Η Δυτ. Γερμανία στρέφεται προς τα δεξιά

Η Δυτ. Γερμανία στρέφεται προς τα δεξιά

Οι εκλογές του 1983 ήταν η απαρχή της πολιτικής παντοδυναμίας του Χέλμουτ Κολ

6' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Χέλμουτ Κολ, ο Ρόναλντ Ρέιγκαν και η Μάργκαρετ Θάτσερ ενσάρκωναν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 τη λεγόμενη συντηρητική στροφή. Ωστόσο, ο μετριοπαθής Κολ απέρριπτε τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και την πλήρη απορρύθμιση των αγορών, δίνοντας όμως χώρο στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Επιπλέον, δεν αμφισβήτησε ποτέ το κράτος πρόνοιας, το οποίο προσπάθησε να προσαρμόσει στη δύσκολη οικονομική συγκυρία εκείνης της περιόδου.

Η πολυτάραχη πολιτική σταδιοδρομία του Χέλμουτ Κολ έφτασε στο απόγειό της όταν κατάφερε να εκμεταλλευτεί την κρίση που σοβούσε επί μήνες στους κόλπους του κυβερνητικού συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών και Ελευθέρων Δημοκρατών, προκειμένου να πείσει τον μικρότερο κυβερνητικό εταίρο (FDP) να υπερψηφίσει την πρόταση δυσπιστίας εις βάρος του Χέλμουτ Σμιτ. Τελικά η πτώση της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης διασφάλισε ταυτόχρονα την «αλλαγή φρουράς» μεταξύ του Χέλμουτ Σμιτ και του ηγέτη των Χριστιανοδημοκρατών Χέλμουτ Κολ στην καγκελαρία την 1η Οκτωβρίου 1982. Επρόκειτο πραγματικά για απρόσμενη εξέλιξη, καθώς η Χριστιανική Ενωση (CDU/CSU) είχε συμπληρώσει 14 χρόνια στην αντιπολίτευση, ενώ η υποψηφιότητα για την καγκελαρία του Βαυαρού Φραντς-Γιόζεφ Στράους είχε μειώσει περαιτέρω το ποσοστό της στις εκλογές του 1980 (44,5% έναντι 48,6% το 1976, με υποψήφιο καγκελάριο τον Χέλμουτ Κολ).

Η Δυτ. Γερμανία στρέφεται προς τα δεξιά-1
Αριστερά, ο ηγέτης των Ελευθέρων Δημοκρατών Χανς-Ντίντριχ Γκένσερ. Φωτ. ASSOCIATED PRESS
Η Δυτ. Γερμανία στρέφεται προς τα δεξιά-2
Ο πρώην δήμαρχος Μονάχου Χανς-Γιόχεν Φόγκελ. Φωτ. ASSOCIATED PRESS

«Σκηνοθετημένες» πρόωρες κάλπες

Κατά την ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεών του στην ομοσπονδιακή Βουλή (13.10.1982) ο Χέλμουτ Κολ δημοσιοποίησε την απόφαση του νέου κυβερνητικού συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών και Ελευθέρων Δημοκρατών να διαλύσει τη Βουλή και να προκηρύξει πρόωρες εκλογές. Δεδομένου ότι διακηρυγμένος στόχος του Κολ ήταν η νέα ισχυρή λαϊκή εντολή, ώστε ο συνασπισμός της Χριστιανικής Ενωσης και των Ελευθέρων Δημοκρατών να συνεχίσει απερίσπαστος την εφαρμογή του κοινού κυβερνητικού προγράμματος, ο τότε καγκελάριος «σκηνοθέτησε» τον Δεκέμβριο του 1982 την καταψήφιση της κυβέρνησης στην Μπούντεσταγκ, δίνοντας σχετική εντολή στους βουλευτές του κυβερνητικού συνασπισμού. Καθώς το γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε τελικά την προσφυγή των βουλευτών της αντιπολίτευσης, που κατηγορούσαν τον Κολ για παραβίαση του γερμανικού συντάγματος (άρθρο 68), επιτράπηκε τελικά η διεξαγωγή πρόωρων εκλογών στις 6 Μαρτίου 1983. Μάλιστα, η εξέλιξη αυτή δημιούργησε προηγούμενο, το οποίο εκμεταλλεύτηκε το 2005 ο Σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ, για να προσφύγει με τον ίδιο τρόπο σε πρόωρες εκλογές, μετατρέποντας τη διαδικασία παροχής ψήφου εμπιστοσύνης σε έκφραση δυσπιστίας της Βουλής. Ο δε Σρέντερ επικαλέστηκε τον Χέλμουτ Κολ για να απορρίψει τη λύση της παραίτησης από το αξίωμα του καγκελαρίου, ως περίπλοκη και χρονοβόρο διαδικασία.

Υπήρξε ο μακροβιότερος μεταπολεμικός καγκελάριος της Γερμανίας, καθώς από το 1982 έως το 1998 κέρδισε τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις.

Μέτρα ανόρθωσης της οικονομίας

Η απόφαση του δημοφιλούς πρώην καγκελαρίου Χέλμουτ Σμιτ να μη θέσει ξανά υποψηφιότητα για την καγκελαρία στις εθνικές εκλογές της 6ης Μαρτίου 1983, δηλώνοντας ότι αποφάσισε να ακούσει τις συμβουλές των γιατρών του και να μην επιβαρύνει περαιτέρω την υγεία του (του είχε ήδη τοποθετηθεί καρδιακός βηματοδότης), οδήγησε σε ευρεία νίκη του Κολ με 48,8%. Στις πρόωρες αυτές εκλογές το CDU/CSU αύξησε το ποσοστό του κατά 4,3%, ενώ η υποψηφιότητα του πρώην δημάρχου Μονάχου, Χανς-Γιόχεν Φόγκελ, μείωσε την εκλογική επίδοση του SPD στα επίπεδα του 1965 (38,2%).

Αξιοσημείωτο ήταν επίσης το εκλογικό ποσοστό των Πρασίνων, με το οποίο εξασφάλισαν την είσοδό τους για πρώτη φορά στην ομοσπονδιακή Βουλή, με ποσοστό 5,6%. Το νέο αυτό κόμμα προήλθε από τα αντιπυρηνικά – φιλειρηνικά κινήματα της Δυτικής Γερμανίας, τα οποία οργάνωσαν τις μαζικές διαδηλώσεις κατά της εγκατάστασης των αμερικανικών πυραύλων στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και είχε ήδη δυναμική παρουσία στα τοπικά κοινοβούλια. Μάλιστα το 1985 ο μετέπειτα ηγέτης των Πρασίνων, Γιόσκα Φίσερ, έγινε υπουργός Περιβάλλοντος στο κρατίδιο της Εσσης και μέλος της πρώτης κυβέρνησης συνασπισμού Πρασίνων και Σοσιαλδημοκρατών στη γερμανική κοινοβουλευτική ιστορία.

Καθώς οι εκλογές του 1983 διεξήχθησαν εν μέσω υψηλής ανεργίας και ραγδαία αυξανόμενου δημοσίου χρέους, βασική προεκλογική υπόσχεση του Χέλμουτ Κολ ήταν το νοικοκύρεμα της γερμανικής οικονομίας, που είχε ξεκινήσει ήδη από το φθινόπωρο του 1982 με την εφαρμογή μέτρων λιτότητας, όπως το πρόσκαιρο «πάγωμα» μισθών και συντάξεων.

Η οικονομική ατζέντα της κυβέρνησης Κολ περιλάμβανε ένα μείγμα επενδυτικών κινήτρων για τις επιχειρήσεις και φορολογικών ελαφρύνσεων, ιδίως για τις οικογένειες, οι οποίες ωφελήθηκαν επίσης από τα υψηλά επιδόματα μητρότητας και τέκνων. Ο Κολ πέτυχε ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης, ενώ εξυγίανε την οικονομία χωρίς να αυξήσει περαιτέρω το δημόσιο χρέος. Παράλληλα, δρομολόγησε τη μερική ιδιωτικοποίηση των ζημιογόνων γερμανικών ταχυδρομείων και σιδηροδρόμων, ενώ επί των ημερών του ξεκίνησε τη λειτουργία της η ιδιωτική τηλεόραση.

Πιστή σύμμαχος της Δύσης με όραμα την ευρωπαϊκή ενοποίηση

Η νέα «πνευματική και ηθική αφετηρία» (Die Wende) που οραματιζόταν ο νέος καγκελάριος από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 εκκινούσε από την ανάγκη να αποδείξει ότι η Δυτική Γερμανία παρέμενε πιστή σύμμαχος της Δύσης κι ήταν ως εκ τούτου πρόθυμη να υπερασπιστεί τη μεταπολεμική ειρήνη και την αξιοπιστία της ως μέλος της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας.
Γι’ αυτό άλλωστε αποφάσισε να εφαρμόσει κατά προτεραιότητα τη λεγόμενη «διπλή απόφαση» (Dual-Track Decision) του ΝΑΤΟ για τον εκσυγχρονισμό του πυρηνικού οπλοστασίου και την εγκατάσταση επί γερμανικού εδάφους πυραύλων Πέρσινγκ και Κρουζ, παρά την αρνητική στάση της κοινής γνώμης και τις έντονες αντιδράσεις του ειρηνιστικού κινήματος της Γερμανίας.
Λαμβάνοντας υπόψη τη δυσπιστία των γειτονικών κρατών της Γερμανίας, ο Κολ προώθησε κατά προτεραιότητα το όραμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην ενίσχυση του γαλλογερμανικού άξονα. Τη συμφιλίωση Δυτικής Γερμανίας – Γαλλίας και την ανάληψη κοινών πολιτικών πρωτοβουλιών ενθάρρυνε και ο Γάλλος τότε πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν. Στο πλαίσιο αυτό οι δύο ηγέτες επισκέφθηκαν 70 χρόνια μετά την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1984) από κοινού το Βερντέν, όπου απέτισαν φόρο τιμής στα θύματα μιας από τις φονικότερες (γαλλογερμανικές) μάχες της σύγκρουσης αυτής, κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου, σε μια κίνηση υψηλού συμβολισμού για το μέλλον της Ευρώπης.

Παρά τη διαχρονική προσπάθεια του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος να απομονώσει τα κομμουνιστικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης, ο Κολ αποδέχθηκε την Ostpolitik που εγκαινίασαν οι Σοσιαλδημοκράτες τη δεκαετία του 1970 προκειμένου να εξομαλύνει τις σχέσεις της Δυτικής Γερμανίας με τα κομμουνιστικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, στα οποία συμπεριλαμβανόταν και η Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας. Μάλιστα ο Κολ προώθησε την επαναπροσέγγιση των δύο Γερμανιών, υποδεχόμενος το 1987 για πρώτη φορά τον ηγέτη της Ανατολικής Γερμανίας, Εριχ Χόνεκερ, στη Βόννη.

Η Δυτ. Γερμανία στρέφεται προς τα δεξιά-3
Ο Χέλμουτ Κολ ορκίζεται καγκελάριος στη γερμανική Βουλή. 8.3.1983. Φωτ. ASSOCIATED PRESS
Η Δυτ. Γερμανία στρέφεται προς τα δεξιά-4
8.3.1983. Η συντηρητική στροφή των εκλογέων στη Δυτική Γερμανία και τη Γαλλία αποτυπώνεται στην πρώτη σελίδα της «Κ».

Η γερμανική επανένωση

Ο Χέλμουτ Κολ έμεινε στην Ιστορία ως ο «καγκελάριος της γερμανικής επανένωσης», αφού η πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989 και η επιτυχημένη ολοκλήρωση της διαδικασίας επανένωσης των δύο Γερμανιών ήταν το γεγονός που επισφράγισε την πολιτική σταδιοδρομία του. Παρά τις κατηγορίες για πολιτικό επαρχιωτισμό, που συνόδευαν τον Κολ από την αρχή της καριέρας του, όταν έπεσε το Τείχος του Βερολίνου ο Γερμανός καγκελάριος αντιλήφθηκε αμέσως την ανάγκη να παρουσιάσει ένα αξιόπιστο σχέδιο («δέκα σημεία») για την υπέρβαση της διαίρεσης της Γερμανίας και της Ευρώπης, διασφαλίζοντας, όχι μόνο την υποστήριξη της Δύσης αλλά και του τότε ηγέτη της Σοβιετικής Ενωσης, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ.

Ο Χέλμουτ Κολ υπήρξε ο μακροβιότερος μεταπολεμικός καγκελάριος της Γερμανίας, καθώς από το 1982 έως το 1998 κέρδισε τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις. Εχοντας ο ίδιος τραυματικές αναμνήσεις από τον όλεθρο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη διαιρεμένη Ευρώπη, άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμά του στη γερμανική πολιτική, προωθώντας ταυτόχρονα το όραμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ώστε να διασφαλιστούν συνθήκες ειρήνης και ασφάλειας στην ήπειρό μας.
 
Ο κ. Νίκος Παπαναστασίου είναι επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ.

Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT