχυε την αξία της για το δυτικό μπλοκ μέσω μιας μεγαλύτερης ευθυγράμμισής της με τη στρατηγική των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ σε ζητήματα διεθνούς πολιτικής (όχι δηλαδή όσων άπτονταν των ελληνοτουρκικών σχέσεων). Προτεινόταν ακόμα και η ανάληψη ειδικών ρόλων/καθηκόντων στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Επίσης, σκόπιμη κρινόταν η εξύψωση της σημασίας της Ελλάδας για τη Δύση ως παράγοντα σταθερότητας, ειρήνης και ασφάλειας. Ωστόσο, μια άλλη, αντίθετη θεώρηση, με ισχυρά ερείσματα στις τάξεις των συνεργατών και των συμβούλων του πρωθυπουργού, πρότασσε την ανάγκη υιοθέτησης και διατήρησης θέσεων διαφοροποιημένων από εκείνες του ΝΑΤΟ και στα ζητήματα των σχέσεων Ανατολής και Δύσης. Εκτιμάτο ότι ήταν προς γενικότερο όφελος της Ελλάδας να αποκλιμακωθεί η ένταση του Ψυχρού Πολέμου. Επίσης, ότι η υιοθέτηση μιας πιο ανεξάρτητης γραμμής σε σοβαρά διεθνή ζητήματα «πρέπει να διατηρηθεί και να μην επικρατήσουν απόψεις περί ανάγκης απόλυτης συμμόρφωσης με τις νατοϊκές θέσεις, γιατί έτσι δήθεν αποκτάμε τη φήμη πιστού συμμάχου και αποκομίζουμε τα εξ αυτού πλεονεκτήματα». Ακόμα, στους κόλπους των κυβερνήσεων Παπανδρέου είχε ισχυρά ερείσματα η αντίληψη ότι ήταν αναπόφευκτο η Ελλάδα να βλέπει και όλα τα διεθνή προβλήματα μέσα από το τριγωνικό πρίσμα της σχέσης Ουάσιγκτον – Άγκυρας – Αθήνας. Έτσι, η απογοήτευση και η ριζωμένη δυσπιστία της ελληνικής πλευράς, ιδίως της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, προς τη στάση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ ως προς τα ελληνοτουρκικά θα επηρέαζε γενικότερα τη στάση της Ελλάδας εντός της Συμμαχίας και έναντι αυτής ως προς τα σημαντικά διεθνή ζητήματα της εποχής.

Κατά την περίοδο 1981-89, η Ελλάδα επιδίωξε να θέσει σε νέο πλαίσιο τη σχέση της με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, σε συνέχεια των εξελίξεων που είχαν λάβει χώρα την περίοδο 1974-1981. Οι τριβές δεν έλειψαν, με βασική αιτία το γεγονός ότι η Ελλάδα και οι υπόλοιπες χώρες του ΝΑΤΟ είχαν διαφορετικές προσλήψεις απειλής: η Ελλάδα δεν αντιλαμβανόταν το Σύμφωνο της Βαρσοβίας και τη Σοβιετική Ένωση ως απειλή, ενώ οι ΗΠΑ και τα άλλα κράτη του ΝΑΤΟ δεν θεωρούσαν την Τουρκία ως απειλή για την Ελλάδα. Παρά την ειλικρινή επιθυμία του ΠΑΣΟΚ για άσκηση μιας πιο ανεξάρτητης και πολυδιάστατης ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία θα λάμβανε, έστω μερικώς, υπόψη και τις διαθέσεις μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινής γνώμης, έγινε παραδεκτό ότι μια πολιτική ρήξης με τον ατλαντικό παράγοντα δεν αποτελούσε ρεαλιστική επιλογή. Εξίσου σημαντικό στοιχείο που υπολογίστηκε από τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος εν τέλει ήταν εκείνος που διαμόρφωνε την ελληνική εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας της περιόδου, ήταν η ανάγκη διασφάλισης της πολεμικής ετοιμότητας και του αξιόμαχου των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων – στόχος επίσης σαφώς διακηρυγμένος πριν αλλά και μετά την εκλογική επικράτηση του 1981. Θα ήταν ανέφικτο για την Ελλάδα να επιτύχει μια στοιχειώδη εξισορρόπηση της Τουρκίας δίχως τη συνέχιση και την πιθανή αύξηση της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας προς την Ελλάδα – βοήθειας που όμως εξαρτιόταν από τη συνέχιση της στρατιωτικής συνεργασίας της Ελλάδας με τις ΗΠΑ και γενικότερα τη Δύση. Οι κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου προσπάθησαν να εκμαιεύσουν και κάποιου είδους εγγύηση των ανατολικών συνόρων της χώρας εκ μέρους της Συμμαχίας, αν και αναγνωριζόταν ότι αυτή θα είχε περισσότερο ηθική αξία και μια «αποτρεπτική ψυχολογική λειτουργία». Άλλος στόχος ήταν η εφαρμογή της Συμφωνίας Ρότζερς με τρόπο ικανοποιητικό, ή έστω μη βλαπτικό, για τα ελληνικά συμφέροντα και, αν αυτό αποδεικνυόταν ανέφικτο, η διαιώνιση των εκκρεμοτήτων ώστε να αποφευχθούν ελληνικές υποχωρήσεις.

Παράλληλα, καθώς το ΝΑΤΟ (και οι ΗΠΑ) απεύχονταν την πιθανότητα έκρηξης μιας ελληνοτουρκικής σύγκρουσης, μπορεί βάσιμα να διατυπωθεί η θέση ότι διαδραμάτισαν έναν σταθεροποιητικό ρόλο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Έτσι, καθώς βασική επιδίωξη και των κυβερνήσεων Α. Παπανδρέου υπήρξε η διατήρηση της ειρήνης, της ασφάλειας και της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας, δίχως μάλιστα ουσιαστικές και μόνιμου χαρακτήρα υποχωρήσεις ενώπιον των τουρκικών πιέσεων και απειλών, τότε μπορεί να διατυπωθεί με αρκετή ασφάλεια η θέση ότι η Ελλάδα, μέσω και της συμμετοχής στο ΝΑΤΟ, κατάφερε τον μείζονα στόχο της.
Βέβαια, υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος. Δηλαδή, ότι η Ελλάδα ούτε κατά την υπό εξέταση περίοδο, ούτε πριν ή μετά, κατάφερε να εκμαιεύσει τη ρητή υποστήριξη του ΝΑΤΟ για τις ελληνικές θέσεις στο Αιγαίο, καθώς η Συμμαχία διατήρησε πάντα πολιτική ίσων αποστάσεων μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας. Κάτι όμως που εκ των πραγμάτων ευνοεί τη δεύτερη, καθώς είναι η τουρκική πλευρά εκείνη που εγείρει αξιώσεις, αμφισβητεί άμεσα ή έμμεσα το status quo και ζητεί «πολιτική» διμερή διαπραγμάτευση για μια σειρά ζητημάτων που εξακολουθητικά έθετε και θέτει. Υπό αυτές τις συνθήκες, και με δεδομένη και τη δυνατότητα χρήσης veto από την Τουρκία εντός της Συμμαχίας, όπου κάτι τέτοιο θα ήταν αναγκαίο, το ΝΑΤΟ ουδέποτε θα υποστήριζε, σαφώς ή σιωπηρά, τις ελληνικές θέσεις σε σειρά ζητημάτων στο Αιγαίο. Ούτε θα παρείχε μια εγγύηση προστασίας των ελληνικών συνόρων και από μια επίθεση εξ Ανατολών. 

* Ο Διονύσης Χουρχούλης είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Το παρόν κείμενο βασίζεται σε κεφάλαιο βιβλίου των Διονύση Χουρχούλη και Ειρήνης Καραμούζη για την εξωτερική πολιτική των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ 1981-1989, το οποίο θα εκδοθεί το 2025 από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλου. Το βιβλίο βασίζεται, σε πολύ σημαντικό βαθμό, σε στοιχεία που έχουν αντληθεί από το Αρχείο του Ανδρέα Παπανδρέου, το οποίο φυλάσσεται στο Ίδρυμα Ανδρέα Γ. Παπανδρέου.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT