Επιχείρηση προσέγγισης με τη Μόσχα

Το καλό κλίμα στην επίσκεψη του Σοβιετικού πρωθυπουργού Τιχόνοφ στην Αθήνα δεν οδήγησε σε ουσιαστικά αποτελέσματα

7' 43" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία σηματοδότησε αλλαγές στην ελληνική στάση έναντι της Σοβιετικής Ενωσης (και του ανατολικού συνασπισμού συνολικά), παρότι εντοπίζονταν και σημαντικά στοιχεία συνέχειας με τις αντίστοιχες πολιτικές των κυβερνήσεων Κων. Καραμανλή και Γ. Ράλλη. Εξαρχής ο νέος πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου προσπάθησε να προωθήσει πιο «πολυδιάστατη» και κυρίως «ανεξάρτητη» εξωτερική πολιτική, η οποία προϋπέθετε σημαντικά ανοίγματα προς το ανατολικό μπλοκ και τον Τρίτο Κόσμο. Παράλληλα, στις διακηρύξεις του επανειλημμένως είχε ταχθεί –και συνέχισε να τάσσεται– υπέρ της αποκλιμάκωσης του ψυχροπολεμικού ανταγωνισμού, με απώτερο στόχο ή διακηρυγμένη ελπίδα την τελική υπέρβαση του Ψυχρού Πολέμου. Σημαντική πτυχή της εξωτερικής πολιτικής της πρώτης τετραετίας του ΠΑΣΟΚ υπήρξε και η επιδίωξη της βελτίωσης των σχέσεων και της ανάπτυξης της συνεργασίας της Ελλάδας με τη Σοβιετική Ενωση και με τα κομμουνιστικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης.

Επιχείρηση προσέγγισης με τη Μόσχα-1
Υποδοχή του Νικολάι Τιχόνοφ στο αεροδρόμιο του Ελληνικού.

Η στρατηγική Παπανδρέου

Ποικίλα ήταν τα κίνητρα του Ανδρέα Παπανδρέου για την επιδίωξη της εμβάθυνσης των σχέσεων Αθήνας – Μόσχας. Πρώτον, ειλικρινής υπήρξε η επιθυμία της κυβέρνησης για αποκλιμάκωση της διεθνούς έντασης ανάμεσα στους δύο συνασπισμούς και για απομάκρυνση του κινδύνου πυρηνικού ολοκαυτώματος στην Ευρώπη, αλλά και η επιδίωξη της νέας ελληνικής ηγεσίας να εμφανίζεται αποστασιοποιημένη από την επιρροή και την πολιτική των Αμερικανών. Καθώς όμως ο Παπανδρέου δεν ήταν πραγματικά διατεθειμένος να έρθει σε σύγκρουση με την Ουάσιγκτον, κατανοώντας ότι κάτι τέτοιο θα υπονόμευε τη διεθνή θέση και ισχύ της Ελλάδας (ιδίως έναντι της Τουρκίας), προτίμησε να αποστασιοποιηθεί σε σειρά άλλων ζητημάτων, όπου δεν διακυβεύονταν ζωτικά ελληνικά συμφέροντα (όπως στο Πολωνικό ή σε ζητήματα πυρηνικών εξοπλισμών). Επίσης, τουλάχιστον μέχρι το 1984, ο Παπανδρέου επέλεγε να στέκεται στον δημόσιο λόγο του περισσότερο επικριτικά έναντι της Ουάσιγκτον, παρά έναντι της Μόσχας.

Επιπλέον, οι κινήσεις της νέας κυβέρνησης για περαιτέρω βελτίωση των σχέσεων με τη Σοβιετική Ενωση εντάσσονταν στην ευρύτερη στρατηγική του Παπανδρέου να ανεύρει πρόσθετα διεθνή ερείσματα προς εξισορρόπηση της Τουρκίας. Ετσι ο ίδιος, σε συνομιλίες που είχε με Σοβιετικούς αξιωματούχους μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας, επιζήτησε την παρέμβαση της Σοβιετικής Ενωσης, ώστε εκείνη να ασκήσει την επιρροή της στην Τουρκία προκειμένου η τελευταία να απόσχει από προκλητικές στρατιωτικές ή διπλωματικές ενέργειες στο Αιγαίο και την Κύπρο και να καταστεί εφικτή η ειρηνική επίλυση των διαφορών με σεβασμό του διεθνούς δικαίου. Φυσικά, η Αθήνα έτρεφε και την ελπίδα για περαιτέρω ανάπτυξη και των διμερών ελληνοσοβιετικών εμπορικών και οικονομικών δεσμών, ώστε να ωφεληθεί η ελληνική οικονομία. Ηδη πριν από την ανάληψη της εξουσίας από το ΠΑΣΟΚ είχαν υπογραφεί ή δρομολογηθεί ελληνοσοβιετικές συμφωνίες για την επισκευή σοβιετικών εμπορικών και πολεμικών πλοίων στα ναυπηγεία του Νεωρίου Σύρου, καθώς και για την κατασκευή εργοστασίου παρασκευής αλουμίνας (μεγάλο μέρος της οποίας θα εξαγόταν έπειτα στη Σοβιετική Ενωση). Επίσης, στις αρχές του 1982 Σοβιετικοί αξιωματούχοι έδωσαν διαβεβαιώσεις στην ελληνική κυβέρνηση ότι η ΕΣΣΔ θα προχωρούσε σε παραγγελίες μεγάλων ποσοτήτων αγροτικών προϊόντων από την Ελλάδα (όπως εσπεριδοειδή, καπνά, κρασί), ώστε να βελτιωθεί και το εμπορικό ισοζύγιο που ήταν μονίμως ελλειμματικό για την ελληνική πλευρά.

Σκοπιμότητες εσωτερικής πολιτικής

Τέλος, δεν έλειπαν και οι υπολογισμοί σχετικά με τις μελλοντικές εξελίξεις στην εσωτερική πολιτική σκηνή. Δεδομένης της ισχύος του ΚΚΕ κυρίως στον συνδικαλιστικό χώρο, ο Ανδρέας Παπανδρέου επιθυμούσε να αμβλύνει τυχόν αντιδράσεις των κομμουνιστών και της πιο ριζοσπαστικής πτέρυγας του ΠΑΣΟΚ για την καθυστέρηση ή την αναβολή υλοποίησης σημαντικών εξαγγελιών της κυβέρνησης της «Αλλαγής». Εξαγγελιών και υποσχέσεων που είτε αφορούσαν το πεδίο της διεθνούς πολιτικής (λόγου χάρη, παραμονή της χώρας στο ΝΑΤΟ και την ΕΟΚ και σχέσεις με τις ΗΠΑ) είτε το πεδίο της οικονομίας, με την κυβέρνηση να πιέζεται για την άσκηση ακόμη πιο γενναιόδωρης αναδιανεμητικής πολιτικής. Η σύσφιγξη των δεσμών με τη Σοβιετική Ενωση αφενός θα κατεύναζε την ηγεσία και τους οπαδούς του ΚΚΕ, αφετέρου θα έδινε το κίνητρο στο Κρεμλίνο να «συμβουλεύσει» το ΚΚΕ να διατηρήσει σχετικά ανεκτική στάση έναντι της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Πράγματι, στη δεδομένη συγκυρία η σοβιετική ηγεσία διέκρινε κάποια οφέλη από τις διαφοροποιήσεις της Ελλάδας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και της ΕΟΚ. Ετσι, το ΚΚΕ –που στις δημοτικές εκλογές του 1982 είχε σημειώσει πολύ καλές επιδόσεις– σε γενικές γραμμές κράτησε σχετικά χαμηλούς αντιπολιτευτικούς τόνους σε σχέση με την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ μέχρι το 1985, εστιάζοντας τον αντιπολιτευτικό του αγώνα στο μέτωπο των απεργιακών κινητοποιήσεων.

Επιχείρηση προσέγγισης με τη Μόσχα-2
H υπουργός Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη συνοδεύει τον Τιχόνοφ στην Ακρόπολη. 22.2.1983. Η αμετάβλητη θέση που τηρεί η Μόσχα στα ελληνοτουρκικά, πρώτο θέμα στην «Κ».
Επιχείρηση προσέγγισης με τη Μόσχα-3
22.2.1983. Η αμετάβλητη θέση που τηρεί η Μόσχα στα ελληνοτουρκικά, πρώτο θέμα στην «Κ».

Διατηρήθηκε η πολιτική ίσων αποστάσεων από Ελλάδα και Τουρκία

Το 1983, ενώ σταδιακά κλιμακωνόταν η ένταση στην Ευρώπη μεταξύ των συμμαχιών του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας εξαιτίας της λεγόμενης «κρίσης των ευρωπυραύλων», καθώς το φθινόπωρο του ίδιου έτους ήταν επικείμενη η άφιξη των νέων αμερικανικών πυραύλων «Πέρσινγκ ΙΙ» και «Κρουζ», η ελληνική κυβέρνηση επέδειξε αυξημένη κινητικότητα. Τον Ιανουάριο του 1983, ενόψει και της άφιξης του Σοβιετικού πρωθυπουργού Νικολάι Τιχόνοφ στην Αθήνα, η ελληνική πλευρά χαιρέτισε τη σοβιετική πρόταση για τη συνομολόγηση συμφώνου μη επίθεσης και τον σταδιακό περιορισμό των εξοπλισμών μεταξύ Συμφώνου της Βαρσοβίας και ΝΑΤΟ. Και γενικότερα η κυβέρνηση Παπανδρέου και προσωπικά ο πρωθυπουργός είχαν υιοθετήσει –τουλάχιστον σε επίπεδο ρητορείας– θέσεις πιο φιλικές προς τις επίσημες διακηρύξεις του Κρεμλίνου, το οποίο καλούσε σε αναστολή της ανάπτυξης των νέων αμερικανικών πυραύλων στην Ευρώπη και σε νέες διαπραγματεύσεις για μείωση των εξοπλισμών (αντίθετα, το ΝΑΤΟ ήταν πρόθυμο να αναστείλει την ανάπτυξη των νέων αμερικανικών πυραύλων, αν πρώτα οι Σοβιετικοί απέσυραν πλήρως τους δικούς τους πυραύλους ενδιάμεσου βεληνεκούς SS-20).

Απότοκη της στάσης της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ υπήρξε μια περιορισμένη –και πάντως προσωρινή– μετακίνηση της Μόσχας προς τις ελληνικές θέσεις ως προς τα ελληνοτουρκικά. Επίσης, διατηρήθηκε και βελτιώθηκε το θετικό κλίμα που είχε καλλιεργηθεί στις διμερείς σχέσεις κατά τα αμέσως προηγούμενα έτη. Ακόμη, κατά τα έτη 1982-1985 έλαβε χώρα σειρά επισκέψεων των ηγετών των δύο κρατών. Πιο σημαντική υπήρξε η επίσημη επίσκεψη του Σοβιετικού πρωθυπουργού Νικολάι Τιχόνοφ στην Αθήνα τον Φεβρουάριο του 1983. Ηταν η πρώτη επίσκεψη Σοβιετικού ηγέτη στην Ελλάδα. Ο Τιχόνοφ είχε συνομιλίες με την ελληνική πολιτική (Παπανδρέου) και πολιτειακή (Καραμανλή) ηγεσία. Σε πολιτικό επίπεδο το κλίμα στις συναντήσεις ήταν πολύ καλό, ενώ οι δύο πλευρές συμφώνησαν –μάλλον γενικόλογα– στη χρησιμότητα των αποπυρηνικοποιημένων ζωνών και στην ανάγκη περιορισμού των πυρηνικών και συμβατικών εξοπλισμών «στο κατώτατο δυνατό επίπεδο». Ωστόσο, η ελληνική κυβέρνηση δεν υιοθέτησε στάση καταδικαστική της επικείμενης ανάπτυξης των νέων αμερικανικών πυραύλων στη Δυτική Ευρώπη. Ούτε οι Σοβιετικοί αναθεώρησαν τις εκπεφρασμένες θέσεις τους για το Κυπριακό και το Αιγαίο και ουσιαστικά διατήρησαν την πολιτική των «ίσων αποστάσεων» έναντι Ελλάδας (και Κύπρου) και Τουρκίας.

Ενώ στα ζητήματα «σκληρής πολιτικής» δεν διαφαίνονταν μεγάλα περιθώρια ελληνοσοβιετικής σύγκλισης, πιο ενθαρρυντικές εμφανίζονταν οι προοπτικές μεγαλύτερης ανάπτυξης των ελληνοσοβιετικών οικονομικών και εμπορικών σχέσεων. Οι δύο πλευρές υπέγραψαν σειρά συμφωνιών, όπως σύμφωνο οικονομικής συνεργασίας δεκαετούς διάρκειας για τη συγκρότηση μεικτών εταιρειών που θα δραστηριοποιούνταν στον χώρο της ηλεκτρικής ενέργειας, του φυσικού αερίου και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, της αγροτικής παραγωγής, των κατασκευών και επεκτεινόταν σε περιβαλλοντικά θέματα. Ακόμη, συμφωνήθηκε η κατασκευή, με σοβιετική βοήθεια, εργοστασίου παραγωγής αλουμίνας. Oταν το έργο θα περατωνόταν, σημαντικό μέρος της παραγόμενης αλουμίνας θα εξαγόταν στη Σοβιετική Ενωση.

Οι ελληνικές επισκέψεις

Από την πλευρά του ο Ανδρέας Παπανδρέου επισκέφθηκε τη Μόσχα τρεις φορές. Η πρώτη ήταν τον Νοέμβριο του 1982 και η δεύτερη τον Φεβρουάριο του 1984, στις κηδείες των Σοβιετικών ηγετών Λεονίντ Μπρέζνιεφ και Γιούρι Αντρόποφ αντίστοιχα. Μεσολάβησε η επίσκεψη στη ΕΣΣΔ, τον Ιούλιο του 1984, ελληνικής κοινοβουλευτικής αντιπροσωπείας, με επικεφαλής τον πρόεδρο της Βουλής Γ. Αλευρά. Οι συνομιλίες έλαβαν χώρα σε καλό κλίμα, δίχως ωστόσο να παραχθεί κάποιο απτό αποτέλεσμα. Επειτα, τον Φεβρουάριο του 1985, ο Ανδρέας Παπανδρέου, συνοδευόμενος από αρκετούς υπουργούς, επισκέφθηκε επισήμως τη Μόσχα. Εκεί έγινε δεκτός με τιμές ως «υπέρμαχος της ειρήνης, της ύφεσης και των φιλικών σχέσεων με τη Σοβιετική Ενωση». Ο Ελληνας πρωθυπουργός είχε συνομιλίες με τον ομόλογό του Τιχόνοφ και τον υπ. Εξωτερικών Αντρέι Γκρομίκο. Ωστόσο, δεν κατέστη δυνατό να συναντηθεί με τον διάδοχο του Γιούρι Αντρόποφ, τον γενικό γραμματέα του ΚΚΣΕ και πρόεδρο του Ανωτάτου Σοβιέτ, Κονσταντίν Τσερνιένκο, που ήταν πολύ βαριά άρρωστος. Από ελληνικής πλευράς δύο ήταν οι βασικοί στόχοι της κυβέρνησης. Αφενός να διατηρηθεί και ει δυνατόν να βελτιωθεί περαιτέρω το ήδη καλό κλίμα στις διμερείς σχέσεις. Αφετέρου να αναβαθμιστεί ουσιωδώς η ελληνοσοβιετική εμποροοικονομική συνεργασία, με βασικές επιδιώξεις τη μείωση του ελληνικού εμπορικού ελλείμματος έναντι της ΕΣΣΔ· την προώθηση στη σοβιετική αγορά και βιομηχανικών –πέραν των αγροτικών– προϊόντων· την ανάπτυξη της διμερούς ναυτιλιακής συνεργασίας· και τη συνομολόγηση συμφωνιών για την κατασκευή μεγάλων βιομηχανικών και τεχνικών έργων.

Τελικά η επίσκεψη δεν οδήγησε σε ουσιώδη εμβάθυνση των ελληνοσοβιετικών σχέσεων, ενώ ούτε κατά τα αμέσως επόμενα έτη σημειώθηκε κάποια πρόοδος. Γενικότερα, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 το καλό κλίμα δεν οδήγησε σε πιο ουσιαστική προσέγγιση. Παρότι η Μόσχα υιοθέτησε σε επίπεδο διακηρύξεων θέσεις πιο φιλικές προς τα ελληνικά συμφέροντα στο Κυπριακό και το Αιγαίο, ωστόσο δεν μετέβαλε ουσιωδώς την πολιτική της διατήρησης ίσων αποστάσεων μεταξύ Αθήνας (και Λευκωσίας) και Αγκυρας. Ιδίως ως προς τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, το Κρεμλίνο θεωρούσε ότι στο Αιγαίο υφίσταντο ελληνοτουρκικές διαφορές (πέραν του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας) που έπρεπε να επιλυθούν με διάλογο και όχι μονομερείς τουρκικές διεκδικήσεις και προκλήσεις. Παράλληλα, η Μόσχα συνέχισε την πολυεπίπεδη οικονομική, εμπορική και τεχνική συνεργασία που είχε αναπτύξει με την τουρκική πλευρά ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970.
 
Ο κ. Διονύσης Χουρχούλης είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου.

Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT