Κάθε τέσσερα χρόνια, «την πρώτη Τρίτη μετά την πρώτη Δευτέρα του Νοεμβρίου», τα βλέμματα όλων είναι στραμμένα στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όπου διεξάγονται οι εκλογές για την ανάδειξη νέου προέδρου. Δεδομένου ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ έχει αναλάβει άτυπα τον ρόλο του πλανητάρχη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το ενδιαφέρον του κόσμου δικαιολογείται, καθότι οποιαδήποτε απόφαση του Αμερικανού προέδρου που σχετίζεται με την εξωτερική πολιτική, την οικονομία, το περιβάλλον κ.α., μπορεί να έχει επιπτώσεις στην καθημερινή ζωή των πολιτών ενός κράτους, το οποίο βρίσκεται χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το αμερικανικό έδαφος.
Το 1845, το Κογκρέσο ψήφισε νόμο, με τον οποίο καθιερώνεται μια συγκεκριμένη ημέρα για τη διεξαγωγή των προεδρικών εκλογών, επιλέγοντας αυτή η ημέρα να είναι η πρώτη Τρίτη μετά την πρώτη Δευτέρα του Νοεμβρίου (the Tuesday next after the first Monday in November). Στόχος των μελών του Κογκρέσου ήταν να αποφευχθεί η 1η Νοεμβρίου ως ημερομηνία διεξαγωγής των εκλογών, καθώς η συντριπτική πλειονότητα των Αμερικανών θα παρευρισκόταν στις λειτουργίες για τη γιορτή των Αγίων Πάντων. Επίσης, την 1η Νοεμβρίου οι έμποροι και οι επαγγελματίες συνήθιζαν να τακτοποιούν τα λογιστικά βιβλία τους για τον Οκτώβριο, οπότε οι εκλογές θα καθυστερούσαν αυτήν τη διαδικασία.
Τα μέλη του Κογκρέσου προτίμησαν να μην ορίσουν ως ημέρα εκλογών την Κυριακή, αλλά κάποια από τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας.
Οσον αφορά την επιλογή της Τρίτης ως ημέρας διεξαγωγής των εκλογών, η εξήγησή της είναι σχετικά απλή. Γνωρίζοντας ότι οι περισσότεροι Αμερικανοί παρίστανται στη Θεία Λειτουργία τις Κυριακές, τα μέλη του Κογκρέσου προτίμησαν να μην ορίσουν ως ημέρα εκλογών την Κυριακή, αλλά κάποια από τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας. Στα μέσα του 19ου αιώνα, οι ΗΠΑ παρέμεναν μια αγροτική χώρα, παρά την πρόοδο που είχε επιτευχθεί στον βιομηχανικό τομέα. Οι αγρότες συνήθιζαν να μεταβαίνουν στην αγορά τις Τετάρτες για να πουλήσουν την παραγωγή τους και να προμηθευτούν τα αναγκαία αγαθά για τις οικογένειές τους. Εχοντας αυτούς τους παράγοντες υπόψη, τα μέλη του Κογκρέσου κατέληξαν να επιλέξουν την Τρίτη.
Με αυτό το νομοθετικό πλαίσιο διεξήχθησαν οι εκλογές της 6ης Νοεμβρίου 1860 για την ανάδειξη νέου προέδρου. Υποψήφιοι για την προεδρία ήταν ο Αβραάμ Λίνκολν για το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, ο Τζον Μπρέκενριτζ για το Νότιο Δημοκρατικό Κόμμα, ο Στέφεν Ντάγκλας για το Βόρειο Δημοκρατικό Κόμμα και ο Τζον Μπελ για Συνταγματικό Ενωτικό Κόμμα. Οι εκλογές διεξήχθησαν σε περίοδο έντονης πολιτικής και κοινωνικής πόλωσης, κυρίως γύρω από το ζήτημα της δουλείας και της επέκτασής της στα νέα εδάφη των ΗΠΑ. Οι τέσσερις υποψήφιοι εκπροσωπούσαν διαφορετικές θέσεις, με τις απόψεις τους να καθορίζονται έντονα από τα γεωγραφικά και τα κοινωνικά κριτήρια.
Ο Λίνκολν ορκίστηκε ως ο 16ος πρόεδρος των ΗΠΑ στις 4 Μαρτίου 1861.
Οι βόρειες πολιτείες, στις οποίες ήταν κυρίως αναπτυγμένη η βιομηχανία στις ΗΠΑ, τάσσονταν κατά του απάνθρωπου θεσμού της δουλείας και προωθούσαν πολιτικές που θα περιόριζαν τη διάδοσή της στα νέα εδάφη. Από την άλλη, οι νότιες πολιτείες, όπου κυριαρχούσε η αγροτική παραγωγή, υποστήριζαν τη δουλεία και έβλεπαν τις πολιτικές των Βορείων ως απειλή για τον τρόπο ζωής και την οικονομία τους. Οι άνθρωποι του Νότου ανησυχούσαν ότι η αύξηση της δύναμης των Βορείων θα οδηγούσε στην τελική κατάργηση της δουλείας.
Το πολιτικό σύστημα ήταν κατακερματισμένο. Το ίδιο και το εκλογικό σώμα. Ο Αβραάμ Λίνκολν κατάφερε να κερδίσει τις εκλογές συγκεντρώνοντας 180 εκλεκτορικές ψήφους από τις 303 που υπήρχαν τότε. Ωστόσο, έλαβε την ψήφο μόλις του 39.8% των ψηφισάντων εξαιτίας του πολυδιάσπασης του εκλογικού σώματος. Ο Λίνκολν ορκίστηκε ως ο 16ος πρόεδρος των ΗΠΑ στις 4 Μαρτίου 1861, σχεδόν τρεις μήνες από τις 20 Ιανουαρίου, οπότε συνηθίζεται πλέον να τελείται η ορκωμοσία των Αμερικανών προέδρων.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης