Ιωάννης Βαρβάκης: Από κουρσάρος, μεγάλος εθνικός ευεργέτης

Ιωάννης Βαρβάκης: Από κουρσάρος, μεγάλος εθνικός ευεργέτης

«Ήλθεν ο αληθής Έλλην Βαρβάκης, ήλθεν ο Πατήρ και Σωτήρ μας» (είπαν οι Έλληνες, κατά τον Δ. Υψηλάντη, την περίοδο της επίσκεψής του στην επαναστατημένη Ελλάδα το 1824)

ιωάννης-βαρβάκης-από-κουρσάρος-μεγάλ-563273665

Ο Ιωάννης Λεοντής ή Λεοντίδης, γεννημένος στα Ψαρά το 1745, πολύ πρώιμα έλαβε από τους συντοπίτες του το παρωνύμιο «Βαρβάκης», πιθανότατα από το ομώνυμο είδος γερακιού. Το όνομά του συνδέθηκε –έως ταυτίστηκε σχεδόν– με τον αποκαλούμενο «μαύρο χρυσό της γεύσης», το χαβιάρι.

Η μόρφωσή του δεν ήταν ιδιαίτερα επιμελημένη, λόγω της επικρατούσας φτώχειας. Παρ’ όλα αυτά, υπήρξε ιδιαίτερα φιλομαθής και μεθοδικός στις επαγγελματικές του δραστηριότητες. Ο Βαρβάκης ακολούθησε την ενασχόληση του πατέρα του με το θαλάσσιο εμπόριο, μην έχοντας άλλη επαγγελματική διέξοδο. ∆ιέπρεψε ως ναυτικός και πλοίαρχος, λόγω της γενναιότητας, της τόλμης και της ανθεκτικότητάς του στις κακουχίες.

Στα 17 του ναυπήγησε το πρώτο του πλοίο, επανδρώνοντάς το με Ψαριανούς ναύτες, και έκτοτε επιδιδόταν εκ περιτροπής στο εμπόριο και στο κούρσος. Το 1770 συμμετείχε οικειοθελώς με μεγάλη επιτυχία στα Ορλωφικά, μετατρέποντας το μοναδικό του καράβι σε πυρπολικό και καταστρέφοντας τον τουρκικό στόλο, γεγονός που εκτιμήθηκε πολύ από τη ρωσική αυτοκρατορική Αυλή, η οποία θα τον ανταμείψει αργότερα προσφέροντάς του σημαντικό χρηματικό ποσό και ατελή άδεια αλιείας στην Κασπία Θάλασσα.

Το 1774 εγκατέλειψε τον τόπο καταγωγής του και έφτασε μετά από μεγάλη ταλαιπωρία στο Αστραχάν της Ρωσίας. Εκεί δραστηριοποιήθηκε αρχικά στην παραγωγή ρακής, έπειτα στην αλιεία και την εμπορία ταριχευτών ειδών και, τέλος, στην άκρως κερδοφόρα παραγωγή και εμπορία χαβιαριού. Απέκτησε τεράστια κινητή και ακίνητη περιουσία και μέσω του ανεξάντλητου αυτού πλούτου εξασφάλισε την πολυπληθή οικογένειά του, αλλά συνεισέφερε και σε αμέτρητα έργα κοινής ωφελείας σε Ελλάδα και Ρωσία, βοήθησε πολύ κόσμο που είχε ανάγκη και ενίσχυσε με κάθε δυνατό τρόπο τους επαναστατημένους Έλληνες.

Ένας μεγάλος εθνικός ευεργέτης

Ένας αγράμματος Ψαριανός που συνειδητοποίησε από νωρίς ότι η μόρφωση θα αποτελούσε εφαλτήριο για την απελευθέρωση των υπόδουλων Ελλήνων.

Αδιαμφισβήτητα ο Ιωάννης Βαρβάκης υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους εθνικούς μας ευεργέτες. Βοήθησε εμπράκτως, δαπανώντας αφειδώς τεράστια χρηματικά ποσά από την προσωπική του περιουσία για να καλύψει βασικές και μη ανάγκες αμέτρητων ανθρώπων.

Οι τομείς στους οποίους ευαισθητοποιήθηκε περισσότερο ήταν η ενίσχυση της παιδείας και της μόρφωσης, η ανακούφιση των φτωχών και δεινοπαθούντων και η κατασκευή εγγειοβελτιωτικών έργων προς όφελος του κοινωνικού συνόλου.

Ιωάννης Βαρβάκης: Από κουρσάρος, μεγάλος εθνικός ευεργέτης-1
Σταθμός ψαράδων κοντά στο Αστραχάν, τον 19o αιώνα. Δημοσιεύθηκε στο The Illustrated London News (The Print Collector/Heritage Images via Getty Images/Ideal Image).

Παρόλο που ο ίδιος ήταν αγράμματος, όπως όλοι σχεδόν οι Ψαριανοί της εποχής του λόγω της επικρατούσας φτώχειας, από πολύ νωρίς συνειδητοποίησε ότι η μόρφωση θα ήταν αυτή που θα ανύψωνε το φρόνημα και θα αποτελούσε το βασικό εφαλτήριο για τον αγώνα της απελευθέρωσης των υπόδουλων Ελλήνων. Για τον λόγο αυτόν διέθεσε μεγάλα χρηματικά ποσά για τη δημιουργία σχολείων. Το 1816 και ενώ βρισκόταν στο Ταϊγάνιο, έχτισε ελληνικό σχολείο για Έλληνες και Ρώσους μαθητές. Tο 1817 συνεισέφερε 20.000 ρούβλια για να ιδρυθεί σχολείο στη Μαριούπολη, προκειμένου να φοιτήσουν οι φτωχοί Έλληνες. Το 1818 κατέθεσε σε τράπεζα το ποσό των 150.000 ρουβλίων, μέρος του οποίου χρησιμοποιήθηκε για τους Έλληνες υποτρόφους της Φιλομούσου Εταιρείας που σπούδαζαν σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Επίσης, έστειλε καράβι γεμάτο σιτάρι στην Κωνσταντινούπολη, τα δε χρήματα που απέφερε η πώλησή του διατέθηκαν στο Γυμνάσιο της Χίου.

Αργότερα, θέλοντας να συνεισφέρει στην πατρίδα του, παραχώρησε 100.000 ρούβλια στους καλόγερους του Άθω για την ίδρυση σχολείου και 20.000 ρούβλια στη Φιλόμουσο Εταιρεία για τους εκπαιδευτικούς της σκοπούς. Το 1820, έκπληκτος, μετά από ενημέρωση που είχε από έναν Σινασίτη συνεργάτη του ότι στη Σινασό δεν υπήρχε σχολείο, διέθεσε χρήματα για την εκεί ίδρυση σχολείου. Κατά το ταξίδι του στην επαναστατημένη Ελλάδα το 1824, εξέφρασε προς το Βουλευτικό Σώμα την επιθυμία να καταθέσει στο βασιλικό ταμείο της Μόσχας 300.000 ρούβλια, ο τόκος των οποίων να καλύπτει τους μισθούς και τη διατροφή των δασκάλων του Κεντρικού Σχολείου στο Άργος, και έκανε δωρεά 25.000 ρουβλίων για την ίδρυση σχολής στο Ναύπλιο.

Παράλληλα, δεν αρνήθηκε να προσφέρει βοήθεια σε όποιον του τη ζήτησε για να μορφωθεί. Παράδειγμα αποτελεί ο Μιχαήλ, γιος του ιερέα Ιωάννη ∆ούκα, που τον στέλνει στον Βαρβάκη για να του ζητήσει βοήθεια ώστε να καταφέρει να σπουδάσει, μια και ο ίδιος δεν είχε την οικονομική άνεση να τον στηρίξει. Και ο Βαρβάκης θα ανταποκριθεί στέλνοντάς τον να φοιτήσει στη Χίο. Ο ευεργετηθείς κάποιο διάστημα αργότερα του στέλνει επιστολή ευχαριστώντας τον: «Ὁ Πατήρ μου ἀγαπῶν τὴν προκοπὴν μου, πένης καί ἀδύνατος, μ’ ἔστειλε κατὰ τὸ:19:σωτήριον ἔτος εἰς Ταγαῤῥόγον πρὸς σὲ τὸν φιλελεήμονα, ὅπού καί μ’ ἐσυγκατερίθμησας εἰς τὴν τάξιν τῶν ὑιῶν σου, ἐξαπόστειλάς με εἰς Χίον, ἴνα σπουδάσω τὰ Ἱερὰ μαθήματα… ∆ιὰ νὰ μὴ φανῶ λοιπόν ἀχάριστος, παῤῥησιάζομαι ὡς εὐεργετηθείς νὰ εὐχαριστήσω, κατὰ τὸ δυνατὸν μοι, σέ τὸν ἐκλαμπρότατον εὐεργέτην μου, ἀλλὰ ποίας εὐχαριστίας ν’ ἀποδώσω;» (όλα τα παραθέματα προέρχονται από το Αρχείο Ιωάννη Βαρβάκη, που βρίσκεται στο Αρχείο Ιστορικών Εγγράφων της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος).

Ιωάννης Βαρβάκης: Από κουρσάρος, μεγάλος εθνικός ευεργέτης-2
Το Ταϊγάνιο (Ταγκανρόγκ) στις αρχές του 19ου αιώνα (Alamy/Visualhellas.gr).

Τα βιβλία μέσω των οποίων συντελούνταν η καλλιέργεια και η μόρφωση των ανθρώπων υπήρξαν ένας ακόμη τομέας στον οποίο επένδυσε αρκετά χρήματα. Αρχικά παρέδωσε μεγάλο όγκο βιβλίων για τον εμπλουτισμό της βιβλιοθήκης του σχολείου στο Αστραχάν. Οι συγγραφείς που αδυνατούσαν να εκδώσουν τα συγγράμματά τους συχνά απευθύνονταν στον Βαρβάκη, που πάντα φρόντιζε να συνδράμει. Ο Αδαμάντιος Κοραής, μέσω κυρίως της δι’ αλληλογραφίας επαφής που για χρόνια διατηρούσε με τον Βαρβάκη, υπήρξε η αιτία για την οικονομική ενίσχυση αρκετών εκδόσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η επιστολή που του στέλνει ο διδάσκαλος Κωνσταντίνος Κούμας, διευθυντής του Φιλολογικού Γυμνασίου Σμύρνης και στενός φίλος του Κοραή, ζητώντας του συνδρομή για να μπορέσει να εκδώσει το Λεξικό του: «Ὁ Κύριος Κοραῆς μὲ παρακινεῖ νὰ ἐργάζωμαι ἡμέραν καὶ νύκτα εἰς τὸ ἔργον μου. […] ∆ιὰ τοῦτο σᾶς παρακαλῶ θερμῶς, φιλογενέστατε καὶ συμπαθέστατε ἄνερ, νὰ δώσητε τὴν διαταγήν σας διὰ νὰ μοί χορηγῶσι κατ’ ὀλίγον τὰ χρειώδη. Ἡ χάρις σας εἶναι μεγάλη διὰ τὸ γένος, καὶ μεγίστη δι’ ἐμέ, ὅστις ἄλλον τρόπον δέν ἔχω τῆς ἐκδόσεως». Άλλο ένα παράδειγμα της συμβολής του σε έκδοση αποτελεί και η Στολαγωγία.

Η βαθιά του πίστη στα θεία και η στενή φιλία του με τον Νικηφόρο Θεοτόκη, μητροπολίτη του Αστραχάν εκείνη την εποχή, του έδωσαν πολλά κίνητρα συμμετοχής σε ανοικοδομήσεις και επισκευές εκκλησιών, αφού ο Θεοτόκης τού επεσήμαινε συχνά τις ανάγκες που προέκυπταν και θα μπορούσε ο ίδιος να καλύψει. Το 1788 επισκεύασε τον ναό της Εισόδου του Χριστού στα Ιεροσόλυμα και έχτισε πέτρινο καμπαναριό, ενώ το 1808 ολοκλήρωσε την επισκευή του πέτρινου καμπαναριού του ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στο Αστραχάν. Το 1814, λίγο πριν εγκαταλείψει το Αστραχάν για το Ταϊγάνιο, επισκεύασε τη Μητρόπολή του και ανακαίνισε τον ναό του Αγίου Νικολάου προς τιμήν του Αγίου Νικολάου των Ψαρών. Και όταν έφτασε πια στο Ταϊγάνιο και αντιλήφθηκε ότι δεν υπήρχε ελληνική εκκλησία, έχτισε μια εξαρχής, την οποία φρόντισε να αφιερώσει στον Πανάγιο Τάφο των Ιεροσολύμων, εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο την τήρηση του ελληνικού εκκλησιαστικού τυπικού και όχι του ρωσικού.

Η κατανόηση που έδειχνε στο πανανθρώπινο δικαίωμα της έκφρασης της πίστης, οποιαδήποτε και αν ήταν αυτή, τον έκανε να αντιληφθεί, λίγα χρόνια αφότου είχε πάει στο Αστραχάν, την ανάγκη των πολυάριθμων μουσουλμάνων που είχε στη δούλεψή του για έναν χώρο λατρείας. Έτσι κατασκεύασε το πρώτο τζαμί στην περιοχή.

Ιωάννης Βαρβάκης: Από κουρσάρος, μεγάλος εθνικός ευεργέτης-3
Προσωπογραφία Νικηφόρου Θεοτόκη. Ελαιογραφία σε τσίγκο του Αύγουστου Πικαρέλλη (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Η ευαισθησία του απέναντι στους αδύνατους, στους κατατρεγμένους, στους δεινοπαθούντες και αναξιοπαθούντες, στους αρρώστους, στους φτωχούς και στα ορφανά εκφράστηκε μεγαλειωδώς και ποικιλοτρόπως. Πάντα έδειχνε να κατανοεί τη θέση ισχύος που κατείχε, αλλά ποτέ δεν έδειχνε να έχει ξεχάσει από πού είχε ξεκινήσει. Αντιμετώπιζε τους ανθρώπους –ακόμα και αν επρόκειτο για αιχμαλώτους πάνω στο ίδιο του το πλοίο– με μεγαλείο ψυχής, αποδίδοντάς τους δικαιώματα και ίσες ευκαιρίες. Ενίσχυσε νοσοκομεία, ορφανοτροφεία, ξόδεψε χρήματα για την απελευθέρωση φυλακισμένων και αιχμαλώτων και μετέτρεψε ένα από τα σπίτια του σε πτωχοκομείο, αναλαμβάνοντας και τη λειτουργία του. Συγκεκριμένα, το 1807 κατεδάφισε το παλιό ξύλινο σπίτι του που είχε μετατρέψει σε νοσοκομείο και έχτισε ένα μεγαλύτερο πέτρινο, για να φιλοξενεί μεγαλύτερο αριθμό ασθενών. Το 1818 έστειλε 20.000 ρούβλια για τους ομογενείς σπουδαστές του ορφανοτροφείου της Μόσχας. Το 1819 έστειλε 20.000 ρούβλια στη Χίο, για να δίνεται ο τόκος στο νοσοκομείο. Τον ίδιο χρόνο, το καράβι που μετέφερε τη μητέρα του πίσω στη Χίο για να μονάσει στα γεράματά της, συνόδευσαν δύο ακόμα καράβια με σιτάρι, το αντίτιμο των οποίων θα διαχειριζόταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο για την εξαγορά της ελευθερίας φυλακισμένων ομογενών στην Κωνσταντινούπολη.

Τέλος, ένας ακόμα κλάδος στον οποίο επιδόθηκε με ζήλο ήταν αυτός των εγγειοβελτιωτικών έργων. Το 1800 κατασκεύασε δύο ξύλινα γεφύρια και το 1804 μία ξύλινη κινητή γέφυρα στο Αστραχάν. Το 1817 ολοκλήρωσε ένα μεγάλο κανάλι στο Αστραχάν που είχε αφήσει ανολοκλήρωτο ο Πέτρος ο Μέγας. Αφού αποστραγγίστηκαν τα βαλτώδη μέρη της πόλης, που αποτελούσαν εστία μολυσματικών ασθενειών στην περιοχή, και άρχισαν να κινούνται τα στάσιμα και επικίνδυνα νερά, η πόλη κατέστη περισσότερο βιώσιμη και όλο και λιγότεροι πλέον κάτοικοι υπέφεραν από ελονοσία.

Ιωάννης Βαρβάκης: Από κουρσάρος, μεγάλος εθνικός ευεργέτης-4
Χάρτης του Αστραχάν το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα (Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη Λάιντεν Ολλανδίας – Fine Art Images/Heritage Images/Getty Images/Ideal Image).

Τέλος, η συνεισφορά του στην Ελληνική Επανάσταση ήταν μεγάλη. Η αποστολή ολόκληρων καραβιών με πολεμοφόδια, όπλα, μπαρούτι και σιτηρά προς τους επαναστάτες, ο εξοπλισμός που παρείχε σε Έλληνες της Ρωσίας που θέλησαν να ενταχθούν στον Αγώνα, η χρηματική βοήθεια προς τον στόλο των Ψαρών όταν η ∆ημογεροντία αδυνατούσε να ανταποκριθεί, η μεγάλη χρηματική συνεισφορά του για την περίθαλψη προσφύγων αγωνιστών και την απελευθέρωση αιχμαλώτων στάθηκαν πολύτιμη βοήθεια για τους επαναστατημένους.

Με όλες αυτές τις πράξεις του ο Ιωάννης Βαρβάκης κατάφερε να εξασφαλίσει αρχικά τη ρωσική αυτοκρατορική εύνοια, η οποία αρκετές φορές εκφράστηκε μέσω της απονομής τιμητικών διπλωμάτων και συντέλεσε στην οικονομική του ευμάρεια, και έπειτα την αμέριστη συμπάθεια όλου του κόσμου που είτε άμεσα είτε έμμεσα βοηθήθηκε από τις ευεργεσίες και τις αγαθοεργίες του.

Φτάνοντας στη Ρωσία ξυπόλυτος

Το περιπετειώδες ταξίδι προς την Πετρούπολη, η συνάντηση με τη Μεγάλη Αικατερίνη και η ανταμοιβή για την προσφορά του.

Η Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, η οποία υπογράφηκε μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1774, υπήρξε ορόσημο για την ελληνική ναυσιπλοΐα. Ο Ιωάννης Βαρβάκης, πληροφορούμενος την εν λόγω συνθήκη, θέλησε να μάθει όλες τις σχετικές λεπτομέρειες, γι’ αυτό έπλευσε προς το Λιβόρνο, όπου ήρθε σε επαφή με πολλούς Έλληνες της εκεί παροικίας. Εκεί ήταν που του μπήκε η ιδέα της ενασχόλησης με το εμπόριο στη Ρωσία, αφού θεώρησε –βάσει των πληροφοριών που συγκέντρωσε– ότι στη Ρωσία υπήρχαν παρθένοι τομείς εκμετάλλευσης και ανοίγονταν πολλοί νέοι εμπορικοί δρόμοι.

Η ανασφάλεια που αισθάνθηκε ο Βαρβάκης, όπως και πολλοί άλλοι νησιώτες, μετά την απομάκρυνση του ρωσικού στόλου από το Αιγαίο λόγω της συνθήκης και το ότι, μετά την πυρπόληση του τουρκικού στόλου στα Ορλωφικά, αποτελούσε κόκκινο πανί για τους Οθωμανούς, ήταν οι αιτίες που τον οδήγησαν στο να εγκαταλείψει την πατρίδα του και να αναζητήσει την τύχη του στη Ρωσία. Αποχαιρέτησε πατρίδα και οικογένεια και επιβιβάστηκε στο πλοίο του, αφού προσπάθησε να το κάνει να μοιάζει όσο το δυνατόν περισσότερο με εμπορικό, για να μπορέσει να περάσει τα Στενά ανενόχλητος. ∆εν κατάφερε όμως να πείσει τις οθωμανικές Αρχές στην Κωνσταντινούπολη, που του το κατέσχεσαν, ενώ ο ίδιος φυγαδεύτηκε από τους Ρώσους πρεσβευτές επιβιβαζόμενος κάτω από άκρα μυστικότητα σε ρωσικό εμπορικό πλοίο για τη Ρωσία. Πολύ αργότερα θα παραδεχτεί ότι το να πάει με το καράβι του στην Κωνσταντινούπολη ήταν η μεγαλύτερη απερισκεψία που έκανε ποτέ.

Ιωάννης Βαρβάκης: Από κουρσάρος, μεγάλος εθνικός ευεργέτης-5
Η Οδησσός γύρω στο 1800 (Universal History Archive/Getty Images/Ideal Image).

Το ταξίδι προς τη Ρωσία ίσως ήταν από τις δυσκολότερες και πιο επικίνδυνες κακουχίες που πέρασε ποτέ ο Βαρβάκης. Ρωτώντας έμαθε ότι το λιμάνι που θα τον εξυπηρετούσε να κατέβει για να είναι πιο κοντά στη Μόσχα ή στην Αγία Πετρούπολη ήταν αυτό της Οδησσού. Εκείνη την εποχή η Οδησσός ήταν ακόμα ένας μικρός –ανερχόμενος βέβαια– ψαρότοπος με αρκετούς Έλληνες. Αφού αποβιβάστηκε, φρόντισε να μάθει πώς θα κατόρθωνε να φτάσει μέχρι την Πετρούπολη, εγχείρημα δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο για τον Βαρβάκη, που είχε επιμονή, υπομονή και αντοχή. Αρχές Σεπτέμβρη του 1775 επιβιβάστηκε σε ποταμόπλοιο για το Κίεβο – έπρεπε να προφτάσει τον βαρύ χειμώνα, γιατί μετά τον περίμενε αρκετή πεζοπορία, αφού δεν διέθετε χρήματα για να μισθώσει άμαξα. Από το Κίεβο ξεκίνησε για τη ρωσική πρωτεύουσα πεζή. Τα χρήματα που είχε μαζί του δεν έφταναν να καλύψουν καλά καλά τη διατροφή του, τα παπούτσια του ήταν δανεικά και δεν ήθελε να τα φθείρει, γιατί θα αναγκαζόταν να τα πληρώσει, γι’ αυτό μεγάλες αποστάσεις της διαδρομής τις κάλυψε ξυπόλυτος. Πέρασε από δάση, λίμνες, ποταμούς, πεδιάδες, άλλοτε χιονισμένες και άλλοτε παγωμένες περιοχές, συχνά έμενε νηστικός, κοιμήθηκε στο ύπαιθρο διατρέχοντας τον κίνδυνο να γίνει βορά των άγριων ζώων, αλλά τελικά κατάφερε να φτάσει στον τελικό του προορισμό αρχές του 1776. Εκεί σκόπευε να παρουσιαστεί αυτοπροσώπως στην αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β΄ για να της ζητήσει βοήθεια. Είχε θάρρος και θράσος, αλλά και ήξερε εκ των προτέρων για την εκτίμηση που του έτρεφε μετά τη συνεισφορά του στα Ορλωφικά.

Το πρώτο του μέλημα όταν έφτασε στην Πετρούπολη ήταν να βρει καινούργια ρούχα και παπούτσια. ∆εν ήθελε να παρουσιαστεί στην αυτοκρατορική Αυλή σαν ρακένδυτος επαίτης. Σύμφωνα με τον Αναστάσιο Γούδα, τρεις φορές προσπάθησε να δει την αυτοκράτειρα, αλλά δεν υπήρξε ανταπόκριση. Απογοητευμένος και αγανακτισμένος, πήγε να πιει έναν καφέ σε ένα παρακείμενο καφενείο. Εκεί και ενώ αναθεμάτιζε δυνατά την ατυχία του και μιλούσε με πίκρα για την αυτοκράτειρα, κάθονταν παράμερα δύο άνθρωποι· ο ένας με επιβλητικό παρουσιαστικό και ο άλλος νεότερος, που φαίνεται ότι καταλάβαινε ελληνικά. Ο μεγαλύτερος, όταν τον άκουσε, θέλησε να μάθει τι του συμβαίνει και γι’ αυτό του ζήτησαν να καθίσει μαζί τους, όπου τους διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια τα βάσανά του, ενώ ο νεότερος μετέφραζε στον γηραιότερο στα ρωσικά. Ο μεγαλύτερος άντρας ζήτησε να μάθει το όνομά του, το οποίο και σημείωσε, και τον προέτρεψε να επιχειρήσει και την επόμενη ημέρα να επισκεφθεί την αυτοκρατορική Αυλή, διαβεβαιώνοντάς τον ότι αυτή τη φορά θα γινόταν δεκτός.

Ιωάννης Βαρβάκης: Από κουρσάρος, μεγάλος εθνικός ευεργέτης-6
Η Μεγάλη Αικατερίνη, έργο άγνωστου ζωγράφου (Heritage Art/Heritage Images via Getty Images/Ideal Image).

Όπως και έγινε. Ο Βαρβάκης την επομένη, κατά βάθος αμφιβάλλοντας για το αν θα κατάφερνε εν τέλει να πραγματοποιηθεί η πολυπόθητη συνάντηση, επισκέφθηκε ξανά την Αυλή. Προς έκπληξή του, μόλις πρόφερε το όνομά του, τον οδήγησαν απευθείας μπροστά στην αυτοκράτειρα. Εκεί αντίκρισε τον μυστηριώδη άντρα του καφενείου ντυμένο με ρούχα στρατηγού και πολλά παράσημα. ∆εν δείλιασε, εξιστόρησε όλες του τις περιπέτειες, τις θυσίες και τους αγώνες που είχε κάνει, τους κινδύνους που είχε περάσει, συγκινησιακά φορτισμένος. Τότε συνειδητοποίησε ότι ο μυστηριώδης άντρας του καφενείου ήταν ο πανίσχυρος Ποτέμκιν, το δεξί χέρι, και ίσως και κάτι παραπάνω, της Αικατερίνης Β΄.

Η Αικατερίνη Β΄ φαίνεται ότι αξιολόγησε τη συνεισφορά του και όσα είχε περάσει για να φτάσει μέχρι εκεί και θέλησε να τον ανταμείψει κατάλληλα. Το αποτέλεσμα της συνάντησης αυτής ήταν να λάβει 1.000 ρωσικά φλωρία για τις πρώτες του ανάγκες και αφορολόγητη άδεια αλιείας στην Κασπία Θάλασσα. Ο Βαρβάκης είχε ακούσει τόσο πολλά για την ανεκμετάλλευτη αυτή περιοχή και για τα κέρδη που θα μπορούσε να αποφέρει σε όποιον δραστηριοποιούνταν εκεί, από τους Ρώσους στρατιωτικούς με τους οποίους είχε έρθει σε επαφή πολύ πριν φτάσει στη Ρωσία, που του είχαν εξάψει την περιέργεια και τη φαντασία. Έτσι, και ο ίδιος ο Βαρβάκης φαίνεται ότι στην παρούσα φάση προτιμούσε να εγκαταλείψει τις μεγάλες ρωσικές πόλεις, αν και φαίνονταν πιο εύκολη και ασφαλής λύση, και να μετακινηθεί προς το άγνωστο Αστραχάν, στις εκβολές του Βόλγα στην Κασπία.

Ιωάννης Βαρβάκης: Από κουρσάρος, μεγάλος εθνικός ευεργέτης-7
Προσωπογραφία του πρίγκιπα Γκριγκόρι Αλεξάντροβιτς Ποτέμκιν (Εθνικό Μουσείο Βαρσοβίας/Fine Art Images/Heritage Images/Getty Images/Ideal Image).

Το σχέδιο του Ποτέμκιν, κυβερνήτη της νέας νότιας Ρωσίας εκείνη την εποχή, ήταν ο εποικισμός και η ανάπτυξη των περιοχών αυτών. Η αποστολή του Βαρβάκη εκεί, ενός ανθρώπου αξιόλογου, έμπιστου και δραστήριου, που θα μπορούσε να αναλάβει και διοικητικά καθήκοντα, ήταν η καλύτερη επιλογή για την πραγμάτωση αυτού του σχεδίου.

Ο Βαρβάκης αμφιταλαντεύτηκε αρκετά μέχρι να πάρει την τελική απόφαση: να έφευγε τελικά για το Αστραχάν ή να γύριζε στα Ψαρά, έχοντας αρκετά χρήματα στην τσέπη; Κατέληξε στο ότι έπρεπε να ανακαλύψει αυτόν τον καινούργιο τόπο για τον οποίο τόσα είχε ακούσει. Αρχικά, με τα χρήματα που έλαβε, τακτοποίησε τις υποχρεώσεις του, επέστρεψε τα δανεικά ρούχα και παπούτσια και αγόρασε άλλα, ειδικά για αλιεία. Έπειτα έβγαλε όλα τα απαραίτητα έγγραφα που θα χρειαζόταν για τη μετακίνηση και την εγκατάστασή του στη «νέα πατρίδα», ζήτησε να συναντήσει ανθρώπους που είχαν ζήσει στο Αστραχάν, για να λάβει πληροφορίες για την εκεί μετάβαση και τις συνθήκες ζωής. Τέλη του καλοκαιριού του 1776, ξεκίνησε για τον νέο προορισμό του. Το Αστραχάν πλέον τον περίμενε…

Εμπορευόμενος τον «μαύρο χρυσό της γεύσης»

Από την απόσταξη ρακής, στην αλιεία και το εμπόριο ψαριών, κι από εκεί στο χαβιάρι.

Μέσω του Βόλγα, στα μέσα Νοεμβρίου του 1776, ο Βαρβάκης κατάφερε να φτάσει στο Αστραχάν μετά από ένα τρίμηνο σχεδόν ταξίδι. Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να παρουσιαστεί στον κυβερνήτη με όλα τα απαραίτητα έγγραφα. Ο κυβερνήτης όμως ήταν ήδη ενήμερος και πολύ καλά πληροφορημένος απευθείας από την τσαρική αυλή για τον νέο έποικο της περιοχής του. Ο Βαρβάκης, αφού έλαβε γνώση των επαγγελματικών δυνατοτήτων και των επενδύσεων που μπορούσε να κάνει βάσει του τσαρικού διατάγματος που είχε εκδοθεί για τον ίδιο, ζήτησε να έρθει σε επαφή με ανθρώπους που δραστηριοποιούνταν οικονομικά στην περιοχή ώστε να συλλέξει σχετικές πληροφορίες. Έπειτα, έψαξε να αγοράσει σπίτι. Απέκλεισε το κέντρο της πόλης, που μάλλον ήταν αρκετά πολύβουο και βρόμικο για τα δεδομένα ενός Ψαριανού, και αναζήτησε κάτι εκτός πόλης. Το σπίτι που βρήκε βρισκόταν μέσα με αμπελώνες και, επειδή ο προηγούμενος ιδιοκτήτης ασχολούνταν με την απόσταξη ρακής, υπήρχε ήδη όλος ο σχετικός εξοπλισμός για την παραγωγή της. Έτσι, η πρώτη και αρκετά κερδοφόρα επιχείρηση του Βαρβάκη στο Αστραχάν ήταν η παραγωγή και η εμπορία ρακής, μιας και η απουσία του προηγούμενου ιδιοκτήτη είχε δημιουργήσει μεγάλο κενό στην τοπική αγορά.

Ιωάννης Βαρβάκης: Από κουρσάρος, μεγάλος εθνικός ευεργέτης-8
Χάρτης της Χίου και των Ψαρών. Χαρακτικό του 1683 (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Πέρασε αρκετός καιρός μέχρι να θέσει σε εφαρμογή το διάταγμα της τσαρίνας για το οποίο είχε φτάσει μέχρι το Αστραχάν. Ωστόσο δεν βιαζόταν, όλες οι κινήσεις του ήταν πάντα μεθοδικές και αρκετά μελετημένες. Άρχισε σιγά σιγά να αγοράζει ψαρότοπους και νησάκια κοντά στις εκβολές του Βόλγα στην Κασπία και να προσπαθεί να μάθει για τον τρόπο διαχείρισης των ψαριών. Αρχικά εντυπωσιάστηκε με τα αρχέγονα μέσα που χρησιμοποιούσαν ακόμα οι ντόπιοι ψαράδες. Γι’ αυτό αργότερα συντέλεσε -με τη βοήθεια των συνεργατών του αλλά και την προθυμία των ανθρώπων που απασχολούσε- στο να εξελιχθούν πολύ ο τρόπος και τα μέσα αλιείας. Εισήγαγε νέες μεθόδους αλιείας, αυτές που ήξερε από την πατρίδα του, τα Ψαρά. Έμαθε στους εργάτες του πώς να φτιάχνουν και να χρησιμοποιούν απόχες, δίχτυα, παραγάδια, κ.λπ. Έπειτα, φρόντισε να μάθει ο ίδιος από τους ντόπιους όλες τις μεθόδους διατήρησης των ψαριών (πάστωμα, κάπνισμα, αποξήρανση), καθώς ήταν πρακτικά αδύνατον να καταναλωθούν όλες οι αλιευμένες ποσότητες φρέσκες.

Πολύ σύντομα εγκατέστησε τα εργαστήρια παραγωγής ταριχευτών ειδών στα νησιά και στις παραποτάμιες περιοχές που είχε αγοράσει, αφού πρώτα μετέφερε εκεί πλήθος εργατών που απασχολούνταν στις επιχειρήσεις του. Σημειωτέον ότι ο Βαρβάκης, λόγω ιδεολογικών πεποιθήσεων, επέλεξε να απασχολεί ελεύθερους ανθρώπους και όχι δουλοπάροικους, συνήθης πρακτική κατά τα άλλα για τη Ρωσία εκείνη την εποχή, παρόλο που του στοίχιζαν πολύ περισσότερο. ∆εν φανταζόταν ποτέ ότι, ενώ αυτός αγωνίστηκε για την ελευθερία του τόπου του, θα εκμεταλλευόταν ανελεύθερους ανθρώπους σε έναν άλλο τόπο. Η προσφορά εργασίας με ανθρώπινες συνθήκες σε χιλιάδες ανθρώπους της ευρύτερης περιοχής εκτιμήθηκε πολύ από την τοπική κοινωνία. Το γεγονός αυτό καλλιέργησε τον σεβασμό και τη βαθιά εκτίμηση των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής προς το πρόσωπό του. Παράλληλα με τις υπόλοιπες δραστηριότητές του απέκτησε και αρκετά καράβια, διαχειριστή των οποίων έθεσε τον ήδη πεπειραμένο στη ναυτική τέχνη, γαμπρό του, μετά την άφιξη όλης της οικογένειας της κόρης του στο Αστραχάν.

Ιωάννης Βαρβάκης: Από κουρσάρος, μεγάλος εθνικός ευεργέτης-9
Παραγωγή χαβιαριού στη Ρωσία: Ψαράδες μεταφέρουν έναν οξύρρυγχο. Χρωμολιθογραφία του 19ου αι. (Alamy/Visualhellas.gr).

Ήταν μόλις λίγα χρόνια που είχε αρχίσει ο Βαρβάκης να ασχολείται με την αλιεία και την εμπορία των ψαριών όταν τυχαία ανακάλυψε το μαύρο αυτό έδεσμα που έμελλε να τον καταστήσει πάμπλουτο. Κάπου κοντά στις όχθες του Βόλγα τυχαία συνάντησε κάποτε έναν εργάτη που έτρωγε με ασυνήθιστη λαιμαργία μια άγνωστη μαύρη τροφή. Τον πλησίασε, έμαθε τι είναι, το δοκίμασε και ενθουσιάστηκε. Έκτοτε αφιέρωσε αρκετό χρόνο για να μάθει όσο περισσότερα μπορούσε για την παραγωγή, την παρασκευή και τη συντήρησή του. Έμαθε για τις διαφορετικές ποιότητες και πώς να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες συντήρησής του λόγω της ευπάθειας του. Από τους Πέρσες εργάτες του που γνώριζαν γι’ αυτό άντλησε χρήσιμες πληροφορίες. Στην Περσία συνήθιζαν να τοποθετούν τα γεμάτα βαρέλια, κατασκευασμένα από συγκεκριμένο ξύλο, σε μόνιμα δροσερά μέρη, δηλαδή σε σπηλιές, εξ ου και η προέλευση του ονόματός του (χαβιάρι, από το ιταλ. cavern = σπήλαιο). Όλα αυτά του φάνηκαν ιδιαίτερα χρήσιμα για να μπορέσει εν τέλει να το καταστήσει εμπορεύσιμο και εξαγώγιμο.

Ο Βαρβάκης κατόρθωσε να γίνει ο αποκλειστικός εκμεταλλευτής του χαβιαριού στην Κασπία, ο μεγαλύτερος παραγωγός, έμπορος και εξαγωγέας σε όλον τον κόσμο, καθώς και ο αποκλειστικός προμηθευτής χαβιαριού της ρωσικής αυτοκρατορικής αυλής. Ταξίδεψε αρκετά για να το γνωστοποιήσει και να το προωθήσει, δημιούργησε διαμετακομιστικούς σταθμούς εμπορίου σε πολλές περιοχές για να διευκολύνει τη διακίνησή του, με κυριότερο αυτόν της Κωνσταντινούπολης, από όπου το χαβιάρι ταξίδευε σε όλη τη Μεσόγειο. Στην Κωνσταντινούπολη το εμπόριο του χαβιαριού τηρούσε χρηματιστηριακούς κανόνες, η τιμή του ανέβαινε ανάλογα με τη ζήτηση και η ζήτησή του ήταν συνήθως τεράστια.

Ιωάννης Βαρβάκης: Από κουρσάρος, μεγάλος εθνικός ευεργέτης-10
Λιθογραφία που απεικονίζει την αλιεία οξύρρυγχου στον Βόλγα. Δημοσιεύθηκε στην έκδοση Science for All (1890), του Robert Brown (Kean Collection/Archive Photos/Getty Images/Ideal Image).

Ο Βαρβάκης κατάφερε να συνδέσει το όνομά του με χαβιάρι σε σημείο που σχεδόν ταυτίστηκε με αυτό. Κατόρθωσε μέσω του εμπορίου του να αποκτήσει, πέρα από την τεράστια φήμη, και ανεξάντλητο πλούτο. Αυτό του έδωσε την ευκαιρία να αποκαταστήσει οικονομικά τα παιδιά και τα πολλά εγγόνια του, αλλά επίσης να προσφέρει πολλά και στο κοινωνικό σύνολο, κάνοντας δωρεές, χορηγίες και μεγάλες ευεργεσίες σε Ελλάδα και Ρωσία. Ποτέ δεν ξέχασε από πού ξεκίνησε και ο πλουτισμός δεν υπήρξε ποτέ αυτοσκοπός του, αντίθετα υπήρξε το μέσο για να καλύπτει τις ανάγκες όλης της κοινωνίας. Ακόμα και τις δύσκολες στιγμές που οι κυβερνώσες αρχές αδυνατούσαν να ανταποκριθούν, αυτός έδινε τη λύση.

Η προσδοκία των επαναστατημένων Ελλήνων

Η επίσκεψη στην Ελλάδα, οι ελπίδες των αγωνιστών και η πικρία του Βαρβάκη από τις διαμάχες τους.

Ενώ είχε εγκαταλείψει την Ελλάδα αρκετές δεκαετίες πριν και είχε καταφέρει να μεταφέρει όλη την οικογένειά του στη Ρωσία, δεν έπαυε να του λείπει η πατρίδα και ο τόπος του. Ποτέ δεν ξέχασε τους συμπατριώτες του, που με κάθε ευκαιρία τους έστελνε τη βοήθειά του. Όταν μάλιστα ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση, η βοήθεια αυτή έγινε πιο συστηματική και στοχευμένη στις ανάγκες των επαναστατημένων.

Στις αρχές του 1824 συνειδητοποίησε ότι είχε έρθει η ώρα να πραγματοποιήσει την τελευταία επίσκεψή του στην Ελλάδα, που τόσο νοσταλγούσε. Το ταξίδι αυτό ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1824, πηγαίνοντας αρχικά στην Οδησσό, για να διευθετήσει κάποιες προσωπικές του υποθέσεις, και από εκεί μετέβη στη Βιέννη, όπου και πληροφορήθηκε το συγκλονιστικό γεγονός της καταστροφής των Ψαρών. Τώρα η ανάγκη για επίσκεψη στην επαναστατημένη Ελλάδα αλλά και η ανάγκη για βοήθεια προς τους πληγέντες Ψαριανούς γινόταν ακόμα πιο επιτακτική. Από τη Βιέννη βρέθηκε στη Γενεύη και από εκεί στην Τεργέστη, όπου ναύλωσε πλοία, τα φόρτωσε με ό,τι θεώρησε ότι θα είχαν ανάγκη οι Ψαριανοί και κινήθηκε για τη Ζάκυνθο, όπου και έφτασε στα μέσα Αυγούστου του 1824.

Ιωάννης Βαρβάκης: Από κουρσάρος, μεγάλος εθνικός ευεργέτης-11
Λαϊκή εικόνα με τίτλο “Η καταστροφή των Ψαρών [και η ανατίναξις της πυριτιδαποθήκης] υπό των πολιορκηθέντων Ψαριανών” (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Μετά από παραμονή περίπου δύο μηνών στη Ζάκυνθο, την εγκατέλειψε με τα ναυλωμένα πλοία γεμάτα βοήθεια πλέοντας για τη Μονεμβασιά όπου είχε πληροφορηθεί ότι είχαν καταφύγει αρκετοί Ψαριανοί μετά την καταστροφή. Εκεί συνάντησε αρκετούς συντοπίτες του, προσφέροντάς τους είδη πρώτης ανάγκης (ρούχα, τροφή, όπλα, πολεμοφόδια) και χρήματα κυρίως για να εξαγοραστούν αιχμάλωτοι. Μετά επισκέφθηκε το Ναύπλιο, όπου σύντομα αποφάσισε να εγκαταλείψει γεμάτος πικρία και απογοήτευση για να επιστρέψει στη Ζάκυνθο, προκειμένου να οργανώσει το ταξίδι της επιστροφής του στη Ρωσία. Στο Ναύπλιο αντιλήφθηκε το έντονο κλίμα διχόνοιας και τις έριδες μεταξύ των Ελλήνων που πολλές φορές έφταναν στα όρια των εμφύλιων πολέμων, απομυζώντας άσκοπα την ενέργεια και τις δυνάμεις τους και εμπλέκοντας τους σε ανώφελες διαμάχες τη στιγμή που θα έπρεπε περισσότερο από ποτέ άλλοτε να δρουν ενωμένοι κατά του κοινού εχθρού.

Ενδεικτική της επικρατούσας κατάστασης είναι η αναφορά που κάνει η Μπουμπουλίνα στις 18 Οκτωβρίου 1824 σε επιστολή της προς τον Βαρβάκη, περιμένοντας να μεσολαβήσει για να κατευνάσει τα οξυμένα πνεύματα: «Αἱ πατρικαὶ συμβουλαὶ Σας ἤθελον ἐνεργήσει μεγάλως εἰς τὸ νὰ διαλυθῶσιν ὡς καπνός αἱ περισυναὶ φιλονικίαι καὶ διχόνοιαι, χωρίς νὰ καταντήσωσι τελείως εἰς ἐμφύλιον πόλεμον, καὶ οὕτω διὰ τούτου καὶ νὰ μὴ χάσωμεν, μήτε τὴν Κρήτην, μήτε τὴν Εὔβοια, μήτε τὴν Κάσον, μήτε τὰ Ψαῤῥά […] ἀς ὠφελήσῃ ὁ ἐρχομός Σας κἄν τώρα, καθ’ ὅν καιρὸν ἄρχισαν νὰ ἐξάπτωνται τὰ πάθη, τὰ ὁποία φαίνεται ἔχειν ἀφίσει ὡς λείψανα καὶ σκεπασμένα καλῶς ὁ παρελθών ἐμφύλιος πόλεμος! συμβουλεύσατε, Σεβάσμιε κύριε Βαρβάκη».

Λόγω της προγραμματισμένης επίσκεψής του στην Ελλάδα, έλαβε πληθώρα επιστολών κυρίως κατά τους πρώτους δύο μήνες του φθινοπώρου του 1824, από διάφορες σημαντικές προσωπικότητες της εποχής, που τον καλωσόριζαν και του γνωστοποιούσαν τις μεγάλες προσδοκίες τους για επικείμενη βοήθεια και στήριξη. Επίσης, οι συντάκτες αυτών των επιστολών εκφράζουν αδημονία, προσμονή και τα πιο θερμά αισθήματά τους για την επίσκεψη αυτή, καθώς και αμέριστη ευγνωμοσύνη προς το πρόσωπο του Βαρβάκη, που πάντα στεκόταν μέγας αρωγός όλων των προσπαθειών τους. Όλοι περίμεναν ότι ο ερχομός του θα σημάνει ανακούφιση για πολύ κόσμο από τα δεινά και την εξαθλίωση που είχε επιφέρει ο Αγώνας, και αυτό διακρίνεται έντονα στις επιστολές τους.

Μερικές ενδεικτικές αυτών είναι των Ανδρέα Λόντου και Ιωάννη Νοταρά, που του γράφουν: «Ἡ φήμη διακινδυνίζουσα τάς πρός τούς ὁμογενεῖς ἀγαθοεργίας σας καί τάς πρός τήν πατρίδαν εἰλικρινεῖς ἐκδουλεύσεις σας βιάζει κάθε εὐαίσθητον πατριώτην εἰς τό νά σᾶς προσφέρῃ σέβας. Μαθόντες δέ καί ἡμεῖς τήν αἰσίαν ἔλευσίν σας εἰς τήν φιλτάτην πατρίδα Ἑλλάδα σᾶς συγχαιρώμεθα διὰ τοῦτο». Των Προκρίτων Σπετσών, που αναφέρουν: «Βλέπομεν νὰ τρέχῃ ἐκ τῶν ὑπερβορείων ὁ καλός πατριώτης Βαρβάκης, διὰ νὰ δώσῃ χεῖρα βοηθείας εἰς τὴν πατρίδα». Του Κωνσταντίνου Κανάρη, που αδυνατώντας να συναντηθεί μαζί του του γράφει: «Ὅσην χαρὰν ἠσθάνθην ἀκούσας τὸν ἐκ τὰ ἐδῶ έρχομόν Σας ἀναπτερώνων τὰς ἐλπίδας μου, ἅλλην τόσην λύπην δοκιμάζει ἡ ψυχή μου διότι ἡ ἀσθένεια προλαβόντως μ’ ἐμπόδισε τοῦ ν’ ἀπολαύσω τήν μεγάλην εὐχαρίστησιν ν’ ἀσπασθῶ». Του Οδυσσέα Ανδρούτσου: «ἀκούοντες τόν αἵσιον ἐρχομόν σας δέν ἐδοκίμασεν ἡ ψυχή μου ὀλίγη χαρά, ὁποῦ σχεδόν μοῦ ἔσβυσεν ἐκείνην τήν μεγάλην λύπην ὁποῦ ἐδοκίμασεν ἡ ψυχή μου διὰ τὴν φθοράν τῆς νήσου ψαρῶν […] ἐλπίζω ὁποῦ ὁ καλός σας ἐρχομός ὄχι μόνον τήν νῆσον αὐτήν θέλει συστήσει ὡς ἦττον καί καλλιότερα». Του Νικήτα Σταματελόπουλου, που επίσης λόγω ασθενείας δεν κατάφερε να τον συναντήσει και γράφει: «Ἡ χαρὰ μου, διὰ τὸν αὐτόθι ἐρχομόν σας, εἶναι μάλιστα κατὰ μεγαλήτερον τρόπον, ἐπειδή αὐτὸς ἔγινεν εἰς ἕνα καιρὸν, καθ’ ὅν ἡ παρουσία σας εἶναι ἀναγκαιοτάτη εἰς τὰ Ἑλληνικὰ πράγματα». Οι προτροπές του Ιωάννη Βαρβάκη αποτέλεσαν έμπνευση για τον Ανδρέα Μιαούλη, που του γράφει: «Ἐγὼ ἀπ’ ἀρχῆς τοῦ Ἰεροῦ τούτου ἀγῶνος σταθερῶς ἀποφασισμένος διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς Πατρίδος νὰ θυσιάσω τὸ πᾶν, καὶ αὐτὴν τὴν τελευταίαν τοῦ αἷματός μου ῥανίδα, αἱ πατρικαί σου ὅμως προτροπαὶ ἔδωσαν νέον εἴς τὴν ψυχήν μου θάῤῥος καὶ δύναμιν· τοσοῦτον μ’ ἐνίσχυσαν, ὥς οὔτε πανοπλία Ἄρεως, οὔτε τρίαινα Ποσειδῶνος θέλει τοῦ ἑξῆς πλέον δυνηθῆ νὰ μετασαλεύσῃ τὴν σταθερὰν μου εἰς καταστροφὴν τοῦ ἐχθροῦ ἀπόφασιν».

Ιωάννης Βαρβάκης: Από κουρσάρος, μεγάλος εθνικός ευεργέτης-12
Επιστολή της Μπουμπουλίνας προς τον Ιωάννη Βαρβάκη. Άργος, 18 Οκτωβρίου 1824 (Αρχείο Ιστορικών Εγγράφων της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος/Εθνικό Ιστορικό Μουσείο).

Μία ακόμα σημαντική προσωπικότητα της εποχής του Αγώνα που φαίνεται να αλληλογραφεί με τον Ιωάννη Βαρβάκη είναι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ο Γέρος του Μοριά φαίνεται να απαντά σε επιστολή που είχε λάβει από τον Βαρβάκη και του είχε εκφράσει την εκτίμησή του για τα όσα έχει προσφέρει στον Αγώνα: «Σᾶς εὐχαριστῶ διά τάς παρ’ ἀξίαν μου τιμάς τάς ὁποίας μοί γράφετε, ἐπειδή τό νά ἐχρησίσευσα εἰς τήν Πατρίδα ἔκαμα τό χρέος, καί καί ἐπλήρωσα τό ῥητόν μάχου ὑπέρ πίστεως καί Πατρίδος». Παράλληλα, εκφράζει τη λύπη του για το ότι δεν κατάφερε να τον ανταμώσει για λόγους υγείας: «Ἐλυπήθην κατάκαρδα ὁποῦ δέν παρευρέθην νά κάμω τό χρέος μου, νά Σᾶς προϋπαντίσω, και ν’ ἀσπασθῶ τόν Πρῶτον Εὐεργέτην τῆς Ἑλλάδος». Τέλος, ο Ιωάννης Γκούρας τού γράφει: «Πρό πολλοῦ ἐπληρωφορήθην τὸν αἴσιον ἐρχομόν σας εἰς Ναύπλιον πλησίον εἰς τὴν Σεβαστήν μας ∆ιοίκησιν, καὶ ἐχάρην καταπολλὰ νὰ ἀπολαμβάνῃ ἡ Ἑλλάς τοὺς τοιούτους Παταριώτας. Ἔκτοτε ἠσθάνθην χρέος μου Ἱερὸν νὰ ἐμφανισθῶ διὰ ταπεινῆς μου ἐπιστολῆς πρὸς τὸ ἔντιμον ὑποκείμενόν της νὰ προσφέρω τὸ Σέβας μου τὸ ὁποῖον τρέφω εἰς τὴν ψυχήν μου διὰ τοὺς τοιούτους Πατριώτας. Εὐτυχὴς ἐγώ, ἀν ἀξιωθῶ τῆς εὐνοίας τοιούτου καλοῦ καὶ ἀγαθοῦ Γέροντος καὶ νὰ ἀπολαύσω τὰς συμβουλάς του».

Όταν θεώρησε ότι είχε κάνει το χρέος του απέναντι στην επαναστατημένη Ελλάδα, αποφάσισε να γυρίσει πίσω στη Ρωσία με τη σκέψη να εκποιήσει μέρος της περιουσίας του προς ενίσχυση των επαναστατημένων, αλλά τα γεγονότα τον πρόλαβαν.

Το τέλος

Η νόσηση από ελονοσία στο Ναύπλιο και ο θάνατος στο λοιμοκαθαρτήριο της Ζακύνθου.

Το ταξίδι στην Ελλάδα επιβάρυνε αρκετά την ήδη βεβαρημένη υγεία του γηραιού Ιωάννη Βαρβάκη, γεγονός που τον ανάγκασε να επισπεύσει το ταξίδι της επιστροφής του στη Ρωσία.

Προφητική γι’ αυτά που έμελλε να αντιμετωπίσει ο Ιωάννης Βαρβάκης αλλά και χαρακτηριστική των άσχημων συνθηκών που επικρατούσαν στην έδρα της ελληνικής κυβερνήσεως είναι η επιστολή του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, που στις 29 Οκτωβρίου 1824 τον καλεί στο Άργος να διαμείνει στο σπίτι του προκειμένου να αποφύγει την επικίνδυνη δυσοσμία του Ναυπλίου: «Φοβοῦμαι μήπως καὶ ἡ πανευγενεία σας περιμένοντας τήν ἐκλαμπρότηταν του μολυνθῆτε ἀπὸ τὴν νοσώδη ἀποφορὰν ταύτης τῆς πολιτείας, καὶ ὁ θεός μὴ τὸ δώση ἀσθενήσετε· διὰ τοῦτο προτρέπω τὴν πανευγενείαν σας νὰ μετοικήσετε ἐνταῦτα, ὅπου ἔχω ἑτοίμην καὶ κατοικίαν ἀξίαν προς ἀνάπαυσίν σας… καὶ ἀποφασίζετε παραγγήλετέ με νὰ σᾶς ἀποστείλω τὸ ἄλογον καὶ ὅσα ἄλλα ζῶα χρειάζεσθε διὰ νὰ ἐξέλθετε…».

∆υστυχώς, κατά την παραμονή του στο Ναύπλιο, ο Βαρβάκης νόσησε από ελονοσία. «Εὑρισκόμενος εἰς Ναύπλιον ἔλαβε τὸν τριταῖον πυρετὸν, καὶ ἱατρεύθη μὲ τὸ σύνηθες εἰς αὐτὰς τὰς νόσους φάρμακον», όπως καταγράφεται στην ιατρική αναφορά της 1η Φεβρουαρίου 1825.

Και ο ίδιος κατά την εσπευσμένη αναχώρησή του από το Ναύπλιο, απευθυνόμενος στους Σπετσιώτες που τόσο ήθελε να επισκεφθεί, αφού εκεί είχαν καταφύγει και πολλοί Ψαριανοί μετά την καταστροφή, γράφει σχετικά με την περιπέτεια της υγείας του: «∆ιαπλέων ἀντίκρυ τῆς λαμπρᾶς ὑμῶν νήσου, ἀσθένεια μοι ἐμπόδιζε νὰ ἔλθω κατ’ εὐθείαν, ἵνα κάμω τὸ ἱερόν μου χρέος πρὸς Ὑμᾶς τοὺς εὐεργέτας τῶν ἀτυχισάντων Ψαῤῥιανῶν, το χρέος τῆς εὐγνωμοσύνης μου».

Ιωάννης Βαρβάκης: Από κουρσάρος, μεγάλος εθνικός ευεργέτης-13

Η πόλη και το λιμάνι της Ζακύνθου. Επιχρωματισμένη χαλκογραφία του Joseph Cartwright (Alamy/Visualhellas.gr).

Έφτασε στη Ζάκυνθο στις 21 ∆εκεμβρίου και με την αιτιολογία ότι έπασχε από λοιμώδη νόσο, επικίνδυνη για τη δημόσια υγεία, αναγκάστηκε να διαμείνει στο λοιμοκαθαρτήριο του νησιού, του οποίου διευθυντής τύγχανε να είναι ο εκλεκτός του φίλος Κωνσταντίνος ∆ραγώνας. Εκεί πέρασε τις τελευταίες ημέρες της ζωής του, αφού δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το ταξίδι της επιστροφής και πέθανε στις 12 Ιανουαρίου 1825.

Ιωάννης Βαρβάκης: Από κουρσάρος, μεγάλος εθνικός ευεργέτης-14Η ηλικία του, η φυσική του κατάσταση και η βεβαρυμένη υγεία του, όπως καταγράφεται στην ιατρική αναφορά που συνέταξαν οι γιατροί του, δεν βοήθησαν ώστε να ξεπεράσει ό,τι τον ταλαιπωρούσε και να συνεχίσει για τη Ρωσία:

«Ἡ θανατηφόρος ἀσθένεια τοῦ φιλογενεστάτου Βαρβάκη συνδέεται τόσον μέ τὴν φυσιολογικὴν του κατάστασιν, ὥστε ἡ περιγραφὴ τῆς πρώτης ἤθελε φανεῖ ἀτελὴς, χωρίς τὴν σύντομον τῆς δευτέρας ἔκθεσιν.

»Ὁ Βαρβάκης ἦτο σχεδόν ὀγδοηκοντούτης ὑψηλός, παχύτατος, καὶ κράσεως πλέον λυμφατικῆς παρὰ αἱματώδους· αὐτὸς ἔπασχε πρὸ χρόνων καὶ τὴν δυσπεψία καὶ τὴν ἀθρίτιδα λιθοτομηθεὶς εἰς Μόσχαν κατὰ τὸ 1820 ἔτος, ὑπέπεσε εἰς τὴν ἀηδεστάτην ἐκείνην ἀσθένειαν τὴν ἀκρατησίαν ἐφύλαξεν ἕως θανάτου· τέσσαρα πάθη ὅλα σχεδόν ἀνίατα συνώδευον εἰς τὴν Ἑλλάδα τὸν ἀξιοσέβαστον τοῦτον Γέροντα: αὐτἀ ἡνωμένα μὲ τὴν ἄφευκτον ἀδυναμίαν τῆς ἡλικίας του, καὶ μὲ τὴν παντελῆ καταφρόνησιν, τὴν ὁποίαν πάντοτε ἔδειξε πρὸς τοὺς κανόνας τῆς ∆ιαιτητικῆς, τὸν ἠνόχλουν ἀκαταπαύστως, καὶ ἐφοβέριζον καθημερινῶς τὴν φυσικὴν ὕπαρξιν του· τοιαύτη ἦτον ἡ φυσιολογικὴ, ἤ καλήτερον ἡ χρονικοπαθολογικὴ κατάστασις τοῦ Βαρβάκη».

Ο Βαρβάκης, κατά την παραμονή του στη Ζάκυνθο, προσπάθησε να διευθετήσει ό,τι εκκρεμότητες είχε, έδωσε οδηγίες για τον χειρισμό των υποθέσεών του, ζήτησε να συντάξει συμπληρωματική διαθήκη, και τέλος ζήτησε να εξομολογηθεί και να κοινωνήσει διαισθανόμενος προφανώς ότι πλησίαζε το τέλος του.

Ενώ σταδιακά ολοκληρωνόταν το διάστημα του καθαρμού του, φαίνεται ότι η κατάστασή του επιδεινώθηκε ξαφνικά: «ἐξακολουθῶν νὰ ἦναι ἥσυχος ἔπιε τὸ μεσημέριον ὀλίγον ζωμὸν μ’ ὀλιγώτατον κρασίον τῆς Μαδέρης ἐναντίον τῆς Γνώμης τῶν ἱατρῶν. Μετὰ δὺω ὥρας ὁ Γέρων λαμβάνει πάλιν μίαν λιποθυμίαν, ἥτις κρατεῖ ἕως δύω λεπτὰ, καὶ ἀφ’ οὗ τὸν ἀφίνει ἐλεύθερον μίαν ὥραν ἐπιστρέφει δυνατωτέρα τῆς πρώτης, καὶ συνοδευμένη μὲ τρομερὸν σπασμὸν εἰς τὸν λάρυγκα˙ πρὸς τὰς τέσσαρας ὥρας τὸ ἐσπέρας ὁ Στέφανος κ’ ἐγὼ ἐπισκεπτόμεθα τὸν ἀσθενῆ, καὶ τὸν βλέπομεν εἰς ἀθλιεστάτην κατάστασιν εἰς ἐκείνην τὴν στιγμὴν ν’ ἀποβάλλῃ τὰ φλέγματα, τὰ ὁποῖα ἐφοβέριζον νὰ τὸν πνίξουν˙ […] εἰς μάτην προσπαθοῦμεν νὰ τὸν παρηγορήσωμεν […] ἡ πρόγνωσις μας εἶναι θάνατος».

Η τελευταία νύχτα του περιγράφεται από τους γιατρούς ως εξής: «Ἡ κατάστασις ὅμως ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι δύσκολος· […] τὴν νύκτα ὁ ἀσθενής εἶναι ἀνήσυχος, γογγίζει δυνατὰ, περιστρέφεται ἀκαταπαύστως, καὶ προσπαθεῖ μὲ τενισμὸν ν’ ἀποβάλλῃ ὅ,τι τὸν στενοχωρεῖ τὴν κοιλίαν, τρία κλυστήρια μὲ ἀθώα ὑγρὰ δὲν προξενοῦν καμμίαν ἐλάφρωσιν, ἕν ἐπιστατικὸν βάλλεται εἰς τὸ ἐπιγράστριον, τὸ ὁποῖον ὁ ἀσθενής περιστρεφόμενος μετατοπίζει· ἡ γλῶσσα στεγνώνει, καὶ πάλιν στρέφει εἰς τὴν πρώτην κατάστασίν τῆς εἰς τὸ μεταξύ τοῦτο ὁ πάσχων παραμιλεῖ ὀλίγον· πρὸς τὸ μεσονύκτιον οἱ σφυγμοὶ εἶναι συνεχεῖς, ἀνώμαλοι καὶ διαλείποντες˙ θερμός ἴδρως σκεπάζει κατὰ μέρος τὸν θώρακα καὶ τὴν κεφαλὴν· ἡ ἀγωνία διαδέχεται τὰ τρομερὰ αὐτὰ συμπτώματα, καὶ ὁ θάνατος προς τὰς ἔνδεκα τὴν αὐγὴν».

Σύμφωνα με το πιστοποιητικό της ανακομιδής των λειψάνων του που εκδόθηκε στις 24 Ιουνίου 1852, ετάφη κοντά στον ναό του Αγίου Νικολάου εντός του λοιμοκαθαρτηρίου και επτά χρόνια αργότερα πραγματοποιήθηκε η ανακομιδή των οστών του και η τοποθέτησή τους εντός του ναού.

Και κάπως έτσι γράφτηκε το τέλος ενός φιλεύσπλαχνου, μεγάλου εθνικού ευεργέτη, που προσέφερε ανιδιοτελώς τις υπηρεσίες του, τη βοήθεια και τα χρήματά του σε όποιον έκρινε ότι είχε ανάγκη. Όσο αναπάντεχη και ευχάριστη υπήρξε η επίσκεψή του στην Ελλάδα για όλους τους επαναστατημένους Έλληνες που τον περίμεναν σαν σωτήρα τη δύσκολη εκείνη περίοδο του Αγώνα, άλλο τόσο αναπάντεχη και θλιβερή ήταν η είδηση του θανάτου του. Ωστόσο, ο ίδιος ο Βαρβάκης φρόντισε ακόμα και μετά τον θάνατό του να συνεισφέρει αφήνοντας μεγάλη παρακαταθήκη αγαθοεργιών, ευεργεσιών, κοινωφελών έργων και κληροδοτημάτων που προσφέρουν υποστήριξη και υπηρεσίες σε πολλούς ωφελούμενους μέχρι σήμερα.

Ιωάννης Βαρβάκης: Από κουρσάρος, μεγάλος εθνικός ευεργέτης-15
Ανδριάντας του Ιωάννη Βαρβάκη στον κήπο του Ζαππείου. Είναι έργο του Λεωνίδα Δρόση και τοποθετήθηκε στη θέση αυτή το 1889 (Shutterstock).
comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT