Η περίοδος της συνύπαρξης των μικρών βαλκανικών ηγεμονιών, της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και του οθωμανικού κράτους έλαβε τέλος το 1421, με την άνοδο του Μουράτ Β΄ στον θρόνο. Ο νεαρός σουλτάνος ανέβηκε στον οθωμανικό θρόνο, στην Προύσα, έχοντας την υποστήριξη των γενιτσάρων, των ουλεμάδων και αξιωματούχων των ανατολικών επαρχιών. Οι Βυζαντινοί επιχείρησαν, μάταια, να δημιουργήσουν αντιπερισπασμό, υποστηρίζοντας έτερους διεκδικητές του θρόνου, τους οποίους όμως κατατρόπωσε άμεσα ο Μουράτ.
Το 1423 οι Οθωμανοί επέδραμαν στην Πελοπόννησο, υποχρεώνοντας τον Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγο να αναγνωρίσει και πάλι την επικυριαρχία τους. Το ίδιο έτος ο διοικητής της Θεσσαλονίκης, Ανδρόνικος, παρέδωσε την πόλη στους Βενετούς, προκειμένου να την προστατεύσει από την επιθετικότητα των Οθωμανών. Τελικά, όμως, το μοιραίο δεν αποφεύχθηκε. Η Θεσσαλονίκη έπεσε σε οθωμανικά χέρια επτά χρόνια αργότερα, το 1430.
Η τάση των Οθωμανών για επέκταση στα Βαλκάνια συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια.
Η τάση των Οθωμανών για επέκταση στα Βαλκάνια συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια. Το 1438, τα οθωμανικά στρατεύματα κατέλαβαν το φρούριο της Σεμένδριας και διέβησαν για πρώτη φορά τον Δούναβη. Αν και δεν κατάφεραν να αλώσουν το Βελιγράδι, κατέλυσαν το δεσποτάτο της Σερβίας, ο ηγεμόνας του οποίου, ο Γεώργιος Μπράνκοβιτς, κατέφυγε στην Ουγγαρία.
Οι Βυζαντινοί επιχείρησαν για ακόμα μία φορά να ενεργοποιήσουν το δέλεαρ της ένωσης των δύο Εκκλησιών προκειμένου να κινητοποιήσουν τη Δύση να πραγματοποιήσει μια νέα σταυροφορία. Ο Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος μετέβη στην Ιταλία συνοδευόμενος από υψηλόβαθμους εκκλησιαστικούς παράγοντες και διαπραγματεύτηκε το θέμα στη Φεράρα και τη Φλωρεντία το διάστημα 1437-1439. Το τελικό κείμενο της ένωσης υπογράφτηκε τον Ιούλιο του 1439. Οι αποφάσεις της συνόδου, όμως, έμειναν νεκρό γράμμα, αφού το λαϊκό στοιχείο και οι περισσότεροι εκκλησιαστικοί άρχοντες τις απέρριψαν εκφράζοντας τη δυσαρέσκειά τους για αυτήν την εξέλιξη. Μια νέα εσωτερική διαμάχη στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία αναδείχθηκε, αυτή μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών.
Οι επιτυχίες των Ούγγρων έγιναν δεκτές με ενθουσιασμό στον χριστιανικό κόσμο και ο πάπας κάλεσε τη Δύση σε αντι-οθωμανική σταυροφορία.
Την ίδια εποχή, μεγάλες διαστάσεις έλαβε η σύγκρουση των Οθωμανών με τους Ούγγρους στο μέτωπο του Δούναβη. Το 1441-1442 ο Ούγγρος βοεβόδας, Ιωάννης Ουνυάδης, όχι μόνο απώθησε τους Οθωμανούς νοτίως του Δούναβη, αλλά έφτασε με τα στρατεύματά του έως την οροσειρά του Αίμου. Οι επιτυχίες των Ούγγρων έγιναν δεκτές με ενθουσιασμό στον χριστιανικό κόσμο και ο πάπας κάλεσε τη Δύση σε αντι-οθωμανική σταυροφορία το 1443. Περίπου 25.000 Ούγγροι και Πολωνοί συγκεντρώθηκαν προκειμένου να διεξάγουν πόλεμο εναντίον των Οθωμανών. Επικεφαλής τους ήταν ο Ουνυάδης, ο Πολωνός βασιλιάς Βλαδισλάβος Γ΄ και ο εξόριστος Σέρβος ηγεμόνας Μπράνκοβιτς.
Παρότι συμφωνήθηκε σε πρώτη φάση μια δεκαετής εκεχειρία μεταξύ των δύο εμπόλεμων πλευρών, οι χριστιανικές δυνάμεις δεν έδειξαν την πρόθεση να την τηρήσουν επιθυμώντας τη διάλυση του οθωμανικού κράτους. Εκτιμούσαν ότι έπρεπε να δοθεί ένα τέλος στην οθωμανική απειλή. Μετά τη διέλευση του Δούναβη ο χριστιανικός στρατός κινήθηκε προς τη Μαύρη Θάλασσα προκειμένου να αποφύγει τις κύριες οδικές αρτηρίες των Βαλκανίων. Στόχος ήταν η προσέγγιση της Κωνσταντινούπολης από την ακτή. Η σταυροφορία τους, ωστόσο, δεν ήταν καλά οργανωμένη. Δεν υπήρχε ενότητα στο στράτευμα.
O Μουράτ Β΄ μετέφερε με τα πλοία τους δεκάδες χιλιάδες στρατό από τη Μικρά Ασία στην Ευρώπη.
Εχοντας λάβει τη σιωπηρή υποστήριξη των Γενοβέζων, δωροδοκώντας τους, ο Μουράτ Β΄ μετέφερε με τα πλοία τους δεκάδες χιλιάδες στρατό από τη Μικρά Ασία στην Ευρώπη. Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στις 10 Νοεμβρίου 1444 στη Βάρνα, όπου διεξήχθη μία από τις μεγαλύτερες μάχες της εποχής. Ο οθωμανικός στρατός συνέτριψε τις χριστιανικές δυνάμεις, θέτοντας οριστικό τέλος στα σταυροφορικά εγχειρήματα για περίπου έναν αιώνα. Η έκβαση της μάχης έκρινε σε μεγάλο βαθμό την ιστορική μοίρα των Βαλκανίων, καθώς πλέον όλη σχεδόν η γεωγραφική ζώνη μέχρι τον Δούναβη βρισκόταν υπό τον οθωμανικό έλεγχο.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης