Η Μαρία Αντουανέτα γεννήθηκε στη Βιέννη, στις 2 Νοεμβρίου 1755. Ηταν κόρη του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Α’ και της αυτοκράτειρας Μαρίας Θηρεσίας. Ο γάμος της με τον –στη συνέχεια– Λουδοβίκο ΙΣΤ΄, το 1770, εν μέρει έργο του δούκα de Choiseul, ενός από τους κύριους αρχιτέκτονες της συμφιλίωσης μεταξύ Γαλλίας και Αυστρίας, συνάντησε χλιαρή υποδοχή από το γαλλικό κοινό, το οποίο δεν είχε ξεχάσει τη μακρόχρονη εχθρότητα της χώρας προς τον Οίκο των Αψβούργων.
Στα μάτια των πολιτών, ωστόσο, η Μαρία Αντουανέτα και ο Λουδοβίκος συμβόλιζαν την υπόσχεση μιας νέας βασιλείας. Αλλωστε, ο ηλικιωμένος Γάλλος βασιλιάς Λουδοβίκος Ε΄ δεν έχαιρε ιδιαίτερης δημοφιλίας και ο θάνατός του, στις 10 Μαΐου 1774, αντιμετωπίστηκε μάλλον με ανακούφιση σε ολόκληρο το βασίλειο. Ετσι, η Μαρία Αντουανέτα έγινε βασίλισσα πριν ακόμα κλείσει τα είκοσι έτη.
Εχοντας μεγαλώσει σε πιο ελεύθερες συνθήκες, η νεαρή βασίλισσα δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί στην περίπλοκη εθιμοτυπία των Βερσαλλιών.
Κατά την άφιξή της στις Βερσαλλίες, η αυστριακής καταγωγής βασίλισσα βρέθηκε σε ένα περιβάλλον το οποίο δεσμευόταν από πολλές επισημότητες: την τελετή αφύπνισης, τις περίτεχνες προετοιμασίες, το βασιλικό κοινό, τα δημόσια γεύματα… Εχοντας μεγαλώσει σε πιο ελεύθερες συνθήκες από την άποψη του πρωτοκόλλου στα βασιλικά ανάκτορα της Αυστρίας, η νεαρή βασίλισσα δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί στην περίπλοκη εθιμοτυπία των Βερσαλλιών.
Το 1778, ύστερα από οκτώ χρόνια γάμου, έφερε στον κόσμο το πρώτο της παιδί, τη Μαρί-Τερέζ. Ακολούθησε ο Ξαβιέ-Φρανσουά το 1781, ο οποίος όμως θα έφευγε από τη ζωή στα οκτώ του χρόνια. Τρίτο παιδί και διάδοχος του θρόνου, ύστερα από τον θάνατο του αδελφού του, ήταν ο Λουί-Σαρλ. Το τέταρτο και τελευταίο παιδί του βασιλικού ζεύγους, η Σοφί-Μπεατρίς, έζησε μόνο λίγους μήνες. Φαίνεται πως η Μαρία Αντουανέτα υπήρξε μια στοργική μητέρα, αν και δεν επικράτησε αυτή η εικόνα για το πρόσωπό της.
Απολάμβανε τη διασκέδαση και είχε επιρροή στην επιλογή παραστάσεων που θα ανέβαιναν στην Αυλή. Επαιζε άρπα και τσέμπαλο, ενώ μπορούσε να τραγουδήσει εξίσου καλά. Υποστήριξε πολλούς καλλιτέχνες και μουσικούς που συμπαθούσε, όπως οι Grétry, Gluck και Sacchini. Εκτός από προστάτις πολλών καλλιτεχνών, όπως η ζωγράφος Élisabeth Vigée Le Brun, υπήρξε ακόμα δεινή παίκτρια του μπιλιάρδου και των χαρτιών, στα οποία κάποιες φορές έχανε μεγάλα ποσά και άλλες κέρδιζε περιουσίες από τους συμπαίκτες της. Αυτή η συμπεριφορά της είχε κατακριθεί πολλές φορές ακόμα και από την οικογένεια του Λουδοβίκου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η θεία του βασιλιά, Μαρία Αδελαΐδα της Γαλλίας, η οποία δεν ανεχόταν τέτοιου είδους «φανταχτερές» συμπεριφορές, αποκαλώντας την μάλιστα υποτιμητικά «η Αυστριακή».
Υπό την επιρροή της μητέρας της, έκανε κάποιες αδέξιες προσπάθειες να εμπλακεί στην πολιτική, οι οποίες όμως αντιμετωπίστηκαν με περιφρόνηση.
Υπό την επιρροή της μητέρας της, έκανε κάποιες αδέξιες προσπάθειες να εμπλακεί στην πολιτική, οι οποίες όμως αντιμετωπίστηκαν με περιφρόνηση. Αν και η κοινή γνώμη είχε δείξει αρχικά εύνοια απέναντι στο πρόσωπό της, σύντομα η βασίλισσα έγινε στόχος συκοφαντιών και σατιρικών κριτικών. Οποια προσπάθεια και αν έγινε από μέρους της για να κερδίσει ξανά την κοινή γνώμη απέτυχε. Οταν πια ξέσπασε η Γαλλική Επανάσταση, η βασίλισσα αποτελούσε μια πραγματικά μισητή φιγούρα.
Φυλακίστηκε στις 10 Αυγούστου 1792. Ωστόσο, επέδειξε μεγάλο θάρρος τόσο κατά τη διάρκεια της δίκης της ενώπιον του Επαναστατικού Δικαστηρίου όσο και κατά την εκτέλεσή της, στις 16 Οκτωβρίου 1793, στη σημερινή Place de la Concorde. Το 1815 τα λείψανά της, μαζί με αυτά του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄, μεταφέρθηκαν στο Αβαείο του Saint-Denis και τοποθετήθηκαν στην κρύπτη.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης