Ο Ιούνιος του 1823 είναι κομβικός μήνας στην ιστορία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Στις 6 Ιουνίου ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος έγραψε την πρώτη επιστολή προς τον Τζορτζ Κάνινγκ. Στις 22 Ιουνίου ακολούθησε η δεύτερη. Την ίδια ημέρα ετοίμασε επιστολές προς το Φιλελληνικό Κομιτάτο, άλλους Βρετανούς αλλά κυρίως τις αναλυτικές οδηγίες προς τους Ελληνες απεσταλμένους που θα διαπραγματεύονταν το δάνειο στο Λονδίνο. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως στις 22 Ιουνίου 1823 η Ελλάδα δέθηκε στο άρμα της Μεγάλης Βρετανίας. Οχι μόνο δεν συνέβη κάτι τέτοιο αλλά ο Μαυροκορδάτος ήθελε να το αποφύγει με κάθε τρόπο. Επιδίωκε απλώς να επωφεληθεί από τη στροφή στη βρετανική πολιτική μετά την άνοδο του Κάνινγκ στη θέση του υπ. Εξωτερικών. Ομως, στις οδηγίες έθετε σαφή όρια: οι σχέσεις με τους Βρετανούς θα πρέπει να είναι εμπορικές και μάλιστα όχι αποκλειστικές· προσπαθήστε να διαπιστώσετε εάν η Βρετανία θα δεχόταν την ανεξαρτησία μας και με ποια σύνορα· μη δεχτείτε στρατιωτική βοήθεια, χρειαζόμαστε μόνο οικονομική.
Γιατί ο Μαυροκορδάτος περιόριζε τη διακριτική ευχέρεια και τα διαπραγματευτικά περιθώρια των απεσταλμένων στο Λονδίνο; Γιατί θεωρούσε λάθος να συνδεθούν οι Ελληνες στενότερα με τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία του πλανήτη; Οχι μόνο διότι ήταν καχύποπτος έναντι των Βρετανών αλλά και για έναν επιπλέον λόγο. Ο πολιτικός πρωταγωνιστής της Επανάστασης θεωρούσε επικίνδυνη για τους Ελληνες την εμπλοκή τους στους ανταγωνισμούς των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων. Στο μεταναπολεόντειο ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλειας η Ελλάδα δεν είχε το περιθώριο λανθασμένων κινήσεων, ούτε τη συνέφερε να μονοπωλήσει την «προστασία» και τις οικονομικές της σχέσεις μία μόνο δύναμη.
Η εντολή
Το σχέδιο του Μαυροκορδάτου όμως ήταν πολύ πιο τολμηρό και διορατικό. Εδωσε σαφή εντολή στους απεσταλμένους να επιδιώξουν να συνάψουν σχέσεις με τις ΗΠΑ, διότι αυτές οι σχέσεις «πραγματικά συμφέρουν την Ελλάδα». Τους ζήτησε να συναντήσουν και να συνομιλήσουν με τους πρέσβεις των ΗΠΑ στο Λονδίνο (Ρίτσαρντ Ρας) και στο Παρίσι (Αλμπερτ Γκάλατιν), ακόμα και απευθείας με τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ (Τζον Κουίνσι Ανταμς), έχοντας τη διακριτική ευχέρεια να διαπραγματευτούν τα πάντα με τους Αμερικανούς, όχι μόνο τους όρους ενός δανείου. Αλλά τους προειδοποίησε: «Ενώ οι συνομιλίες με τους Αμερικανούς είναι απαραίτητες, θα μας προκαλέσουν μεγάλη ζημιά αν δεν πραγματοποιηθούν με άκρα μυστικότητα». Ενας από τους αντιπροσώπους (προφανώς ο στενός συνεργάτης του, Ανδρέας Λουριώτης) θα μπορούσε, αν το θεωρούσε σκόπιμο, να ταξιδέψει μέχρι τις ΗΠΑ. Αλλά θα έπρεπε να πείσει τους Βρετανούς πως ο μοναδικός λόγος του ταξιδιού ήταν η σύναψη δανείου.
Εκείνη την ημέρα, στις 22 Ιουνίου 1823, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος έγραψε μια ακόμα επιστολή, αυτή που θεωρούσε ο ίδιος τη σημαντικότερη. Απευθυνόταν προς τον Αμερικανό υπ. Εξωτερικών και μελλοντικό πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζον Κουίνσι Ανταμς. Δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει τον τρόπο που προσεγγίζει τους Αμερικανούς, προτείνοντας ουσιαστικά συμμαχία: «Μεταξύ των ΗΠΑ και της Ελλάδας η γεωγραφική απόσταση είναι τεράστια. Αλλά μας φέρνουν τόσο κοντά τα Συντάγματά μας, καθώς και τα αμοιβαία συμφέροντα». Ο Μαυροκορδάτος επιχείρησε με μια φράση να αγγίξει τις δύο χορδές των Αμερικανών, την πραγματιστική και την ιδεαλιστική, δύο χορδές που γεννήθηκαν κατά τη σύγκρουση Τζέφερσον – Χάμιλτον για τη φύση, τον ιστορικό ρόλο και το όραμα του νέου κράτους· δύο χορδές που είναι ορατές μέχρι και σήμερα στην αμερικανική εξωτερική πολιτική.
Ο Μαυροκορδάτος είχε πολλούς λόγους να αισιοδοξεί. Ο πρόεδρος Τζέιμς Μονρό είχε εκφραστεί δημόσια υπέρ των Ελλήνων στο διάγγελμά του προς το Αμερικανικό Εθνος στα τέλη του 1822. Δεν ήταν τυχαίο. Ο Ανδρέας Λουριώτης είχε πραγματοποιήσει έναν μικρό άθλο. Μέσα στο 1822 συνάντησε τους πρέσβεις των ΗΠΑ, όχι μόνο στο Λονδίνο και το Παρίσι, αλλά και στη Μαδρίτη (Τζον Φορσάιθ) και τη Λισσαβώνα (Χένρι Ντίαρμπορν). Ολοι τους ήταν θετικοί απέναντι στον Ελληνικό Αγώνα και έστειλαν ανάλογες αναφορές προς το υπ. Εξωτερικών.
Περισσότερο θετικά διακείμενος ήταν ο Αμερικανός πρέσβης στο Παρίσι, Αλμπερτ Γκάλατιν, πρώην στενός συνεργάτης των Τζέφερσον και Μάντισον. Τον Απρίλιο του 1821 είχε ενημερωθεί προσωπικά από τον στενό του φίλο, στρατηγό Λαφαγιέτ. Ο Λαφαγιέτ, ο ήρωας των δύο επαναστάσεων, της Αμερικανικής και της Γαλλικής, θα πρέπει να θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους φιλέλληνες της περιόδου. Ο Λαφαγιέτ κινητοποιείται υπέρ των Ελλήνων την άνοιξη του 1821 και δεν σταματά τη δράση του μέχρι και το τέλος της Επανάστασης. Ο Γκάλατιν είναι αυτός που θα παραλάβει από τον Αδαμάντιο Κοραή την έκκληση που υποτίθεται απηύθυνε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης προς το Αμερικανικό Εθνος. Στην πραγματικότητα (όπως μου υπέδειξε ο κορυφαίος Ελληνας ιστορικός της περιόδου, Βασίλης Παναγιωτόπουλος), το κείμενο ετοίμασε στο Παρίσι ο απεσταλμένος του Αλέξανδρου Υψηλάντη, Πέτρος Ηπίτης. Στο αρχείο Γκάλατιν στη Νέα Υόρκη διασώζεται το κείμενο στα ελληνικά και στα γαλλικά, γραμμένο από το χέρι του ίδιου του Κοραή όπως και το αντίτυπο που έλαβε ο καθηγητής του Χάρβαρντ, Εντουαρντ Εβερετ. Το κείμενο δημοσιεύθηκε μεταφρασμένο στην εφημερίδα Boston Daily Advertiser στις 15.10.1821 κι από εκεί αναδημοσιεύθηκε σε δεκάδες εφημερίδες. Αυτή η Διακήρυξη είναι το επαναστατικό κείμενο που χρησιμοποιήθηκε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο από τα φιλελληνικά κομιτάτα των ΗΠΑ που σταθερά πίεζαν την αμερικανική κυβέρνηση να λάβει πιο ενεργό ρόλο υπέρ των Ελλήνων.
Ομως οι ΗΠΑ είχαν υιοθετήσει ήδη το Δόγμα Μονρό, δηλαδή το δόγμα μη επέμβασης στα ευρωπαϊκά πράγματα. Αρχιτέκτονας αυτής της πολιτικής ήταν ο Τζον Κουίνσι Ανταμς που τώρα αισθανόταν τη μεγάλη πίεση των φιλελλήνων που ζητούσαν να γίνει εξαίρεση ειδικά για τους Ελληνες. Ο Γκάλατιν από το Παρίσι πρότεινε, ούτε λίγο ούτε πολύ, να επέμβει η Μεσογειακή Ναυτική Μοίρα των ΗΠΑ υπέρ των Ελλήνων. Ο Ρας, από το Λονδίνο, προωθούσε τα μηνύματα του Λουριώτη προς την αμερικανική ηγεσία και έπαιζε τον ρόλο του ενδιάμεσου στις μεταφορές χρημάτων από τα κομιτάτα που με επικεφαλής τον Εβερετ πίεζαν προς κάθε κατεύθυνση μαζί με τοπικά κοινοβούλια, επιχειρηματίες και διανοούμενους. Η μεγαλύτερη πίεση ασκήθηκε, όμως, από τον βουλευτή Ντάνιελ Γουέμπστερ, ένα πρόσωπο με κύρος και πιθανό υποψήφιο στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές του 1824. Σε μια σειρά συνεδριάσεων στη Βουλή των Αντιπροσώπων, τον Ιανουάριο του 1824, ο Γουέμπστερ ζήτησε από την κυβέρνηση να στείλει εκπρόσωπο στην Ελλάδα, αναγνωρίζοντας ουσιαστικά τη διεθνή νομική της οντότητα. Ο Γουέμπστερ είχε έναν ισχυρότατο σύμμαχο, τον πρόεδρο της Βουλής, Χένρι Κλέι. Ο ίδιος ο πρόεδρος Μονρό, καθώς τελείωνε η δεύτερη θητεία του, φαινόταν να έχει επηρεαστεί και να είναι έτοιμος για κάτι πιο αποφασιστικό υπέρ των Ελλήνων. Απευθύνθηκε στους ζωντανούς ακόμα, ιδρυτές και πρώην προέδρους των ΗΠΑ, Τόμας Τζέφερσον, Τζέιμς Μάντισον και Τζον Ανταμς (πατέρα του υπουργού του). Αλλά ενώ ο Μάντισον και ο Ανταμς τον ενθάρρυναν, ο Τζέφερσον τον συμβούλεψε να εκφράσει μόνο τη συμπάθειά του προς τους Ελληνες και να αποφύγει οποιαδήποτε παραβίαση της ουδετερότητας.
Οι ένθερμοι φιλέλληνες, το Δόγμα Μονρό και ο ρόλος του υπουργού Εξωτερικών Τζον Κουίνσι Ανταμς, που εξελέγη 6ος πρόεδρος των ΗΠΑ.
Ετσι, τελικώς, ο Ανταμς έπεισε τον πρόεδρο, όχι μόνο να τηρήσει το δόγμα μη επέμβασης αλλά και να επιδιώξουν οι ΗΠΑ μια διακρατική εμπορική συμφωνία με τους Οθωμανούς.
Ομως η πίεση από τον Γουέμπστερ και τον Εβερετ υποχρέωσε το υπουργικό συμβούλιο να συζητήσει το ζήτημα σε μια συνεδρίασή του. Δύο υπουργοί θεωρούσαν ότι θα πρέπει οι ΗΠΑ να κάνουν εξαίρεση στο Δόγμα Μονρό για τους Ελληνες αλλά ο ρεαλιστής Ανταμς τους έδειξε πόσο επικίνδυνο θα ήταν κάτι τέτοιο για τα αμερικανικά συμφέροντα στη Μεσόγειο, ιδιαίτερα καθώς ο πρέσβης τους στο Λονδίνο είχε ήδη καταλήξει σε ένα modus vivendi με τον Κάνινγκ. Η ανησυχία του Ανταμς δεν είχε να κάνει μόνο με την εξωτερική πολιτική αλλά και με την εσωτερική. Καθώς ετοιμαζόταν να κατέβει ως υποψήφιος πρόεδρος θεωρούσε ότι ο Γουέμπστερ, ο Γκάλατιν, ο Κλέι και άλλοι «επιπόλαιοι φιλέλληνες», ήταν έτοιμοι να παίξουν το «ελληνικό χαρτί» για να κερδίσουν δημοσιότητα και δημοφιλία – καθώς η κοινωνία των πολιτών στη Νέα Υόρκη, στη Βοστώνη, στη Φιλαδέλφεια, είχε ξεσηκωθεί υπέρ των Ελλήνων.
Το χειρότερο, όμως, συνέβη στον Ανταμς μόλις δύο μήνες πριν από τις προεδρικές εκλογές. Τον Αύγουστο του 1824 έφτασε στις ΗΠΑ ο Λαφαγιέτ, προσκεκλημένος του Μονρό για να γιορτάσει μαζί με τους Αμερικανούς τα 50 χρόνια από τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Ο Λαφαγιέτ είχε σχεδιάσει να γυρίσει όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες και μάλιστα με τη συνοδεία του Γκάλατιν. Η περιοδεία τους, όμως, μετατράπηκε σε μια τεράστια καμπάνια υπέρ των Ελλήνων.
Μισή στροφή
Στις εκλογές ο Ανταμς είχε να αντιμετωπίσει τρεις φιλόδοξους υποψήφιους που είχαν στηρίξει στο υπουργικό συμβούλιο ή στη Βουλή (ο Κλέι) την ελληνική υπόθεση. Φυσικά το ελληνικό ζήτημα δεν ήταν καθοριστικό για τις εκλογές αλλά ένα από αυτά στα οποία ασκήθηκε κριτική στον Ανταμς, ο οποίος δεν έλαβε την πλειοψηφία, ούτε στο εκλογικό σώμα, ούτε στους εκλέκτορες, και τελικώς κέρδισε την ψηφοφορία που διεξήχθη στη Βουλή των Αντιπροσώπων, με τη βοήθεια του Κλέι – ο οποίος διορίστηκε υπουργός Εξωτερικών. Ο Κλέι, που τόσο ένθερμα είχε υπερασπιστεί τους Ελληνες ως πρόεδρος της Βουλής, επιχείρησε να αλλάξει ελαφρώς την πολιτική των ΗΠΑ στο ελληνικό ζήτημα, σε απόλυτη συμφωνία με τον Ανταμς. Τον Σεπτέμβριο του 1825 ο Γουίλιαμ Κλαρκ Σόμερβιλ διορίστηκε εκπρόσωπος των ΗΠΑ στην Ελλάδα. Ο Σόμερβιλ δεν ήταν τυχαίο άτομο, ήταν φίλος με τον Λαφαγιέτ, τον οποίο και θα συνόδευε κατά την επιστροφή του στην Ευρώπη – ένα μικρό δώρο της αμερικανικής κυβέρνησης στον Γάλλο επαναστάτη. Στις οδηγίες που ετοίμασε ο Κλέι το μήνυμα προς τους Ελληνες ήταν σαφές: «ο λαός των ΗΠΑ και η κυβέρνησή του, καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα των Ελλήνων, επιθυμεί διακαώς να καταλήξει αυτός στην ελευθερία και την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Μην εκλάβετε την ουδετερότητά μας ως αδιαφορία». Ομως ο Σόμερβιλ αρρώστησε στο ταξίδι προς τη Γαλλία και πέθανε στον Πύργο του Λαφαγιέτ στο Κουρπαλαί.
Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, απογοητευμένος, είχε πλέον μόνο μια επιλογή, να στραφεί προς τη Μεγάλη Βρετανία.
*Ο κ. Αριστείδης Χατζής είναι καθηγητής και διευθυντής του Εργαστηρίου Πολιτικής και Θεσμικής Θεωρίας και Ιστορίας των Ιδεών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ευχαριστεί ιδιαίτερα για την πολύτιμη βοήθειά τους στην έρευνά του το προσωπικό των Εθνικών Αρχείων των ΗΠΑ και του Τμήματος Χειρογράφων της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου.