Οταν ο Αλή Πασάς έκανε μπίζνες με τους Υδραίους

Οταν ο Αλή Πασάς έκανε μπίζνες με τους Υδραίους

Οι καραβοκύρηδες του νησιού συνεργάζονταν με μουσουλμάνους εμπόρους και Οθωμανούς αξιωματούχους στις αρχές του 19ου αιώνα

οταν-ο-αλή-πασάς-έκανε-μπίζνες-με-τους-υ-563270005

Το νησί της Υδρας αποτέλεσε τον κατεξοχήν ναυτότοπο του Αιγαίου στη διάρκεια του β΄ μισού του 18ου αιώνα και μέχρι την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης, αναπτύσσοντας τον σημαντικότερο σε μέγεθος στόλο ανάμεσα σε άλλα νησιά και παράκτιες κοινότητες του Αρχιπελάγους (Σπέτσες, Ψαρά, Κάσος, Σαντορίνη, Αίνος, Τρίκερι κ.ά.).

Στην ιστοριογραφία έχει υποστηριχθεί ότι η επιχειρηματική δραστηριοποίηση των Υδραίων στη ναυτιλία και στο θαλάσσιο εμπόριο στηρίχθηκε στη συνεργασία των πλοιοκτητών και καπετάνιων του νησιού αφενός με τους ελληνικούς εμπορικούς οίκους της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης, αφετέρου με τους εμπορικούς οίκους της νότιας Ρωσίας, της Μάλτας, του Λιβόρνο, της Γένοβας και των λιμανιών της Ιβηρικής. Σε κάθε περίπτωση, δηλαδή, τονίζεται το στοιχείο της συνεργασίας με τους «ομοδόξους» εμπόρους, ορθοδόξους ή καθολικούς, των μεσογειακών λιμανιών.

Δεν είναι επομένως συμπτωματικό ότι μία τέτοια θεώρηση είτε αγνοεί ολοκληρωτικά τους μουσουλμάνους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είτε υποστηρίζει ότι δεν είχαν ιδιαίτερη σχέση με τη ναυτιλία και τις μεσογειακές μεταφορές εξαιτίας μιας υποτιθέμενης αδιαφορίας τους για το εμπόριο. Σήμερα, βέβαια, γνωρίζουμε ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει –τουλάχιστον εν μέρει– και ότι τέτοια σχήματα λειτουργούν, μάλλον, απλουστευτικά.

Οταν ο Αλή Πασάς έκανε μπίζνες με τους Υδραίους-1
Ναυλοσύμφωνο της 8ης Δεκεμβρίου 1836. Ο Υδραίος καπετάνιος Λάζαρος Τζώρτζος ναυλώνει τη βρικογολέτα του «Παναγία» σε δύο εμπόρους από την Τρίπολη της Λιβύης για ένα ταξίδι μεταφοράς σιτηρών και άλλων εμπορευμάτων.

Η έρευνα

Η αρχειακή έρευνα αναδεικνύει ότι οι Υδραίοι καπετάνιοι και πλοιοκτήτες συνεργάζονταν με μουσουλμάνους εμπόρους και Οθωμανούς αξιωματούχους, σαφώς βέβαια σε δεύτερο πλάνο σε σχέση με τους χριστιανούς εμπόρους του νότιου ελλαδικού χώρου και των οθωμανικών και μεσογειακών λιμανιών.

Δεν πρέπει να υποτιμάται επίσης η στήριξη που έλαβε η ναυτιλία του νησιού στα πρώτα στάδια ανάπτυξής της από το οθωμανικό κράτος. Η στήριξη αυτή εκφράστηκε κυρίως στην εμπλοκή των Υδραίων καπετάνιων στη μεταφορά του ιστιρά, των φορτίων δηλαδή των σιτηρών που δεσμεύονταν για την τροφοδοσία της Κωνσταντινούπολης και μεταφέρονταν στην οθωμανική πρωτεύουσα από ναυλωμένα γι’ αυτόν τον σκοπό πλοία εκ μέρους των κρατικών αρχών.

Στο σημερινό άρθρο εστιάζουμε, ωστόσο, σε παραδείγματα πρόσκαιρων συμφωνιών και ευκαιριακών ναυλώσεων μεταξύ μουσουλμάνων εμπόρων και αξιωματούχων με Υδραίους καπετάνιους, με σκοπό την αποκόμιση κέρδους από τη συμμετοχή στο θαλάσσιο μεσογειακό εμπόριο.

Οι συμπράξεις αυτές αναπτύσσονταν κατά κύριο λόγο στο εμπόριο των σιτηρών, στη μεταφορά των οποίων ειδικεύθηκε σταδιακά ο στόλος της Yδρας. Στην εξαγωγή φορτίων σιτηρών –νόμιμη ή «παράνομη» (λαθρεμπόριο)– από τους ερημικούς όρμους, τις μικρές «σκάλες» αλλά και τα μεγαλύτερα λιμάνια των ελληνικών ακτών εμπλέκονταν δραστήρια τοπικοί πασάδες και μπέηδες των σιτοπαραγωγών περιοχών της Θεσσαλίας ή της Μακεδονίας, αξιωματούχοι που στελέχωναν τον κατώτερο επαρχιακό διοικητικό μηχανισμό του κράτους.

Τρίκερι – Υδρα – Μεσίνα

Ενα έγγραφο του 1818 μάς αποκαλύπτει τις λεπτομέρειες ενός πολύ καλά οργανωμένου δικτύου εξαγωγής, μεταφοράς και τελικής πώλησης των σιτηρών στα δυτικομεσογειακά λιμάνια. Από αυτό μαθαίνουμε ότι το 1804 ο Σαΐτ Αγάς από τον Αλμυρό απέστειλε ένα φορτίο σιτηρών στην Yδρα με ένα καΐκι από το Τρίκερι. Στη συνέχεια ένα υδραίικο πλοίο μετέφερε το σιτάρι στη Μεσίνα της νότιας Ιταλίας για να το παραδώσει σε έναν Λάμπρο Βαρβέση, ο οποίος λειτουργούσε ως ο τελικός παραλήπτης όλων των φορτίων σιτηρών που μετέφεραν τα υδραίικα καράβια σε αυτό το λιμάνι εκείνα τα χρόνια.

Ανάμεσα όμως στους Οθωμανούς που χρησιμοποιούσαν τους Υδραίους πλοιοκτήτες και καπετάνιους για την εξαγωγή και πώληση σιτηρών και άλλων εμπορευμάτων για λογαριασμό τους, ξεχώριζαν οι οικογένειες των περιφερειακών ισχυρών αξιωματούχων της αυτοκρατορίας, όπως του Αλή Πασά των Ιωαννίνων και των γενιτσάρων της Κρήτης.

Οι Υδραίοι καπετάνιοι αξιοποιήθηκαν από τον Αλή ιδίως τα χρόνια 1809-1813, που συμπίπτουν με την επέκταση της κυριαρχίας του στη Θεσσαλία και στον νότιο ελλαδικό χώρο. Στο αρχείο Αλή Πασά καταγράφονται φορτώσεις σιτηρών με υδραίικα πλοία, για λογαριασμό του ισχυρού τοπάρχη, από την περιοχή του Βόλου με προορισμό την Πρέβεζα και άλλα ηπειρωτικά λιμάνια. Αλλά και ο γιος του, Βελή Πασάς, ναύλωνε Υδραίους για τη μεταφορά και πώληση εμπορευμάτων. Τον Φεβρουάριο του 1809 ο Βελής ναύλωσε το πλοίο του Μανόλη Τομπάζη για τη μεταφορά ενός φορτίου σιτηρών από τον κόλπο της Λαμίας στην Υδρα, ενώ έναν χρόνο αργότερα, τον Οκτώβριο του 1810, ναύλωσε εκ νέου το βριγαντίνι «Λεωνίδας» του Μ. Τομπάζη για τη μεταφορά και πώληση 300 κανταριών σαπουνιού στο Γιβραλτάρ. Αλλά και το 1817 μαρτυρείται η πώληση ενός φορτίου σιταριού για λογαριασμό του Βελή Πασά, από ένα υδραίικο πλοίο, στη Μαγιόρκα της Ισπανίας.

Στην περίπτωση της Κρήτης η νεότερη ιστορική έρευνα έχει τεκμηριώσει τη μεγάλη διείσδυση των γενιτσαρικών οικογενειών στην οικονομική ζωή του νησιού κατά τα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα, δραστηριοποιούμενες ιδιαίτερα στο σύστημα παραγωγής και διακίνησης του ελαιολάδου και του σαπουνιού. Οι ανάγκες εξαγωγής αυτών των προϊόντων, αλλά και της εισαγωγής σιτηρών στο νησί καθόρισαν τη συνεργασία των Κρητικών γενιτσάρων με τους Υδραίους καπετάνιους και εξηγούν την πύκνωση της παρουσίας των τελευταίων στα κρητικά λιμάνια εκείνα τα χρόνια.

Οι συμπράξεις αναπτύσσονταν κατά κύριο λόγο στο εμπόριο των σιτηρών, στη μεταφορά των οποίων ειδικεύθηκε σταδιακά ο στόλος της Yδρας.

Ανάμεσα στους ναυλωτές των υδραίικων πλοίων αναφέρεται ο Μεχμέτ Αγάς Καούρης, μέλος της γενιτσαρικής οικογένειας των Καούρηδων από την περιοχή του Σελίνου, ο οποίος στις 22 Μαΐου 1820 συμφώνησε με τον καπετάνιο Αναστάσιο Δαμαλίτη να μεταφέρει 1.000 κιλά σιτάρι στο λιμάνι των Χανίων. Ρητά με την ιδιότητά του ως γενίτζερης αναφέρεται ο Χαμίτ Αγάς Αφεντάκης, μέλος γενιτσαρικής οικογένειας που δραστηριοποιείτο στη Σητεία και την πόλη του Ηρακλείου, ο οποίος στις 4 Ιουλίου 1820 ναύλωσε το καΐκι του Αλεξανδρή Μπαμπαφούρη για να μεταφέρει δέρματα από την Υδρα στο Ρέθυμνο.

Φαίνεται όμως ότι οι Οθωμανοί αξιωματούχοι και έμποροι του νησιού χρηματοδοτούσαν ταξίδια των Υδραίων καπετάνιων με σκοπό την αποστολή εμπορευμάτων στα λιμάνια της Κυρηναϊκής και της Τριπολίτιδας, στα οποία περιλαμβανόταν η Κρήτη ως αφετηρία ή ενδιάμεσος σταθμός των πλοίων. Ηδη το 1806 αναφέρεται ότι ο καπετάνιος Νικολός του Βασίλη συμφώνησε με τρεις μουσουλμάνους εμπόρους, δύο Κρητικούς και έναν από την Κάρυστο, για ένα ταξίδι μεταφοράς σιτηρών από την Αλεξάνδρεια μέχρι την Τύνιδα, το Λιβόρνο και την Ισπανία. Ενώ τον Απρίλη του 1820 ο Αχμέτ Αγάς Χαματζόγλου –μέλος πιθανόν και αυτός γενιτσαρικής οικογένειας (των Χαμαμτζήζαντε)– ναύλωσε τον Υδραίο Γεώργη του Γιάννη για τη μεταφορά διαφόρων εμπορευμάτων στα λιμάνια της Βεγγάζης και της Ντέρνα.

Οι διαθέσιμες αρχειακές μαρτυρίες αναδεικνύουν επίσης ότι οι Υδραίοι καπετάνιοι και πλοιοκτήτες συνεργάζονταν με ένα πλήθος μουσουλμάνων εμπόρων και «πραγματευτών» σε ένα μεγάλο γεωγραφικό εύρος.

Στον γειτονικό στην Υδρα χώρο της Πελοποννήσου μαρτυρείται η εμπλοκή μουσουλμάνων σε ένα τοπικό μικρεμπόριο, με το οποίο εξασφαλιζόταν η τροφοδοσία των παράκτιων πληθυσμών της χερσονήσου. Τέτοιο είναι το παράδειγμα του Ισούφ Αζαχάκη, ο οποίος στις 20 Δεκεμβρίου 1819 ναύλωσε το καΐκι του Γιάννη Μπαμπαφούρη για τη μεταφορά 320 κιλών σιταριού στη Μονεμβασιά. Ορισμένοι μουσουλμάνοι της Πελοποννήσου φαίνεται ακόμη ότι διατηρούσαν μικρότερα ή μεγαλύτερα μερίδια ιδιοκτησίας σε υδραίικα πλοία, όπως οι Σουλεϊμάν Αγάς Χατζηιμπραήμογλου και Μόλα Ιμπραήμ από το Ναύπλιο, οι οποίοι στις 3 Ιουνίου 1803 συμφώνησαν με τον Υδραίο Αναστάσιο Εμ. Μωραΐτη να κατασκευάσουν «ένα καράβι από πήχες δεκαοκτώ», στο οποίο οι δύο Οθωμανοί θα ήταν ιδιοκτήτες κατά τα 2/4 και ο Μωραΐτης κατά τα άλλα 2/4.

Οταν ο Αλή Πασάς έκανε μπίζνες με τους Υδραίους-2
Η γολέτα «Τερψιχόρη», της υδραίικης οικογενείας Τομπάζη (Γιακουμάκη), επιφανούς οικογενείας πλοιοκτητών και εμπόρων του νησιού στα χρόνια της μεγάλης ανάπτυξης της ναυτιλίας του. Εργο του Γάλλου ζωγράφου Αντουάν Ρου (1819).

Σε Μάλτα και Καταλωνία

Από σποραδικές μαρτυρίες διαφαίνεται επίσης ότι ορισμένοι μουσουλμάνοι συμπράττοντας με χριστιανούς εμπόρους μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν και ταξίδια μεγάλων αποστάσεων των Υδραίων καπετάνιων για τη μεταφορά εμπορευμάτων στα δυτικοευρωπαϊκά λιμάνια.

Το 1812 οι έμποροι Χατζημουχτάρ Εμίν και Αθανάσιος Νικολάου από τη σχετικά μακρινή Παραμυθιά της Ηπείρου ναύλωσαν τη γολέτα «Παναγία» της Υδρας του καπετάνιου Πέτρου Παντελή για να μεταφέρει 700 ζεμπίλια ρύζι από την Υδρα στη Μάλτα. Ενώ, στις 16 Αυγούστου 1815 οι Γιάννης Ρίζος και Μόλα Ζαδίκης –δεν αναφέρεται η καταγωγή τους– ναύλωσαν την πολάκα «Παναγία» της Υδρας του Ιωάννη Νικολοδήμα για να μεταφέρει κουκιά, ρεβίθια και ρύζι αρχικά στη Μεσίνα και ακολούθως να συνέχιζε είτε για το Λιβόρνο είτε για την Καταλωνία.

Το τέλος της Επανάστασης και η διχοτόμηση του Αιγαίου, μετά το 1830, μεταξύ του ελληνικού κράτους και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν αποθάρρυνε τις επιχειρηματικές συνεργασίες και τη δημιουργία εμπορικών δικτυώσεων μεταξύ των Υδραίων καπετάνιων και των μουσουλμάνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ετσι, τον Αύγουστο του 1833 ο καπετάνιος Αναγνώστης Ντεντάκης πούλησε το 1/2 του μαρτίγου του «Ζωοδόχος Πηγή» στον Οσμάν Αγά Καρακουλάκη από την Εύβοια έναντι 3.800 γροσίων. Με το να γίνει συμμέτοχος στην ιδιοκτησία του πλοίου ο Καρακουλάκης συμφώνησε να συμμετέχει και στη χρηματοδότηση εμπορικών ταξιδιών που θα διεξήγε το πλοίο.

Πιθανόν, επίσης, οι Υδραίοι καπετάνιοι να συνέχισαν να έχουν επαφές με μουσουλμάνους εμπόρους για τη δικτύωσή τους στα λιμάνια της Κρήτης και της βόρειας Αφρικής. Σε ένα συμβόλαιο της 8ης Δεκεμβρίου 1836 πληροφορούμαστε ότι ο πλοίαρχος Λάζαρος Τζώρτζος ναύλωσε τη βρικογολέτα του «Παναγία» στους εμπόρους Χατζή Αλή Ραμαντάν και Αμόρα Μουχάμετ από την Τρίπολη της Λιβύης με την υποχρέωση να μεταφέρει ένα φορτίο σιτηρών και άλλων εμπορευμάτων για λογαριασμό τους από την Υδρα στην Τρίπολη.

Συμπερασματικά, το «ταπεινό» μικρεμπόριο και οι καθημερινές διανησιωτικές μεταφορές, η εξασφάλιση της τροφοδοσίας των παράκτιων πληθυσμών και η ανταπόκριση στη ζήτηση για συγκεκριμένα προϊόντα επέβαλαν από πολύ νωρίς την αναγκαιότητα επιχειρηματικών συνεργασιών με συγκεκριμένους ανθρώπους στα διάφορα λιμάνια του Αιγαίου και της Μεσογείου. Η ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων των Ελλήνων πλοιοκτητών και καπετάνιων προϋπέθετε τη συνεργασία και με ομοεθνείς – ομοδόξους εμπόρους και με μουσουλμάνους, και στο εσωτερικό του νέου εθνικού αστικού κράτους και στα μεσογειακά λιμάνια. Ισως γιατί τέτοιες συμφωνίες και δικτυώσεις επέβαλε –όπως επιβάλλει μέχρι σήμερα– ο ίδιος ο χαρακτήρας των θαλασσίων μεταφορών και συναλλαγών.

Ο κ. Μηνάς Αντύπας είναι υποψήφιος διδάκτωρ Πανεπιστημίου Κρήτης, Κέντρο Ναυτιλιακής Ιστορίας, Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών – ΙΤΕ.

• Οι αναφορές σε αρχειακά τεκμήρια, στη διάθεση του γράφοντος, προέρχονται από το δημοσιευμένο Αρχείον Κοινότητος Υδρας, καθώς και από αδημοσίευτους νοταριακούς κώδικες και δικαιοπρακτικά έγγραφα που εναπόκεινται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους/Ιστορικό Αρχείο – Μουσείο Υδρας.

Κεντρική φωτό. Ο Υδραίος καπετάνιος Μανόλης Τομπάζης (1784-1831) πραγματοποίησε ταξίδια μεταφοράς εμπορευμάτων για λογαριασμό του Βελή Πασά μεταξύ 1809 και 1810, ενώ καταγράφονται και αρκετά ταξίδια του σε κρητικά λιμάνια την τελευταία προεπαναστατική δεκαετία.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT