Στα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, σχεδόν όλα τα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη κατείχαν αποικίες σε διάφορες περιοχές του πλανήτη. Κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, όμως, η τάση των Ευρωπαίων να επεκτείνουν τις ήδη υπάρχουσες ή να δημιουργήσουν νέες αποικίες έλαβε ευρύτατες διαστάσεις· η τάση αυτή έμεινε γνωστή ως «αποικιακός ιμπεριαλισμός». Την ίδια προσπάθεια για αποικιακή επέκταση κατέβαλε και η Ιαπωνία στην Απω Ανατολή, έχοντας βλέψεις στις απέναντι ακτές της Κίνας.
Η κίνηση αυτή εκδηλώθηκε αρχικά στο Ηνωμένο Βασίλειο επί της πρωθυπουργίας του Μπέντζαμιν Ντισραέλι (1874-1880). Στη συνέχεια τη σκυτάλη ανέλαβε η Γαλλία, επεκτείνοντας την αποικιακή αυτοκρατορία της σε περιοχές όπως η Τύνιδα, η δυτική Αφρική, η Μαδαγασκάρη και η Ινδοκίνα. Παρότι αποτελούσε ισχυρή ευρωπαϊκή και παγκόσμια δύναμη, η Γαλλία δεν διέθετε αξιόλογες συμμαχίες στη Γηραιά ήπειρο, ως απόρροια του δικτύου συμμαχιών εναντίον της που είχε εξυφάνει ο σιδηρούς καγκελάριος Οτο φον Μπίσμαρκ. Ακόμη και μετά την παραίτησή του το 1890, η Γαλλία προσπαθούσε να ισορροπήσει ανάμεσα στις αναγκαιότητες που γεννούσε η παραδοσιακή αντιπαλότητά της με το Ηνωμένο Βασίλειο και σε εκείνες που προέκυπταν από τις εχθρικές σχέσεις της με τη Γερμανία. Ο ανταγωνισμός για τη διεκδίκηση των αποικιακών εδαφών οπωσδήποτε δυσχέρανε έτι περαιτέρω τις γαλλο-βρετανικές σχέσεις. Οι δύο δυνάμεις, άλλωστε, είχαν κοινά πεδία δράσης στην Αφρική.
Συγκεκριμένα, μετά τη διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ το 1869, η Αίγυπτος κατέστη μια περιοχή με εξαιρετικά μεγάλη σημασία για τον έλεγχο των θαλάσσιων συγκοινωνιών και τη διεξαγωγή του παγκόσμιου εμπορίου. Από το 1882 οι Βρετανοί ασκούσαν κυριαρχία στην Αίγυπτο, η οποία de jure αποτελούσε τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επιθυμώντας να ελέγχουν αυτόν τον σημαντικό για τα συμφέροντά τους κόμβο. Στα σχέδιά τους ήταν η μελλοντική σιδηροδρομική σύνδεση της Αιγύπτου με τις κτήσεις τους στη Νότια Αφρική.
Τη δεκαετία του 1890, όμως, τη βρετανική πρωτοκαθεδρία στην Αίγυπτο προσπάθησε να αμφισβητήσει η Γαλλία. Το 1894 και το 1895 οι Βρετανοί προειδοποίησαν τους Γάλλους ότι οποιαδήποτε ενέργειά τους στο Νότιο Σουδάν, όπου βρίσκονταν οι πηγές του Νείλου, θα προξενούσε την «πιο σοβαρή σύγκρουσή τους» έως τότε. Ο έλεγχος του ρου του Νείλου εθεωρείτο καθοριστικός για την κυριαρχία στην Αίγυπτο. Παρά τις προειδοποιήσεις των Βρετανών, οι Γάλλοι απέστειλαν μια εκστρατευτική ομάδα υπό τον αξιωματικό Jean Baptiste Marchand να διασχίσει την Αφρική, ξεκινώντας από τη Σενεγάλη στα δυτικά με προορισμό τη γαλλική κτήση στο Τζιμπουτί στα ανατολικά. Οπως γίνεται εμφανές, ο ιμπεριαλισμός των δύο ισχυρότερων αποικιακών δυνάμεων διασταυρωνόταν – συγκεκριμένα στο Νότιο Σουδάν.
Στις 10 Ιουλίου 1898 η ομάδα του Marchand έφτασε στο χωριό Φασόντα και έθεσε ζήτημα της κυριαρχίας της περιοχής. Οι Βρετανοί αντέδρασαν αμέσως, αποστέλλοντας ένα εκστρατευτικό σώμα υπό τον λόρδο Herbert Kitchener για την ανακατάληψη του άνω ρου του Νείλου. Η διαφορά ισχύος μεταξύ των δύο πλευρών ήταν τεράστια. Οι Βρετανοί είχαν κινητοποιήσει πάνω από 1.500 άνδρες, ενώ η γαλλική αποστολή αποτελείτο από λίγο παραπάνω από 150 άνδρες. Γύρω από τη Φασόντα οι Γάλλοι ύψωσαν ένα τείχος από λάσπη στην προσπάθειά τους να προφυλαχθούν από τα πυρά των Βρετανών. Ωστόσο, το επεισόδιο στη Φασόντα αποτέλεσε τη θρυαλλίδα για την πολεμική κινητοποίηση των δύο δυνάμεων. Οι Γάλλοι άρχισαν να συγκεντρώνουν στρατό στη Μάγχη και όλα έδειχναν ότι η Ευρώπη βρισκόταν στα πρόθυρα ενός νέου πολέμου το καλοκαίρι του 1898.
Εκείνο το καλοκαίρι τα ηνία της εξωτερικής πολιτικής ανέλαβε ο Théophile Delcassé. Ο Delcassé διέβλεψε ότι μια αναμέτρηση με το Ηνωμένο Βασίλειο εκείνη τη χρονική στιγμή θα ήταν καταστροφή για τη Γαλλία. Αποφάσισε να υποχωρήσει στα αιτήματα των Βρετανών. Στις 3 Νοεμβρίου 1898 διέταξε τόσο τον Marchand όσο και τα στρατεύματα που είχαν κινητοποιηθεί αλλού να υποχωρήσουν στις αρχικές τους θέσεις. Απώτερος στόχος του ήταν με αυτόν τον τρόπο να εξασφαλίσει κέρδη για τη Γαλλία στο Μαρόκο.
Eπιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης