Το πρώτο υπερατλαντικό τηλεφώνημα, η πρώτη ομιλούσα ταινία, το πρώτο αυτοκίνητο σε σχετικά προσιτή τιμή, η ανακάλυψη της πενικιλίνης. Ολα αυτά είναι γεγονότα που συνέβησαν τη δεκαετία του 1920, αλλάζοντας για πάντα τον τρόπο ζωής των ανθρώπων. Τα συντρίμμια που άφησε πίσω του ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, έδωσαν τη θέση τους σε μια ταχέως αναπτυσσόμενη κοινωνία, η οποία προόδευε, τουλάχιστον μέχρι το κραχ του 1929. Η τεχνολογία και οι επιστήμες, όμως, δεν ήταν οι μοναδικοί τομείς στους οποίους σημειωνόταν αισθητή πρόοδος. Ενας άλλος τομέας άρχιζε να ανθεί: το οργανωμένο έγκλημα.
Μέχρι τότε, οι διάφορες συμμορίες χειρίζονταν τις υποθέσεις τους με βίαιες επιθέσεις που δεν φαίνονταν προσεκτικά οργανωμένες. Με την έλευση της Ποτοαπαγόρευσης (1922-1933), όμως, τα κέρδη των λεγόμενων γκάνγκστερ από την παράνομη παραγωγή και διακίνηση αλκοολούχων ποτών ήταν τόσο μεγάλα που τους ανάγκασαν να αλλάξουν την οργάνωση των επιχειρήσεών τους. Πλέον, οι μαφιόζοι προσλάμβαναν δικηγόρους, λογιστές, ακόμη και επενδυτές. Οι αρχηγοί τους έβλεπαν τη δραστηριότητά τους περίπου όπως τη λειτουργία μιας επιχείρησης, ενώ για πρώτη φορά οι συμμορίες διαφορετικών εθνικοτήτων συνεργάζονταν μεταξύ τους.
Ο πρώτος άνθρωπος ο οποίος αντιλήφθηκε τα οφέλη της οργάνωσης των εγκληματικών δραστηριοτήτων και διαμόρφωσε τον κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος όπως τον ξέρουμε σήμερα, διοικώντας τις παράνομες επιχειρήσεις του ως νόμιμες, φαίνεται ότι ήταν ο Αρνολντ Ρόθσταϊν.
Μέχρι τα είκοσί του χρόνια, είχε αποκτήσει φήμη ως τζογαδόρος που ρίσκαρε υψηλά χρηματικά ποσά και ως τοκογλύφος
Γεννημένος στις 17 Ιανουαρίου 1882 στη Νέα Υόρκη, μέλος μιας επιφανούς μεσοαστικής εβραιοαμερικανικής οικογένειας, ο Ρόθσταϊν προοριζόταν να ακολουθήσει ένα σεβαστό επάγγελμα (ο πατέρας του ήταν έμπορος και ο αδελφός του ραβίνος), όμως δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μια τέτοιου είδους πορεία. Από νεαρή ηλικία, είχε μια προτίμηση στον τζόγο και ήταν γνωστός για τους γρήγορους μαθηματικούς υπολογισμούς του, παρότι δεν ήταν καλός μαθητής. Μέχρι τα είκοσί του χρόνια, είχε αποκτήσει φήμη ως τζογαδόρος που ρίσκαρε υψηλά χρηματικά ποσά και ως τοκογλύφος. Ωστόσο, σε αντίθεση με πολλούς άλλους στο επάγγελμά του, ο Ρόθσταϊν απέφευγε την απροκάλυπτη βία και προτιμούσε να χρησιμοποιεί τον πλούτο και τις διασυνδέσεις του για να ασκεί επιρροή αθόρυβα και αποτελεσματικά.
Μέχρι τα 30 του, είχε γίνει εκατομμυριούχος. Συγκέντρωσε τεράστιο πλούτο μέσω μιας ποικιλίας επιχειρήσεων, από τον τζόγο μέχρι το λαθρεμπόριο και τη διακίνηση ναρκωτικών. Εμεινε στην ιστορία επειδή φέρεται να ενορχήστρωσε το Σκάνδαλο των Black Sox του 1919, κατά το οποίο μέλη της ομώνυμης ομάδας μπέιζμπολ του Σικάγο κατηγορήθηκαν ότι έχασαν σκόπιμα το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα κατόπιν δωροδοκίας.
Μία από τις σημαντικές συνεισφορές του Ρόθσταϊν στο οργανωμένο έγκλημα ήταν το όραμά του να διευθύνει τις παράνομες επιχειρήσεις σαν νόμιμες. Είδε την Ποτοαπαγόρευση ως μια σημαντική οικονομική ευκαιρία και χρησιμοποίησε τον πλούτο και την οξυδέρκειά του για να δημιουργήσει ένα δίκτυο προμηθευτών και διανομέων, συγκροτώντας ένα από τα πρώτα συνδικάτα οργανωμένου εγκλήματος.
Η εγκληματική ζωή του Ρόθσταϊν οδήγησε τελικά στην πτώση του. Στις 4 Νοεμβρίου 1928, πυροβολήθηκε κατά τη διάρκεια μιας παρτίδας πόκερ στο Park Central Hotel του Μανχάταν, κατά πάσα πιθανότητα εξαιτίας ενός ανεξόφλητου χρέους από τζόγο ύψους 320.000 δολαρίων
Ασχολήθηκε επίσης με τη χειραγώγηση μετοχών, την αγορά ακινήτων και το αναπτυσσόμενο εμπόριο ναρκωτικών, και χρηματοδότησε πολλούς ανερχόμενους εγκληματίες, συμπεριλαμβανομένων των Τσαρλς «Λάκι» Λουτσιάνο και Μέιερ Λάνσκι, οι οποίοι αργότερα θα γίνονταν και οι ίδιοι διαβόητες φυσιογνωμίες του οργανωμένου εγκλήματος. Η επιρροή του Ρόθσταϊν στα συνδικάτα του εγκλήματος δεν σχετιζόταν μόνο με τη δομή τους, αλλά και με τις πρακτικές που χρησιμοποιούσαν. Το επίκεντρο μετατοπίστηκε πλέον από την παρορμητική βία στα υπολογισμένα επιχειρηματικά σχέδια.
Η εγκληματική ζωή του Ρόθσταϊν οδήγησε τελικά στην πτώση του. Στις 4 Νοεμβρίου 1928, πυροβολήθηκε κατά τη διάρκεια μιας παρτίδας πόκερ στο Park Central Hotel του Μανχάταν, κατά πάσα πιθανότητα εξαιτίας ενός ανεξόφλητου χρέους από τζόγο ύψους 320.000 δολαρίων (περίπου 6 εκατομμύρια σήμερα). Παρά τον θανάσιμο τραυματισμό του, αρνήθηκε να αναγνωρίσει τον δράστη, τηρώντας τον «κώδικα σιωπής» που ήταν κοινός στην κουλτούρα της μαφίας. Ο Ρόθσταϊν πέθανε στις 6 Νοεμβρίου 1928, δύο ημέρες μετά τον πυροβολισμό του, σε ηλικία 46 ετών.
Ο θάνατός του δημιούργησε ένα κενό εξουσίας, παρέχοντας ευκαιρίες για την ανάδυση αντίπαλων φατριών και τη διεξαγωγή νέων μαχών μεταξύ των οικογενειών του οργανωμένου εγκλήματος. Αυτή η αναταραχή έκανε τον υπόκοσμο πιο ορατό στο ευρύ κοινό, αποκαλύπτοντας την έκταση της διαφθοράς και του εγκλήματος στη Νέα Υόρκη, αλλά και ανοίγοντας τον δρόμο για την άνοδο του χαρισματικού μελλοντικού δημάρχου της πόλης, Φιορέλο Λα Γκουάρντια. Ο Λα Γκουάρντια εκμεταλλεύτηκε αυτή την αυξημένη ευαισθητοποίηση του κοινού και τη δυσαρέσκεια για την ανομία στις εκστρατείες του, συσπειρώνοντας τους ψηφοφόρους γύρω από την υπόσχεση της τήρησης του νόμου, της επιβολής της τάξης και της εφαρμογής μεταρρυθμίσεων. Οταν ανέλαβε τα καθήκοντά του το 1934, λίγες ημέρες μετά τη λήξη της Ποτοαπαγόρευσης, ο Λα Γκουάρντια εξαπέλυσε μια σφοδρή καταδίωξη άνευ προηγουμένου των συνδικάτων οργανωμένου εγκλήματος, της «κληρονομιάς» του Ρόθσταϊν.
Η ζωή του Αρνολντ Ρόθσταϊν (o οποίος έμεινε γνωστός με το παρατσούκλι «Ο Εγκέφαλος») δραματοποιήθηκε πολλές φορές στη μεγάλη και τη μικρή οθόνη, ενώ έγινε έμπνευση για πολυάριθμες μυθιστορηματικές απεικονίσεις –όπως ο χαρακτήρας του Μέιερ Γούλφσεϊμ στον Υπέροχο Γκάτσμπι του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ– αναδεικνύοντας τον αινιγματικό, σημαίνοντα ρόλο που διαδραμάτισε τόσο στον υπόκοσμο όσο και στην αμερικανική ποπ κουλτούρα.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης