Κανέλλος Δεληγιάννης – Ο απολογητής της προυχοντικής τάξης του Μοριά

Κανέλλος Δεληγιάννης – Ο απολογητής της προυχοντικής τάξης του Μοριά

«Η Επανάστασίς μας αύτη εκινήθη παρθένος, αγνή και άνευ σκοπού και ιδιοτελείας παρά μόνον τον σκοπόν να αποκτήσωμεν τον εθνισμόν μας, ο οποίος ήτον ενταφιασμένος από την εποχήν, καθ’ ην ο τελευταίος στρατηγός της Ελλάδος, ο μέγας εκείνος ανήρ, ο φύλαξ των ελευθεριών αυτής, ο Πελοποννήσιος Φιλοποίμην εξέλειψε»

κανέλλος-δεληγιάννης-ο-απολογητής-τ-563201230

Ο Κανέλλος ∆εληγιάννης, αγωνιστής και πολιτικός της Επανάστασης του 1821 και των μετεπαναστατικών χρόνων, αποτελεί το σημείο αναφοράς και την πλέον αυθεντική μορφή έκφρασης της τάξης των προκρίτων της Πελοποννήσου, κυρίως λόγω των Απομνημονευμάτων που ο ίδιος συνέγραψε το 1854. Γεννήθηκε στα Λαγκάδια της Γορτυνίας (επαρχία Καρύταινας) το 1780 και ήταν ο τέταρτος γιος του Ιωάννη Παπαγιαννόπουλου, ενός εκ των ισχυρότερων κοτζαμπάσηδων κατά τα προεπαναστατικά χρόνια. Τα πρώτα του γράμματα ο Κανέλλος τα έμαθε στο σχολείο της ∆ημητσάνας από τον επίσκοπο Ακόβων, ∆ανιήλ. Κατά τις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τον αδερφό του Αναγνώστη, ο οποίος εκτελούσε χρέη βεκίλη (αντιπροσώπου).

Κανέλλος Δεληγιάννης – Ο απολογητής της προυχοντικής τάξης του Μοριά-1
Άποψη της Καρύταινας, αρχαίας Βρένθης, στον ποταμό Αλφειό. Χαρακτικό του William Miller βασισμένο σε έργο του Hugh William Williams (1829).

Είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην έναρξη της Επανάστασης, την οποία κήρυξε στα Λαγκάδια, ως ηγέτης της επαρχίας Καρύταινας, στις 23 Μαρτίου 1821. Συμμετείχε σε σημαντικές μάχες του Αγώνα, όπως στην πολιορκία της Τριπολιτσάς, στη μάχη του Πέτα και στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου. Μετεπαναστατικά αναμείχθηκε στα πολιτικά πράγματα, προσκείμενος αρχικά στο Γαλλικό Κόμμα. Έγινε μέλος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας το 1839 και αναφέρεται ως πρόεδρος της πρώτης ελληνικής Βουλής κατά την περίοδο 1844-1845, μετά τη θέσπιση του συντάγματος. Τα Απομνημονεύματά του θεωρήθηκαν από τον Κ. Θ. ∆ημαρά ως «η φωνή των κοτζαμπάσηδων και των προεστών», καθώς είναι φανερή η πρόθεσή του να προβάλει την προσφορά της κοινωνικής ομάδας των προυχόντων και της οικογένειάς του στην ελληνική υπόθεση, όντας ιδιαίτερα επικριτικός απέναντι σε αγωνιστές και πολιτικούς που ανήκαν σε άλλες τάξεις, και κυρίως απέναντι στους κοινωνικά ανερχόμενους πρώην κλέφτες, με προεξάρχοντα φυσικά τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.

Η οικογένεια Δεληγιάννη κατά την προεπαναστατική περίοδο

Το διοικητικό σύστημα του τουρκοκρατούμενου Μοριά, οι χριστιανοί γαιοκτήμονες και οι παρατάξεις τους.

Τα μέλη της οικογένειας ∆εληγιάννη, προεπαναστατικά αλλά και κατά τη διάρκεια του Αγώνα, έφεραν το επώνυμο «Παπαγιαννόπουλος». Υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές για την προέλευση της οικογένειας: η πρώτη σχετίζεται με τη βυζαντινή οικογένεια των Λιτίνων, που ανήκε στην αριστοκρατία της Κρήτης, ενώ η δεύτερη αναφέρει ως γενάρχη της οικογένειας τον Γάλλο φεουδάρχη Jean De-Lienne, ο οποίος οικοδόμησε το φρούριο στο χωριό Γαλατά το 1200 μ.Χ. και οι απόγονοί του ασπάστηκαν το ορθόδοξο δόγμα. Μετά την οθωμανική κατάκτηση του Μοριά, μέλη της οικογένειας χρημάτισαν σε διάφορες θέσεις δίπλα σε Οθωμανούς αξιωματούχους. Όταν οι Βενετοί κατέλαβαν την Πελοπόννησο, το 1685, ο προπάππους του Κανέλλου Παπαγιαννόπουλου, Ιωάννης, ίδρυσε τον οικισμό των Λαγκαδίων στη Γορτυνία. Ο Κανέλλος ∆εληγιάννης στα Απομνημονεύματά του αναφέρεται στις ενέργειες των προεστών της Πελοποννήσου για να απαλλαγούν από τον ενετικό ζυγό. Η συμφωνία που έκαναν οι πρόκριτοι των επαρχιών με τον στρατάρχη Τοπάλ Οσουμάν το 1714 για την παράδοση της Πελοποννήσου στους Οθωμανούς αποτέλεσε, σύμφωνα με τον Κανέλλο, την απαρχή του «καλού καιρού», που κράτησε για περίπου μισό αιώνα, μέχρι τα Ορλωφικά του 1769. Στα χρόνια της «δεύτερης Τουρκοκρατίας» (1715-1821), ο Μοριάς, κατά την αφήγηση του Κανέλλου, διοικούνταν ως «Ραγιά Ιμπαρέτ», δηλαδή «δημοκρατικώς», εννοώντας ένα σύστημα τοπικής αυτοδιοίκησης με αυξημένο βαθμό αυτονομίας. 

Κανέλλος Δεληγιάννης – Ο απολογητής της προυχοντικής τάξης του Μοριά-2
Βοσκός από την Αρκαδία και γυναίκα από την Καρύταινα. Χαρακτικό του Henri Belle (Alamy/Visualhellas.gr).

Στην πραγματικότητα επρόκειτο για τη σταδιακή δόμηση ενός κάθετου και διαμεσολαβημένου ιεραρχικού συστήματος, το οποίο αφορούσε την Πελοπόννησο ως ενιαία διοικητική ενότητα (πασαλίκι). Οι πολιτικές – διοικητικές διεργασίες ξεκινούσαν από το επίπεδο του χωριού (κοινότητα), το οποίο εξέλεγε προεστούς (δημογέροντες), επεκτείνονταν στην επαρχία (καζά) με την ανάδειξη επαρχιακών αρχόντων (κοτζαμπάσηδων) και εντέλει ολοκληρώνονταν με τη συμμετοχή τριών χριστιανών, δύο μοραγιάνηδων και ενός δραγουμάνου (διερμηνέα), στην κεντρική διοίκηση του Μοριά, στο συμβούλιο δηλαδή του πασά στην Τριπολιτσά. Στο πλαίσιο των παραπάνω διοικητικών διεργασιών, ισχυρές οικογένειες χριστιανών γαιοκτημόνων (οι ∆εληγιάννηδες στην Καρύταινα, οι Νοταράδες στην Κόρινθο, οι Ζαΐμηδες και οι Χαραλάμπηδες στα Καλάβρυτα, οι Λόντοι στη Βοστίτσα, οι Κρεββατάδες στον Μυστρά, οι Περρουκαίοι στο Άργος κ.ά.) διαμόρφωναν από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα ανταγωνιστικές φατρίες, σε συνεργασία μάλιστα με μουσουλμάνους γαιοκτήμονες (αγιάνηδες), επιδιώκοντας την εύνοια του εκάστοτε πασά, την ανάδειξη στα αξιώματα και την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συμμετοχή τους στις φορολογικές εκμισθώσεις των επαρχιών, πεδίο προνομιακό για την αποκόμιση σημαντικών κερδών. Η οικογένεια ∆εληγιάννη όφειλε την άνοδό της στα πράγματα του Μοριά στις προνομιακές σχέσεις που είχε οικοδομήσει με την Μπεϊχάν Σουλτάν, αδελφή του σουλτάνου Σελίμ Γ΄, που ζούσε στην Κωνσταντινούπολη. Χάρη σε αυτή τη διασύνδεση οι ∆εληγιάννηδες και οι Παπατσώνηδες των Ιμπλακίων εκμεταλλεύονταν φορολογικά τα τσιφλίκια της σουλτάνας στην Πελοπόννησο, αποκομίζοντας σημαντικά κέρδη. 

Κανέλλος Δεληγιάννης – Ο απολογητής της προυχοντικής τάξης του Μοριά-3
Τουρκικό προεπαναστατικό φιρμάνι που εστάλη στις αρχές Απριλίου 1815 από την Υψηλή Πύλη στον καδή της Πάτρας και αφορά τη διαμάχη χριστιανών κατοίκων της Καρύταινας [Πηγή: Α. Π. Χρυσάφη (κείμ.), Το ’21 και οι πρωταγωνιστές του, έκδ. ΤΕΙ Μεσολογγίου – Κέντρο Λόγου και Τέχνης «Διέξοδος», Μεσολόγγι 2009].

Ο Ιωάννης ∆εληγιάννης (1738-1816), πατέρας του Κανέλλου, ήταν, στα χρόνια πριν από την Επανάσταση, επικεφαλής του λεγόμενου Καρυτινο-μεσσηνιακού Κόμματος, με συμπαραστάτες τους Σωτήρη Χαραλάμπη (Καλάβρυτα), Θάνο Κανακάρη (Πάτρα), Παπαλέξη (Ανδρίτσαινα), Σωτήρη Κουγιά (Τριπολιτσά), Πανούτσο Νοταρά (Κόρινθο). Το αντίπαλο δέος σε αυτή τη φατρία αποτελούσε το Αχαϊκό Κόμμα, με επικεφαλής τον Σωτηράκη Λόντο (Βοστίτσα), τον οποίο ακολουθούσαν οι Ασημάκης Ζαΐμης (Καλάβρυτα), Γεώργιος Σισίνης (Γαστούνη), Γρηγόριος Παπαφωτόπουλος (Αρκαδία), Γιαννούλης Καραμάνος (Άγιος Πέτρος), Αναγνώστης Κοπανίτσας (Μυστράς). 

Η σύσταση αυτών των παρατάξεων σχετίζεται άμεσα με την πρακτική της αποστολής αντιπροσώπων, των λεγόμενων βεκίληδων, στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δεδομένου ότι στην Πελοπόννησο επικρατούσε η φατρία που ήταν σε θέση να επηρεάζει και να δωροδοκεί υψηλά ιστάμενους αξιωματούχους στην Κωνσταντινούπολη για να ικανοποιούνται οι αξιώσεις της. Επιπλέον, η ομάδα που αντιπολιτευόταν την κυρίαρχη φατρία –και τον Μορά Βαλεσί (διοικητή του Μοριά) που την ευνοούσε– έστελνε επίσης αντιπροσώπους στην Κωνσταντινούπολη, τους «μπακάληδες», ώστε να λειτουργήσουν ως αντίβαρο στην επιρροή των βεκίληδων και με στόχο τη μεταβολή των τρεχουσών ισορροπιών. Σε αυτό το περιβάλλον εδραιώθηκε η κυριαρχία του Σωτηράκη Λόντου κατά τα χρόνια διοίκησης της Πελοποννήσου από τον Βελή πασά (1807-1812). Το 1812 όμως εκτελέστηκε, όταν τη διοίκηση ανέλαβε ο Ίτζελη Αχμέτ πασάς, που ευνοούσε την παράταξη του Ιωάννη ∆εληγιάννη. Αντίστοιχα, η εκτέλεση του τελευταίου έλαβε χώρα το 1816, όταν τον ρόλο Μορά Βαλεσί ανέλαβε ο Σακίρ Αχμέτ, που ήταν προσκείμενος στο Αχαϊκό Κόμμα.

Κανέλλος Δεληγιάννης – Ο απολογητής της προυχοντικής τάξης του Μοριά-4
Χάρτης της Πελοποννήσου σε έκδοση του 18ου αιώνα (Alamy/Visualhellas.gr).

Ο πατέρας του Κανέλλου διετέλεσε μοραγιάνης για 16 χρόνια και βεκίλης για τρία, ενώ ο αδελφός του Αναγνώστης, ο πολιτικός άνδρας της οικογένειας, διοριζόταν βεκίλης από το 1800 μέχρι και το ξεκίνημα της Επανάστασης του 1821. Ο Κανέλλος στα Απομνημονεύματά του δίνει αμιγώς εθνική διάσταση στην προεπαναστατική δράση του πατέρα του, προσπαθώντας να αποκαταστήσει την τιμή της οικογένειας και της προυχοντικής τάξης στο σύνολό της. Αποσιωπά τους ντόπιους φατριασμούς και υποστηρίζει ότι ο πατέρας του έκανε ό,τι μπορούσε για να σώσει τον Σωτηράκη Λόντο, παρότι αποδεδειγμένα ήταν αναμεμειγμένος στις ραδιουργίες εναντίον του, σε συνεργασία με ντόπιους μουσουλμάνους που ήθελαν να εξοβελίσουν τον Βελή πασά. Παράλληλα, αποδίδει τον αποκεφαλισμό του πατέρα του το 1816 στο μίσος που έτρεφαν για εκείνον οι μουσουλμάνοι αγιάνηδες της Πελοποννήσου (Κιαμηλμπέης, Αρναουτογλαίοι, Μουσταφάγας κ.ά.), οι οποίοι τον θεωρούσαν, σύμφωνα με την αφήγηση, «παλιό αποστάτη» και «εχθρό του δοβλετίου». Εξάλλου, οι ∆εληγιάννηδες κράτησαν ως οικογενειακό κειμήλιο το αίμα του πατέρα τους στον τοίχο του σπιτιού τους, το οποίο επέδειξαν με υπερηφάνεια στον Παπαφλέσσα το 1821, ως σημάδι που «ζητεί εκδίκησιν».

Κατά τους πρώτους μήνες της Ελληνικής Επανάστασης

Οι αρχικές επιφυλάξεις, η αξιοποίηση του Θ. Κολοκοτρώνη και ο πρωταγωνιστικός ρόλος στο ξεκίνημα του Αγώνα.

Το ότι άνθρωποι ενταγ­μένοι στους μηχανισμούς της οθω­­μανικής διοίκησης –που βρίσκονταν σε συνεργασία με Οθωμανούς αξιωματούχους και η ισχύς τους πήγαζε από τη μεγαλύτερη ή μικρότερη συμμετοχή τους στις πολιτικές και δημοσιονομικές λειτουργίες της αυτοκρατορίας– πρωταγωνίστησαν σε μια επανάσταση η οποία άλλαζε εντελώς το πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο και συνιστούσε ένα τεράστιο ρίσκο που διακύβευε εκ των πραγμάτων την κοινωνική τους δύναμη και επιρροή, αποτελεί ένα γεγονός που απασχολεί διαχρονικά την ιστορική έρευνα και ερμηνεία. Ο ιστορικός ∆ημήτρης Σταματόπουλος υποστηρίζει ότι ο προεπαναστατικός φατριασμός μεταξύ των κοτζαμπάσηδων αποτέλεσε «αποφασιστικό παράγοντα στην έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης». Όσον αφορά την οικογένεια ∆εληγιάννη, επισημαίνει ότι η σχετική περιθωριοποίηση και η πτώση της ισχύος της, μετά τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη ∆εληγιάννη το 1816, επέβαλαν την αλλαγή του πολιτικού της προσανατολισμού, την ανάγκη απεμπλοκής από την οθωμανική εξουσία και, τελικά, την ένταξη του Κανέλλου και των αδερφών του στη Φιλική Εταιρεία.

Ο Κανέλλος γράφει στα Απομνημονεύματά του ότι μυήθηκε στην Εταιρεία όταν ήταν στην Κωνσταντινούπολη, μέσω της γνωριμίας του με τον Παναγιώτη Σέκερη και «δι’ αυτού μετά του Κουμπάρη και του Αλ. Μαύρου». Στον κατάλογο, ωστόσο, των Φιλικών του Αρχείου Σέκερη, ο Κανέλλος Παπαγιαννόπουλος (∆εληγιάννης) εμφανίζεται μυημένος στην Τριπολιτσά από τον Παναγιώτη Αρβάλη, στις 10 Σεπτεμβρίου του 1819. Παρά τις επιφυλάξεις που εξέφρασε στον Παπαφλέσσα, τον Φεβρουάριο του 1821, για τη δυνατότητα άμεσης έναρξης της Επανάστασης, η δυναμική των γεγονότων ήταν τέτοια που ώθησε τον Κανέλλο προς τη στρατιωτική δράση. Μετά τη φυλάκιση-ομηρία των προκρίτων και ιερέων που κατέφθασαν στην Τριπολιτσά τον Φεβρουάριο με εντολή του καϊμακάμη του Μοριά –μεταξύ αυτών και ο Θεόδωρος ∆εληγιάννης, αδελφός του Κανέλλου, που έχασε τη ζωή του από τις κακουχίες– και τις πρώτες επαναστατικές ενέργειες σε Καλάβρυτα και Καλαμάτα, ο Κανέλλος ανέλαβε τις πρωτοβουλίες για την έναρξη της Επανάστασης, στις 23 Μαρτίου, στη Γορτυνία πολιορκώντας τους Τούρκους στην Καρύταινα. 

Κανέλλος Δεληγιάννης – Ο απολογητής της προυχοντικής τάξης του Μοριά-5
Ο Παναγιώτης Σέκερης, ο οποίος φέρεται να μύησε τον Δεληγιάννη στη Φιλική Εταιρεία. Ελαιογραφία σε μουσαμά (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Στις 7 Απριλίου 1821, έλαβε μέρος στη συγκρότηση του στρατοπέδου της Πιάνας, ενώ τον ίδιο μήνα διέταξε τη σφαγή όλων των μουσουλμάνων των Λαγκαδιών, ανδρών και γυναικοπαίδων, και το κάψιμο του τζαμιού τους, προκειμένου να κόψει κάθε γέφυρα συνδιαλλαγής των ντόπιων ελληνικών πληθυσμών με τους Οθωμανούς και να τους αναγκάσει να πάρουν να όπλα. Στη συνέχεια πρωταγωνίστησε ως οπλαρχηγός των καρυτινών στρατευμάτων στις νικηφόρες μάχες στη Ζαράκοβα και στη Σελίμνα, τον Απρίλιο του 1821. Τον ίδιο μήνα, με πρωτοβουλίες του Κανέλλου ∆εληγιάννη, συστάθηκε η εφορεία της Καρύταινας, ένα ακόμη πρωτόλειο διοικητικό – πολιτικό όργανο που μαζί με άλλα (διευθυντήρια, καγκελαρίες, γερουσίες, κονσολάτα) επιμελούνταν ανά περιοχή ή επαρχία τις ανάγκες και την οργάνωση των στρατευμάτων. 

Μετά τη δημιουργία της εφορείας, πήρε την απόφαση που σηματοδότησε την απαρχή της μεταβολής των συσχετισμών ισχύος μεταξύ προυχόντων και στρατιωτικών, για την οποία απέσπασε τους επαίνους των μετέπειτα ιστορικών: διόρισε αρχηγό των όπλων της επαρχίας τον πρώην κλέφτη και διαχρονικό αντίπαλό του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, πράξη την οποία κατέκρινε ο αδελφός του Αναγνώστης, όταν επέστρεψε από την Κωνσταντινούπολη στην επαναστατημένη Πελοπόννησο. Σύμφωνα με την αφήγηση του Κολοκοτρώνη, «ο Κανέλλος εφρόντιζε διά τες ζωοτροφίες και εγώ διά τον πόλεμον». Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια πράξη την οποία επέβαλε η συγκυρία του πολεμικού γεγονότος. Ο Κανέλλος, όπως και πολλοί άλλοι πρόκριτοι, παρά τη διάθεσή τους να μετάσχουν και να ηγηθούν στις πολεμικές συγκρούσεις, είχαν έρθει για πρώτη φορά σε επαφή με τα όπλα με την έναρξη του Αγώνα, ενώ ήταν παντελώς ανίδεοι σε θέματα στρατιωτικής οργάνωσης και διοίκησης. Σε συνθήκες, εξάλλου, κατά τις οποίες η Επανάσταση δεν είχε σταθεροποιηθεί και δεν είχε εδραιωθεί η ελληνική κυριαρχία στην Πελοπόννησο, θα ήταν μεγάλο ρίσκο να πάρουν την ευθύνη άνθρωποι που δεν γνώριζαν ακόμα τα βασικά σε ό,τι αφορά τον πόλεμο.

Κανέλλος Δεληγιάννης – Ο απολογητής της προυχοντικής τάξης του Μοριά-6
Ο αγωνιστής Αναγνώστης Παπαγεωργίου (Αναγνωσταράς) νικά με τους συναγωνιστές του τους Οθωμανούς στο Βαλτέτσι, τον Μάιο του 1821. Λιθογραφία του Peter von Hess (1852, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Ο Κανέλλος, ωστόσο, ανέλαβε, όπως ήταν φυσικό, την πολιτική ηγεσία της καρυτινής εφορείας και έδρασε με επωφελή τρόπο. Με το κοινωνικό κύρος και τους πόρους που διέθετε, συσπείρωσε τα στρατιωτικά σώματα και ηγήθηκε της επιμελητείας τους. Κατασκεύασε φούρνους στα Λαγκάδια, στη Στεμνίτσα, στη ∆ημητσάνα, στα Βέρβενα, στα Μαγούλιανα και στην Άκοβα, από όπου τροφοδοτούνταν με ψωμί επί τέσσερις μήνες τα στρατόπεδα στις πολιορκίες της Τριπολιτσάς και του Λάλα. Ακόμα, οι προμήθειες πολεμοφοδίων από τους μπαρουτόμυλους της ∆ημητσάνας, των αδελφών Σπηλιωτόπουλων, ανήκαν κατά το ήμισυ στον γαμπρό των ∆εληγιανναίων, Αθανάσιο Αντωνόπουλο. Παράλληλα, ο Κ. ∆εληγιάννης έδρασε συντονίζοντας και εμψυχώνοντας τα άτακτα στρατεύματα ενόψει των κρίσιμων μαχών του Βαλτετσίου (12-13 Μαΐου) και των ∆ολιανών (18 Μαΐου), στις οποίες έδωσε το «παρών».

Εκτός από τα παραπάνω, από τις αρχές Μαΐου ο Κ. ∆εληγιάννης ήλθε σε συνεννόηση με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη για τη μισθοδοσία των μανιάτικων στρατευμάτων που θα συμμετείχαν στην πολιορκία της Τριπολιτσάς, καθώς και για τη σύσταση μιας κεντρικής πολιτικής αρχής που θα ενοποιούσε τον επαναστατημένο χώρο (Πελοπόννησο και νησιά του Αργοσαρωνικού), εξασφαλίζοντας τον συντονισμό μεταξύ των τοπικών εφορειών. Ο λόγος για την πρώτη Πελοποννησιακή Γερουσία, η οποία οργανώθηκε με την Πράξη των Καλτετζών, στις 26 Μαΐου 1821, εκλέγοντας μια επταμελή διοικητική επιτροπή με επικεφαλής τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και μέλη τον επίσκοπο Βρεσθένης Θεοδώρητο, τον Αναγνώστη ∆εληγιάννη, τον Αθανάσιο Κανακάρη, τον Σωτήρη Χαραλάμπη, τον Θεοχάρη Ρέντη και τον Νικόλαο Πονηρόπουλο. 

Εδώ είναι σημαντικό να γίνουν ορισμένες παρατηρήσεις. Τα μέλη της πρώτης Πελοποννησιακής Γερουσίας προέρχονταν κατά βάση από την προεπαναστατική «καρυτινομεσσηνιακή» φατρία του Ιωάννη ∆εληγιάννη, καθώς η αχαϊκή ηγεσία (Λόντος, Ζαΐμης, Παλαιών Πατρών Γερμανός) αρνήθηκε να συμμετάσχει στη συνέλευση, επικαλούμενη το έλλειμμα δημοκρατικών διαδικασιών. Οι Αχαιοί εντάχθηκαν εκ των υστέρων στη Γερουσία, όταν προέκυψε στα Βέρβενα η σύγκρουση με τον ∆ημήτριο Υψηλάντη, ο οποίος προσπάθησε να συγκεντρώσει στα χέρια του την πολιτική και στρατιωτική εξουσία της Επανάστασης. Ένα άλλο σημείο που θα πρέπει να τονιστεί, όπως προκύπτει από την αρχειακή έρευνα, είναι ότι, κατά το πρώτο δίμηνο της λειτουργίας της Πελοποννησιακής Γερουσίας στη Στεμνίτσα, το βασικό στέλεχος που είναι πάντα παρών και υπογράφει τις διαταγές είναι ο Αναγνώστης ∆εληγιάννης. Μάλιστα, η οικογένεια ∆εληγιάννη είναι αυτή που ανέλαβε τα έξοδα της λειτουργίας της Γερουσίας στη Στεμνίτσα, τη μισθοδοσία και τις ζωοτροφίες των λειτουργών και των στρατιωτών της.

Κανέλλος Δεληγιάννης – Ο απολογητής της προυχοντικής τάξης του Μοριά-7
Προσωπογραφία του Θεοδώρητου Βρεσθένη, προέδρου της Πελοποννησιακής Γερουσίας. Ελαιογραφία σε μουσαμά (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Σε αυτό το διάστημα, το έργο της Πελοποννησιακής Γερουσίας ήταν καίριο, καθώς έθεσε τη βάση της πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης της επαναστατημένης επικράτειας. Στις 30 Μαΐου 1821, με την εγκύκλιο της Στεμνίτσας, η Γερουσία έλαβε μέτρα για τη διοικητική οργάνωση των επαρχιών και των χωριών, τη φορολογία και τη σύναξη των προσόδων, την καταγραφή της εγκαταλειφθείσας μουσουλμανικής περιουσίας και την πάταξη των καταχρήσεων. Στο επόμενο διάστημα, η ίδια ανασυγκρότησε τους πρώην οθωμανικούς καζάδες ως γενικές εφορείες που θα υπάγονταν στο εξής στις διαταγές της, ενώ προσπάθησε να αντιμετωπίσει τις ελλείψεις σε τρόφιμα και πολεμικό υλικό, προωθώντας σε κάποιον βαθμό έναν κεντρικό έλεγχο στην επιμελητεία των στρατοπέδων και στη διανομή των πόρων. 

Τα παραπάνω στοιχεία, στο σύνολό τους, τεκμηριώνουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο της οικογένειας ∆εληγιάννη, και του ίδιου του Κανέλλου, στο ξεκίνημα του Αγώνα του 1821, με κέντρο την Πελοπόννησο, όπου μπήκαν οι βάσεις για την επιτυχή μελλοντική έκβασή του. Ο Κανέλλος στα Απομνημονεύματά του συνεχώς επικαλείται την οικονομική, πολιτική αλλά και στρατιωτική συμβολή της οικογένειάς του, ιδίως στους δύσκολους πρώτους μήνες του επαναστατικού ξεσπάσματος, ταυτίζοντας την τάξη του και τον ίδιο με το επαναστατικό γεγονός, απέναντι σε μετεπαναστατικές αφηγήσεις που κατατάσσουν τους προύχοντες στους «τουρκολάτρες», εξυμνώντας τα κατορθώματα των αντιπάλων του, πρώην κλεφτών.

Το μένος κατά κλεφτών, «τυχοδιωκτών» και «φερέοικων»

Η διαμάχη με τους ενόπλους και τον Κολοκοτρώνη.

Βασικός στόχος του Κανέλλου ∆εληγιάννη όταν έγραφε τα Απο­μνη­μο­νεύματα στις αρχές της δεκαετίας του 1850, ήταν να αντικρούσει την αφήγηση του Νικολάου Σπηλιάδη (τη «Χαλιμά» του Σπηλιάδη, όπως την ονομάζει), του οποίου τα Απομνημονεύματα είχαν κυκλοφορήσει λίγα χρόνια νωρίτερα. Ήδη από τον πρόλογο ο Κανέλλος μάς προϊδεάζει για τον χαρακτήρα της αφήγησής του: «Αλλ’ επειδή πολλοί συνέγραψαν και συγγράφουν την ιστορίαν της Ελληνικής Επαναστάσεως, άλλοι κατά το δοκούν, άλλοι διά συμφέρον κερδοσκοπίας και άλλοι διά να εξυμνήση έκαστος τον πάτρωνά του και την φατρίαν του και να ενταφιάσουν τας εκδουλεύσεις, τας θυσίας, και τα ένδοξα κατορθώματα των αθανάτων προμάχων, αυτουργών, και θεμελιωτών αυτής, παρεμόρφωσαν και εκιβδήλωσαν την παρθένον και αγνήν αυτής ιστορίαν με μυρίας ψευδολογίας. ∆ιά τούτο έκρινα ιερόν χρέος μου να γράψω όσα γνωρίζω […]».

Ο Κανέλλος γράφει σε μια εποχή κατά την οποία ο ρόλος των κλεφταρματολών, ως αυτοσχέδιου άτακτου στρατού της ελληνικής ελευθερίας, έχει μυθοποιηθεί. Ειδικότερα, ο προσωπικός του εχθρός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε περιβληθεί με τις δάφνες του εθνικού ήρωα. Σε αυτό το περιβάλλον, ο προεστός της Γορτυνίας προσπαθεί να εξάρει την εθνική δράση των προκρίτων από την Προεπαναστατική περίοδο, αποσιωπώντας τον ρόλο τους στην καταδίωξη των κλεφτών από τις οθωμανικές Αρχές στην Πελοπόννησο κατά το 1805-1806. Φτάνει μάλιστα στο σημείο να ισχυριστεί ότι οι προεστοί «απεφάσισαν να σώσουν τους κλέπτας και να τους διατηρήσουν δι’ ένα μέλλοντα σκοπόν», δηλαδή την επανάσταση. 

Η αντιπαράθεση του Κ. ∆εληγιάννη με τους ενόπλους στο περιβάλλον του ελληνικού Αγώνα σχετίζεται φυσικά με τη νομή της εξουσίας. Πρώτο αξιοσημείωτο επεισόδιο στο οποίο ενεπλάκη ήταν η σύγκρουσή του με τον Γρηγόριο ∆ικαίο (Παπαφλέσσα) στις 4 Μαΐου του 1821. Κατά την αφήγηση του ∆εληγιάννη, ο ∆ικαίος, δρώντας ακόμα ως αντιπρόσωπος του γενικού επιτρόπου της Αρχής της Φιλικής Εταιρείας (Αλέξανδρου Υψηλάντη) στην Πελοπόννησο, μίλησε με αυθάδεια στον Κανέλλο, ενώ είχε αφοπλίσει τον διορισμένο από εκείνον οπλαρχηγό της πρώτης πολιορκίας της Κορίνθου Ιάκωβο Θεοδωρίδη, επειδή εγκατέλειψε τη θέση του. Στο επεισόδιο, ο Κ. ∆εληγιάννης έβγαλε το σπαθί για να επιτεθεί στον «απονενοημένο καλόγηρο», όπως αποκαλεί τον Παπαφλέσσα, όμως τον συγκράτησε ο περίγυρός του. Η διένεξη αυτή, σύμφωνα με τον Βασίλη Παναγιωτόπουλο, είχε πολιτικό και όχι απλώς προσωπικό χαρακτήρα, αφού αφορά ακριβώς το ζήτημα της εξουσίας –που τέθηκε από την πρώτη στιγμή του ξεσηκωμού, όταν ακόμα δεν υπήρχαν κεντρικές διοικήσεις– και τους φορείς της· το ερώτημα αν είναι οι ντόπιες αυθεντίες που έχουν τον πρώτο λόγο ή όσοι εμφανίζονταν ως εκπρόσωποι υπερτοπικών Αρχών. 

Κανέλλος Δεληγιάννης – Ο απολογητής της προυχοντικής τάξης του Μοριά-8
Ο Κολοκοτρώνης κατευθύνεται προς τη Νεμέα. Ελαιογραφία του Νέστορα Λ. Βερβέρη (1908, Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, Αθήνα/φωτογράφιση: Σταύρος Ψυρούκης).

Στο παραπάνω ερώτημα η απάντηση του Κανέλλου είναι αυτονόητη. Ο πελοποννησιακός πατριωτισμός του γαιοκτήμονα αυθέντη του τόπου, τον οποίο κληρονόμησε από τους προπάτορές του που πρωταγωνίστησαν σε προσπάθειες αυτονόμησης της χερσονήσου από την οθωμανική κυριαρχία κατά τον 18ο αιώνα, συνδέεται και συντίθεται με τη νεωτερική εθνική ιδέα που διαμορφώθηκε στο πλαίσιο του ελληνικού ∆ιαφωτισμού. Στην αντίληψή του, «μια φούκτα ανδρών Πελοποννησίων ανέστησαν αυτό το όνομα Έλλην, το προ 25 αιώνων αποθανόν και αλησμονηθέν από όλα τα έθνη του κόσμου». Οι Πελοποννήσιοι «θεμελιωτές της Ελληνικής Παλιγγενεσίας», για τον Κ. ∆εληγιάννη, είναι φυσικά οι άρχοντες του τόπου, όχι οι «κλέφτες» και οι κάθε λογής «τυχοδιώκτες». 

Σε αυτό το πλαίσιο, υποτιμά και υπονομεύει στα Απομνημονεύματά του την προσφορά και τον ρόλο του Κολοκοτρώνη τόσο στην άλωση της Τριπολιτσάς όσο και στα ∆ερβενάκια. Παραποιώντας σε μεγάλο βαθμό τα γεγονότα, εμφανίζει τον γέρο του Μοριά ως φυγόμαχο λαφυροσυλλέκτη που πιάνει τα υψώματα και παρατηρεί από εκεί αδρανής τις μάχες, αποσιωπώντας τις στρατηγικές του ικανότητες, στις οποίες οφείλεται εν πολλοίς η νικηφόρα έκβαση των αναμετρήσεων: «Ο δε Κολοκοτρώνης, άμα ειδοποιηθείς ότι ο εχθρικός στρατός διευθύνεται προς το ∆ερβενάκι συμπαραλαβών μεθ’ εαυτού τους ονομαζόμενους σωματοφύλακάς του […] ανέβη εις το ανατολικόν όρος του Αγιωργιού, απέχον μίαν και ημίσειαν ώραν των ∆ερβενακίων […] και εθεώρει με το κανοκυάλι, την τρομεράν φρικαλέαν εκείνην μάχην χωρίς να δυνηθή να δώση εις τους ατρομήτους εκείνους μαχητάς ουδέ την παραμικράν συνδρομήν, αλλά την επιούσαν υπήγεν εκεί και τους ήρπασε κάμποσα λάφυρα». Παράλληλα, ο Κ. ∆εληγιάννης δεν αναφέρει λέξη για τα κατορθώματα οπλαρχηγών της κολοκοτρωνικής φατρίας που διακρίθηκαν στις μάχες των ∆ερβενακίων, όπως αυτά του Νικήτα Σταματελόπουλου (Νικηταρά) στο Αγιονόρι.

Η εμπάθεια του Κανέλλου προς το «κλεφτικό σύστημα» και τον Κολοκοτρώνη συνοψίζεται και εκφράζεται εντονότερα με αφορμή τον σχολιασμό των απόψεων του Σπηλιάδη, ο οποίος παραλλήλιζε τον ρόλο του Κολοκοτρώνη στην Πελοπόννησο με αυτόν του Θεμιστοκλή στην αρχαία Αθήνα, του Ναπολέοντα στη Γαλλία και του Ουάσιγκτον στην Αμερική: «Αλλά δεν συλλογίζονται οι αισχροί αυτοί κόλακες, ποίος ήτον ο Θεμιστοκλής; Ποίος ο Ναπολέων; Ποίος ο Ουασιγκτών; Και ποίος ο Κολοκοτρώνης; Από την παιδείαν, από τας επιστημονικάς γνώσεις, από τα φώτα, τα οποία είχε, ή από τον νουν του, από τα πλούτη του, από την καταγωγήν του ή από τα πλεονεκτήματά του; Γίνεται ποτέ άνθρωπος αναλφάβητος, κουφός, μάταιος, ετεροκίνητος, θρασύδειλος, χωρίς κανέν πλεονέκτημα, ανατεθραμμένος εις τον άγριον ληστρικόν βίον, να οινοποτή μάλιστα κάθε στιγμήν, μοναδικός άνδρας των αιώνων;».

Παρόμοια είναι η στάση του Κ. ∆εληγιάννη και για τους «φερέοικους», τους ετερόχθονες δηλαδή, που ήλθαν στην επαναστατημένη επικράτεια με συγκεκριμένο πολιτικό σχέδιο που αμφισβητούσε τα πρωτεία των ντόπιων προυχόντων. Ο πρώτος από αυτούς ήταν ο ∆ημήτριος Υψηλάντης, ο οποίος, με το κύρος του πληρεξουσίου του αδελφού του Αλέξανδρου, αρχηγού της Φιλικής Εταιρείας, προσπάθησε να καταργήσει τη Γερουσία των Καλτετζών και να συγκεντρώσει στην πολιτική και στρατιωτική εξουσία. Τρία αδέλφια της οικογένειας ∆εληγιάννη —ο Αναγνώστης, ο Κανέλλος και ο Πανάγος— συμμετείχαν στην αντιπροσωπεία πολιτικών και στρατιωτικών που υποδέχθηκαν τον ∆. Υψηλάντη στα παράλια του Άστρους τον Ιούνιο του 1821. Ο Κανέλλος διηγείται με επικριτικό τόνο την πρώτη τους επαφή: «Μας εδέχθη οσποδαρικώς, ως ηγεμών φαναριώτης, κινών μόνον την κεφαλήν, χωρίς να ανασηκωθή όρθιος ή να κινηθή». Έπειτα, καταφέρεται με ειρωνεία κατά των σχεδίων του Υψηλάντη, που «απήτει να τον γνωρίσωμεν δικτάτορα και ανώτατο άρχοντα του έθνους […] χωρίς να χρεωστεί να δώση λόγον εις κανέναν να κυβερνά απολύτως». 

Κανέλλος Δεληγιάννης – Ο απολογητής της προυχοντικής τάξης του Μοριά-9
Δημήτριος Υψηλάντης. Τοιχογραφία στον δυτικό τοίχο της Αίθουσας των Υπασπιστών στο κτίριο της Βουλής.

Την απαίτηση του νεοφερμένου πρίγκιπα δεν ήταν δυνατόν να αποδεχθούν οι ντόπιες κεφαλές, οι οποίες είχαν σηκώσει τη σημαία του αγώνα στην Πελοπόννησο, χωρίς την αναμενόμενη άφιξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη στην περιοχή, όπως προέβλεπε το αρχικό σχέδιο των Φιλικών, και είχαν ήδη συστήσει τις βασικές δομές της πολιτικο-στρατιωτικής οργάνωσής του. Στη διαμάχη που ακολούθησε στα Βέρβενα, ο Κανέλλος βλέπει τη διενέργεια μιας συνωμοσίας οσποδάρων, τυχοδιωκτών (έτσι αποκαλούσε τους συμβούλους του Υψηλάντη, τον Αναγνωστόπουλο, τον Βάμβα, τον Τυπάλδο κ.ά.), ντόπιων κλεφτοκαπεταναίων και όχλου, με στόχο τη φυσική εξόντωση των προκρίτων. ∆εν αναγνωρίζει τον διαμεσολαβητικό ρόλο του Κολοκοτρώνη, τον οποίο ο τελευταίος προβάλλει στη δική του αφήγηση, όταν το πλήθος απειλούσε να λιντσάρει τους προεστούς που βρίσκονταν στο κονάκι του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Σύμφωνα με αρκετές πηγές, ο Κολοκοτρώνης κατάφερε να κατευνάσει το πλήθος χρησιμοποιώντας πολιτικά επιχειρήματα· ότι, αν εξοντωθούν οι «δυνατοί», οι βασιλείς της Ευρώπης θα θεωρήσουν την επανάσταση «καρμπονάρικη» και θα βοηθήσουν τους Τούρκους. 

Ο Κανέλλος, όμως, παρουσιάζει τα γεγονότα με εντελώς διαφορετικό τρόπο: «Έτρεξεν (ο Κολοκοτρώνης) προς την θύραν να εξέλθη δήθεν να τους ησυχάση. Αλλ’ αμέσως τον ήρπασα εγώ από τον γιακά και τον λέγω. Στάσου! Καθ’ ότι δεν εβγαίνεις ζωντανός από εδώ! Και να μη νομίσης ότι δεν γνωρίζομεν την συνωμοσίαν […] και εν ακαιρεί του εκάρφωσαν οι καπεταναίοι μας δέκα πιστόλαις εις το στήθος». Ουσιαστικά, προσπαθεί να ακυρώσει τον ρόλο του Κολοκοτρώνη ως «πυροσβέστη» της εμφύλιας έριδας, παρουσιάζοντάς τον ως συμμέτοχο της «συνωμοσίας» εναντίον των προυχόντων, τον οποίο κατάφεραν οι ίδιοι να σταματήσουν με την εκτελεστική δύναμη της Γερουσίας.

Ανάλογη είναι η κρίση του Κ. ∆εληγιάννη και για τον έτερο «ξενόφερτο» που διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στο πεδίο της πολιτικής και της διπλωματίας της Ελληνικής Επανάστασης, τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Ο Κανέλλος αποδίδει σε αυτόν φαναριώτικη πανουργία, τυχοδιωκτισμό και ιδιοτέλεια στις ενέργειές του, παρά το γεγονός ότι σε αρκετά επεισόδια των εσωτερικών διενέξεων βρέθηκαν στο ίδιο στρατόπεδο, όπως σε αυτό της σύγκρουσης των προκρίτων με τον ∆. Υψηλάντη. Θεωρεί παράλογη την απαίτησή του για την κατάληψη του Πέτα, το καλοκαίρι του 1822. Ο στόχος του Μαυροκορδάτου, σύμφωνα με τον Κ. ∆εληγιάννη, που συμμετείχε στην εκστρατεία, ήταν «να καταστραφώμεν όλοι εκεί, να κάμη αυτός νέα δημιουργήματα εδικά του, ή να αποτύχωμεν απόντος αυτού, να αποδοθή εις ημάς ανικανότητα και ανανδρεία, διά να έχη δικαιολογημένας αιτίας να μας ευτελίση καθώς έκαμε τον Βαρνακιώτην, τον Καραϊσκάκην και τόσους άλλους, διά τους μέλλοντας σκοπούς της οσποδαρίας του».

Στους εμφύλιους πολέμους της Επανάστασης

Από την αντιπαράθεση προκρίτων – στρατιωτικών στη συμμαχία με τον Κολοκοτρώνη.

Μπορεί οι εμφύλιοι πόλεμοι στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης να χρονολογούνται συμβατικά από τα τέλη του 1823 μέχρι τον Ιανουάριο του 1825, ωστόσο η διαδικασία διαμόρφωσης των συγκρούσεων και των αντικρουόμενων συμφερόντων, που βασίζονταν σε πολιτικά, τοπικά ή ταξικά συμφέροντα, είχε ξεκινήσει από πολύ νωρίς. Στη διάρκεια της Α΄ Εθνοσυνέλευσης στην Επίδαυρο, το πρώτο εμφυλιακό επεισόδιο ρυθμίζεται με την πολιτική επικράτηση των προκρίτων και των φαναριωτών έναντι του ∆. Υψηλάντη και, συνακόλουθα, την αποδιάρθρωση και τον αφανισμό της Φιλικής Εταιρείας ως πολιτικού παράγοντα του ελληνικού αγώνα. Ωστόσο, ο ρόλος των προκρίτων ως φυσικών ηγεσιών του εθνικού κινήματος είχε αρχίσει ήδη να υπονομεύεται από την ανάδειξη και την υπεροχή των ενόπλων στα πεδία των μαχών. Ενδεικτικό είναι το ότι στις εκλογές πληρεξουσίων που έγιναν για τη Συνέλευση του ∆εκεμβρίου του 1821 στο Άργος, η οποία στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Επίδαυρο, κάποιοι σημαντικοί προεστοί απέτυχαν να εκλεγούν στις επαρχίες τους. Από την επαρχία Καρύταινας, όπου εκδηλωνόταν η διαμάχη Κολοκοτρώνη-∆εληγιάννηδων, παραστάτης εξελέγη ο Φιλικός Ιωάννης Βαρβάτης αντί του Αναγνώστη ∆εληγιάννη. Παρ’ όλα αυτά, η συγκρότηση των περιφερειακών πολιτευμάτων, πριν από την εθνική κυβέρνηση, άλλαξε τους συσχετισμούς. Οι εκλεγμένοι πληρεξούσιοι της Πελοποννήσου συγκρότησαν τη δεύτερη Πελοποννησιακή Γερουσία, η οποία τελικά εξέλεξε τα πελοποννησιακά μέλη της πρώτης επαναστατικής εθνικής κυβέρνησης. Ο Αναγνώστης ∆εληγιάννης, έτσι, διορίστηκε τον Ιανουάριο του 1822 μέλος του εκτελεστικού της κυβέρνησης του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου.

Κανέλλος Δεληγιάννης – Ο απολογητής της προυχοντικής τάξης του Μοριά-10
Η Εθνική Συνέλευση στην Επίδαυρο. Απεικονίζεται η στιγμή της ορκωμοσίας των πληρεξουσίων μπροστά στο «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος». Τοιχογραφία στον ανατολικό τοίχο της Αίθουσας των Τροπαίων του κτιρίου της Βουλής.

Βασικό σημείο της αντιπαράθεσης προκρίτων – στρατιωτικών αποτελούσε η στρατολόγηση στις επαρχίες. Οι ∆εληγιανναίοι, αν και είχαν παραχωρήσει τη στρατιωτική αρχηγία της Καρύταινας στον Κολοκοτρώνη, ήθελαν να έχουν μερίδιο στη διαδικασία της στρατολόγησης. Ο Κολοκοτρώνης, με τον βαθμό του στρατηγού της Πελοποννήσου και όντας επικεφαλής της πολιορκίας των Πατρών, στρατολογούσε το μεγαλύτερο μέρος της επαρχίας. Παρά ταύτα, ο Κανέλλος ∆εληγιάννης, έχοντας την εύνοια της εθνικής διοίκησης, διορίστηκε επίσης στρατηγός τον Μάιο του 1822. Ακόμα, με αφορμή την εκστρατεία των προκρίτων στην ανατολική και δυτική Ελλάδα τον Ιούνιο του 1822, επιβλήθηκε από την κυβέρνηση και τη Γερουσία της Πελοποννήσου αναλογική στρατολόγηση στην επαρχία Καρύταινας. Ο Κολοκοτρώνης, δυσαρεστημένος από τα μέτρα, τα οποία θεωρούσε ότι αποσκοπούσαν στην αποδυνάμωσή του, διέλυσε την πολιορκία των Πατρών. Στη συνέχεια, μετά την εισβολή του ∆ράμαλη τον Ιούλιο, την αποδιάρθρωση της εθνικής διοίκησης και την επιτυχή άμυνα των Πελοποννησίων με επικεφαλής τον Κολοκοτρώνη, ο τελευταίος κατάφερε να ελέγξει την Πελοποννησιακή Γερουσία, η οποία, έχοντας αναλάβει de facto την ευθύνη για τη διευθέτηση των σημαντικότερων πολιτικών, στρατιωτικών και οικονομικών λειτουργιών, τον διόρισε αρχιστράτηγο της Πελοποννήσου. Μάλιστα, στη διάρκεια της σύγκρουσης με τον ∆ράμαλη, ο Νικόλαος ∆εληγιάννης, σε επιστολή του στον αδελφό του Κανέλλο (ο Κανέλλος υποστηρίζει ότι η επιστολή ήταν πλαστή και προϊόν συνωμοσίας), φέρεται να εξέφρασε την ανησυχία του για την έκβαση των πολιτικών πραγμάτων και την κυριαρχία του γέρου του Μοριά, σε περίπτωση που οι Έλληνες καταφέρουν να νικήσουν: «Ηττήθημεν. Ας έχει δόξα ο Θέος. Άλλως αν ενικώμεν ο ∆ήμος εγίνετο βασιλεύς».

Από τον Μάιο του 1822, ο Κ. ∆εληγιάννης έχει μεταβεί με 150 άνδρες και συμμετέχει στις επιχειρήσεις στη ∆υτική Ελλάδα. Αποσύρεται μετά τη μάχη του Πέτα, παίρνει μέρος στην πολιορκία του Ναυπλίου και επιστρέφει στη ∆υτική Ελλάδα, μετά από έκκληση του Μαυροκορδάτου, για να ενισχύσει την άμυνα του πολιορκούμενου Μεσολογγίου τον ∆εκέμβριο του 1822. Στα πολιτικά γεγονότα της περιόδου συντάσσεται με τους κυβερνητικούς, από κοινού με τους ισχυρότερους προκρίτους της Πελοποννήσου (Ζαΐμη, Λόντο, Νοταρά κ.ά.) απέναντι στην Πελοποννησιακή Γερουσία, για την οποία έγραφε ότι κατάντησε «υποχείριος των κολάκων της κολοκοτρωναϊκής συμμορίας», συναινώντας στην κατάργησή της, που πραγματοποιήθηκε στη Β΄ Εθνοσυνέλευση του Άστρους τον Μάρτιο-Απρίλιο του 1823. 

Κανέλλος Δεληγιάννης – Ο απολογητής της προυχοντικής τάξης του Μοριά-11
Η εκστρατεία του Δράμαλη στην πεδιάδα του Άργους, το 1822. Επιζωγραφισμένη λιθογραφία των Αλέξ. Ησαΐα – Napoleon G. Valer (1839, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Εντούτοις, μετά τον παραγκωνισμό των ∆εληγιάννηδων από τη νέα κυβέρνηση που προέκυψε στο Άστρος, ο Κανέλλος συνήψε συμμαχία με τον μέχρι πρότινος βασικό ανταγωνιστή του, τον Κολοκοτρώνη. Η συμμαχία αυτή, που επισφραγίστηκε μέσω συνοικεσίου, με τον αρραβώνα του εννιάχρονου γιου του Κολοκοτρώνη Κολίνου με τη συνομήλικη κόρη του Κ. ∆εληγιάννη, θα διατηρηθεί μέχρι και το τέλος των εμφύλιων πολέμων (1823-1825). Με την ανάληψη της αντιπροεδρίας του εκτελεστικού από τον Κολοκοτρώνη και την παραίτηση του Ιωάννη Ορλάνδου από την προεδρία του βουλευτικού, ο πολιτικός άνδρας της οικογένειας ∆εληγιάννη Αναγνώστης φιλοδοξούσε να γίνει πρόεδρος του βουλευτικού με τη στήριξη του Κολοκοτρώνη.

Ωστόσο, η Bουλή, στις 7 Ιουλίου 1823, εξέλεξε πρόεδρό της τον μέχρι εκείνη τη στιγμή αρχιγραμματέα του εκτελεστικού Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, εκλογή που αμφισβητήθηκε από τους ∆εληγιάννηδες, καθώς η Βουλή δεν είχε την απαιτούμενη από τον καταστατικό νόμο απαρτία των 2/3 του συνόλου των βουλευτών.

Στη σύγκρουση των δύο κυβερνητικών σωμάτων (βουλευτικού-εκτελεστικού) που ακολούθησε, ο Κανέλλος και η οικογένεια θα βρεθούν μαζί με τον Κολοκοτρώνη, τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη (πρόεδρο του εκτελεστικού), τον Σωτήρη Χαραλάμπη και τον Ανδρέα Μεταξά απέναντι στο βουλευτικό και στη συμμαχία Υδραίων, Μαυροκορδάτου και προκρίτων της Αχαΐας (Λόντου-Ζαΐμη). Το βουλευτικό καθαίρεσε τα μέλη του εκτελεστικού και με διάφορες νομικές προφάσεις το κήρυξε παράνομο. Από τον Ιανουάριο του 1824, εξέλεξε νέο εκτελεστικό στο Κρανίδι, με πρόεδρο τον Υδραίο Γεώργιο Κουντουριώτη, ενώ παράλληλα το παλαιό εκτελεστικό, μην αναγνωρίζοντας τις ενέργειες της βουλής, συνέχιζε να λειτουργεί στην Τριπολιτσά. Η ύπαρξη, ουσιαστικά, δύο κυβερνήσεων, που θεωρούσαν η μία την άλλη παράνομη, σηματοδότησε την έναρξη του πρώτου εμφυλίου.

Κανέλλος Δεληγιάννης – Ο απολογητής της προυχοντικής τάξης του Μοριά-12
Ο Γεώργιος Κουντουριώτης σε λιθογραφία του Karl Krazeisen (1831, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Ο Κ. ∆εληγιάννης, συμμετέχοντας με το σώμα του σε κάποιες λιγοστές εμφύλιες συγκρούσεις έξω από την Τριπολιτσά, τον Μάιο του 1824, μαζί με τον Κολοκοτρώνη, κατά την επίθεση των κυβερνητικών, κηρύσσεται «αντάρτης» και «αποστάτης» και η κυβέρνηση Κουντουριώτη απαιτεί από τους Πελοποννήσιους στρατηγούς της, Ζαΐμη και Λόντο, να εισβάλουν στην επαρχία Καρύταινας και να τον συλλάβουν. 

Ο Ανδρέας Ζαΐμης, ο οποίος ήταν παντρεμένος με την αδελφή του Κανέλλου, Ελένη ∆εληγιάννη, δεν υπάκουσε στην εντολή, γράφοντας στον Κουντουριώτη ότι η επαρχία του (Καλαβρύτων) με την Καρύταινα είναι «αδερφαί αδιαίρεται» και ότι η τελευταία ανήκει στους ∆εληγιάννηδες αποκλειστικώς. ∆ιαπραγματεύτηκε, εντούτοις, με τον Κολοκοτρώνη την παράδοση του Ναυπλίου, υπονομεύοντας όμως τη διχαστική λογική της κυβέρνησης του Κρανιδίου. Η στάση αυτή των προκρίτων της Αχαΐας, που δεν ήθελαν να διαταράξουν τις παραδοσιακές ισορροπίες που υπαγόρευαν την κυριαρχία συγκεκριμένων οικογενειών στις επαρχίες της Πελοποννήσου, αποτέλεσε την πρωταρχική αιτία της σταδιακής απομάκρυνσής τους από το στρατόπεδο των νησιωτών –των νικητών δηλαδή του πρώτου εμφυλίου– και της ένωσής τους με τους περισσότερους εκ των Πελοποννησίων προκρίτων κατά τον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο που ξεκίνησε το φθινόπωρο του 1824.

Κανέλλος Δεληγιάννης – Ο απολογητής της προυχοντικής τάξης του Μοριά-13
Ο Ανδρέας Ζαΐμης σε λιθογραφία του Karl Krazeisen (1831, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Στον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο, ο Ιωάννης Κωλέττης κίνησε τα ρουμελιώτικα στρατεύματα εναντίον της Πελοποννήσου, δεδομένου ότι οι περισσότεροι πρόκριτοι και η φατρία του Κολοκοτρώνη δεν αναγνώριζαν την κυβέρνηση Κουντουριώτη και ζητούσαν σύγκληση εθνικής συνέλευσης. Στη σημαντική μάχη που δόθηκε στον Αχλαδόκαμπο, στις 25 Νοεμβρίου του 1824, τα σώματα του Κανέλλου, όπως και αυτά του Λόντου και του Νοταρά, συρρικνώθηκαν από λιποταξία συντονισμένη από την κυβέρνηση, η οποία, με τα χρήματα του αγγλικού δανείου, είχε την οικονομική δυνατότητα να προσελκύει οπλαρχηγούς χορηγώντας στρατιωτικούς βαθμούς. Η πατρίδα των ∆εληγιάννηδων (Καρύταινα) ήταν από αυτές που λεηλατήθηκαν με σφοδρότητα. Ο Κανέλλος επιρρίπτει τις ευθύνες για την αιματοχυσία στο μίσος του Κωλέττη κατά των προκρίτων, στη «δοξομανία» του Κουντουριώτη, αλλά και στον «μακιαβελισμό» του Μαυροκορδάτου, παρότι ο τελευταίος είχε στην πραγματικότητα συμβιβαστική διάθεση κατά τη δεύτερη φάση των συγκρούσεων. Ο πρόκριτος της Γορτυνίας, αφού παραδόθηκε στα κυβερνητικά στρατεύματα τον ∆εκέμβριο του 1824, συνελήφθη και κρατήθηκε από τον Παναγιώτη Γιατράκο στον Μιστρά, από όπου οδηγήθηκε στη μονή του Προφήτη Ηλία της Ύδρας, όπου κρατήθηκαν οι ηττημένοι του εμφυλίου πολέμου, μέχρι την αμνηστία που δόθηκε τον Μάιο του 1825, ενώ είχαν εισβάλει στην Πελοπόννησο τα αιγυπτιακά στρατεύματα του Ιμπραήμ.

Απέναντι στον Καποδίστρια

Από την οργή για το «Πανελλήνιον» και τη σχέση του κυβερνήτη με τον Κολοκοτρώνη, στη σύλληψη ως «ταραξία».

Με βάση τα κριτήρια και τη νοοτροπία του Κ. ∆εληγιάννη, ο Καποδίστριας είχε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά τα οποία θα τον έκαναν σφοδρό αντίπαλό του. Ο Κερκυραίος αποτελούσε μια παραλλαγή των «ξενόφερτων» και «φερέοικων», ισχυρότερη όμως και με μεγαλύτερο κύρος, με πρόθεση συγκρότησης συγκεντρωτικού κράτους και διάθεση επιβολής της βούλησής του απέναντι στις ντόπιες ηγεσίες που ξεκίνησαν την επανάσταση. Παράλληλα, η υποστήριξη που του παρείχε ο Κολοκοτρώνης και η παράταξή του από την Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (1827), όταν αποφασίστηκε η πρόσκλησή του, ήταν ένας ακόμα παράγοντας που προοικονομούσε τη μέλλουσα στάση του Κανέλλου απέναντί του. Ήδη από τις διαβουλεύσεις της Εθνοσυνέλευσης, ο Κ. ∆εληγιάννης προσπαθούσε να πείσει τον Λάζαρο Κουντουριώτη να αναλάβει εκείνος την εκτελεστική εξουσία, προκειμένου να αποφευχθεί η λύση Καποδίστρια. Στην αφήγησή του ο προεστός της Γορτυνίας είναι από την αρχή ξεκάθαρος: αναφέρεται στον «φυλοτύραννον» και «θεοστυγή» Κερκυραίο που «εξεφράσθη εις τας διαφόρους Συνελεύσεις επισήμως ότι το ελληνικόν έθνος πρέπει να αποσβεσθή από την οικογένειαν των εθνών του κόσμου, καθ’ ότι υπήρξεν πάντοτε φιλοτάραχον, άναρχον, κακότροπον, ανάξιον ελευθερίας και πρέπει ή να καταστραφή ή να υποχρεωθή διά της λόγχης να επανέλθη εις την υποταγήν του νομίμου κυριάρχου του, του Σουλτάνου».

Κανέλλος Δεληγιάννης – Ο απολογητής της προυχοντικής τάξης του Μοριά-14
Ο Ιωάννης Καποδίστριας. Έργο του Κ. Ηλιάδη (Συλλογή Πανεπιστημίου Αθηνών).

Το παραπάνω απόσπασμα από τα Απομνημονεύματα του Κ. ∆εληγιάννη προφανώς διαστρεβλώνει τις απόψεις, τη στάση και τις ενέργειες του Καποδίστρια σχετικά με το ελληνικό ζήτημα. Εντούτοις καταδεικνύει τη συγκρουσιακή διάθεση και το χάσμα που χώριζε τους ντόπιους ηγέτες, όπως ο Κανέλλος, που ρίσκαραν να κινήσουν τον μοχλό του ένοπλου αγώνα, από statesmen της εποχής, όπως ο Καποδίστριας, που εκ της θέσεώς του (υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας) και παρά τα αναμφισβήτητα πατριωτικά του φρονήματα, παρέμενε πιστός στις αρχές της διεθνούς νομιμότητας και πίστευε σε μία πιο αργή και συντηρητική ανάδειξη του ελληνικού ζητήματος. Ο Κ. ∆εληγιάννης στη συνέχεια προχωρά σε πιο διεισδυτικές γεωπολιτικές παρατηρήσεις τις οποίες αποδίδει στους Υδραίους: «∆εν στοχάζονται ότι η Ελλάς είναι μάλλον θαλάσσιος και είναι διά τούτο ανάγκη να περιποιήται τους Άγγλους, ως θαλασσοκράτορας; […] ∆εν στοχάζονται ότι ως προς την πολιτικήν της Ευρώπης δεν συμφέρει να θέσωμεν επί κεφαλής του έθνους άνθρωπον της Ρωσσίας;». Παρ’ όλα αυτά, με την έλευση του κυβερνήτη στο Ναύπλιο την 6η Ιανουαρίου 1828, ο Κανέλλος, από κοινού με τον Ι. Παπατσώνη, ήταν από τους πρώτους που έσπευσαν να τον καλωσορίσουν και να τον συγχαρούν δηλώνοντας υποταγή στις διαταγές του. Πολύ γρήγορα όμως ο Καποδίστριας πλαισιώθηκε από ανθρώπους της κολοκοτρωνικής παράταξης, με επιφανέστερο τον Νικόλαο Σπηλιάδη, που ανέλαβε χρέη Γραμματέα της Επικρατείας στις αρχές του 1829, πράγμα που σχολιάζει με επικριτική διάθεση ο Κανέλλος κάνοντας λόγο για «κακεντρεχείς και ασήμαντους ανθρώπους». Παράλληλα, ο Κ. ∆εληγιάννης εκφράζει την οργή του για τη συγκρότηση του «Πανελληνίου» (γνωμοδοτικού σώματος που συνέστησε ο Καποδίστριας) από ανθρώπους «τυχοδιώκτας και απάτριδας, μη μεθέξαντας εις τον αγώνα». Στο στόχαστρο του Κανέλλου βρέθηκαν ακόμα και οι αδερφοί του κυβερνήτη, Βιάρος και Αυγουστίνος, που ανήλθαν σε σημαντικά αξιώματα: «παλαιοί αριστοκράται της Βενετίας, φαρισσαίοι και αυτόχρημα Ιησουίται».

Κανέλλος Δεληγιάννης – Ο απολογητής της προυχοντικής τάξης του Μοριά-15
Η ίδρυση από τον Καποδίστρια του «Πανελληνίου». Τοιχογραφία στον δυτικό τοίχο της Αίθουσας των Τροπαίων στο κτίριο της Βουλής.

Μετά την έλευση των γαλλικών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο, την αποχώρηση του Ιμπραήμ και την ∆΄ Εθνοσυνέλευση του Άργους (1829), στην οποία συστάθηκε η Γερουσία που αντικατέστησε το «Πανελλήνιον», τα βασικά μέτωπα έχουν ήδη διαμορφωθεί και ο Κ. ∆εληγιάννης βρίσκεται στην πλευρά των αντικυβερνητικών. Η διακυβέρνηση Καποδίστρια στα μάτια του είναι συνδεδεμένη με την επικράτηση της κολοκοτρωνικής μερίδας, «ήτις εύρισκεν πλέον αποκλειστικά συμφέροντα εις την δυναστείαν του Κυβερνήτου». Ο Κανέλλος αναφέρει ότι οι πρόκριτοι αποσύρθηκαν στις επαρχίες τους και δεν αναμείχθηκαν με τα πολιτικά πράγματα για να μην ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος. Ωστόσο, επισημαίνει ότι το σπίτι του και ο ίδιος παρακολουθούνταν συνεχώς από τις αστυνομικές αρχές. Όταν τέθηκε το ζήτημα του Λεοπόλδου Α΄ για την ανάληψη του ελληνικού θρόνου, ο Κ. ∆εληγιάννης και άλλα σημαντικά πρόσωπα του Μοριά, θεωρώντας πως ο κυβερνήτης προσπαθεί να αποτρέψει την έλευση του βασιλιά, δραστηριοποιήθηκαν και συνέταξαν αναφορά προς τον Λεοπόλδο, η οποία κατέληγε «ότι μοναδική επιθυμία των είναι να δεχθούν τον Βασιλέα εις τας αγκάλας των». Η αναφορά δεν έφθασε εγκαίρως με την παρέμβαση των αστυνομικών του κυβερνήτη και έτσι η Ελλάδα, σύμφωνα με τον Κανέλλο, «υστερήθη του μεγαλυτέρου και ενδοξοτέρου των βασιλέων και έγινε θύμα του δόλου, της απάτης και της κακεντρεχείας ενός τυραννίσκου Κερκυραίου».

Μέσα στο 1830, ο Κανέλλος συνελήφθη και ανακρίθηκε ως «φατριαστής» και «ταραξίας». Καταδικάστηκε σε δίχρονη εξορία στη Σίφνο, μια ποινή που μετά από εφέσεις μετετράπη σε ετήσιο κατ’ οίκον περιορισμό στην Τριπολιτσά. Η αποστροφή του Κ. ∆εληγιάννη προς τον Καποδίστρια, κατά τη συγγραφή των Απομνημονευμάτων, ήταν τέτοια που όχι μόνο επαινεί τις «επαναστατικές» ενέργειες των Υδραίων και αναφέρει τη δολοφονία του κυβερνήτη από τον Κωνσταντίνο και Γεωργάκη Μαυρομιχάλη ως «τυραννοκτονία», αλλά ακόμα συμπληρώνει ότι «εις την κατάστασιν εις την οποίαν με είχε καταντήσει τότε αυτός ο τυραννίσκος, ήθελεν ευρεθώ εις την θλιβεράν θέσιν να αποφασίσω να γίνω και εγώ ο τρίτος τυραννοκτόνος».

Κανέλλος Δεληγιάννης – Ο απολογητής της προυχοντικής τάξης του Μοριά-16
Αγωνιστής με καριοφίλι. Υδατογραφία αγνώστου (Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, Αθήνα/φωτογράφιση: Σταύρος Ψυρούκης).
comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT