Στις 8 Νοεμβρίου 1644, μια σημαντική αλλαγή συνέβη στην αυτοκρατορική Κίνα. Υστερα από περίπου τρεις αιώνες, η δυναστεία των Μινγκ, η οποία βρισκόταν στην εξουσία από το 1368, έδωσε τη θέση της στη δυναστεία των Τσινγκ. Στα χρόνια που κυβέρνησαν οι Τσινγκ, η έκταση της χώρας τριπλασιάστηκε, ο πληθυσμός της αυξήθηκε από περίπου 150 εκατομμύρια σε 450 εκατομμύρια –με πολλές από τις μη κινεζικές μειονότητες της αυτοκρατορίας να απορροφώνται πολιτισμικά– και καθιερώθηκε μια ολοκληρωμένη εθνική οικονομία.
Η δυναστεία των Τσινγκ ιδρύθηκε το 1636 από τους Μαντσού στο σημερινό βορειοανατολικό κομμάτι της Κίνας, τη Μαντζουρία, την οποία και διοικούσαν. Τα δεδομένα άλλαξαν το 1644, όταν το Πεκίνο καταλήφθηκε από επαναστάτες και εξεγερμένους αγρότες, υπό τον Λι Ζιτσένγκ. Τότε, απελπισμένοι και χωρίς άλλη επιλογή, οι αξιωματούχοι της δυναστείας των Μινγκ κάλεσαν τους Μαντσού για βοήθεια. Αυτή ήταν η κατάλληλη ευκαιρία για να καταλάβουν οι τελευταίοι την πρωτεύουσα και να ιδρύσουν τη δική τους δυναστεία.
Οι στρατιωτικοί ηγέτες που παραδόθηκαν έλαβαν τίτλους ευγενείας, ενώ τα στρατεύματα εξασφάλισαν την καταστολή των τοπικών εξεγέρσεων.
Προς διασφάλιση του ελέγχου της διοίκησης, οι μισοί ανώτεροι αξιωματούχοι προέρχονταν από τους Μαντσού ή Τσινγκ, ενώ ορισμένοι από τους αξιωματούχους των Μινγκ παρέμειναν στη θέση τους. Οι Κινέζοι στρατιωτικοί ηγέτες που παραδόθηκαν έλαβαν τίτλους ευγενείας, ενώ όσα στρατεύματα βρισκόταν σε διάφορα σημεία της χώρας εξασφάλισαν την καταστολή των τοπικών εξεγέρσεων.
Υπό τον δεύτερο αυτοκράτορα της δυναστείας, τον Κανγκσί, ο οποίος βασίλευσε από το 1661 έως και το 1722, η κινεζική αυτοκρατορία έμελλε να επεκταθεί γεωγραφικά. Αρχικά, οι Ρώσοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το οχυρό τους στο Αλμπαζίν, που βρισκόταν κατά μήκος των συνόρων της Μαντζουρίας, στον ποταμό Αμούρ. Το 1689, μάλιστα, συνήφθη συνθήκη με τη Ρωσία, η οποία οριοθετούσε τα βόρεια σύνορα της Μαντζουρίας στον ποταμό Αργκούν. Εκτός από τη ρωσική επικράτεια, οι Κινέζοι θα επεκτείνονταν τα επόμενα 40 χρόνια και προς την πλευρά της Μογγολίας. Μετά την ήττα των Μογγόλων από τους Τσινγκ, η κινεζική αυτοκρατορία συμπεριέλαβε ένα μεγάλο μέρος της Μογγολίας και επίσης το Θιβέτ, το Τουρκεστάν και το Νεπάλ.
Το εμπόριο και η βιοτεχνία άνθησαν, ενώ ρωμαιοκαθολικοί ιεραπόστολοι απασχολήθηκαν στη χώρα ως αστρονόμοι και καλλιτέχνες.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας των δύο επόμενων αυτοκρατόρων, του Γιονγκζένγκ (1722-1735) και του Σιανλόνγκ (1735-1796), η αυτοκρατορία γνώρισε περαιτέρω ανάπτυξη. Το εμπόριο και η βιοτεχνία άνθησαν, ενώ ρωμαιοκαθολικοί ιεραπόστολοι απασχολήθηκαν στη χώρα ως αστρονόμοι και καλλιτέχνες. Επιπλέον, άνθησαν οι τέχνες, ιδιαίτερα η ζωγραφική, η χαρακτική και η κατασκευή αντικειμένων από πορσελάνη.
Η κατάσταση θα άλλαζε σταδιακά από τον επόμενο αιώνα. Οι αυτοκράτορες που ακολούθησαν, αδυνατούσαν να αντιμετωπίσουν τα εσωτερικά προβλήματα: την αυξανόμενη πληθυσμιακή πίεση, τη συγκέντρωση της ιδιοκτησίας γης σε λίγους, τη γραφειοκρατία και τη διοικητική αναποτελεσματικότητα, τη διαφθορά. Η κατάσταση επιδεινώθηκε με τις σοβαρές πλημμύρες και τον λιμό, στα μέσα περίπου του 19ου αιώνα. Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, ξέσπασαν εξεγέρσεις στον Νότο και τον Βορρά της χώρας. Από την άλλη, οι προσπάθειες για εκσυγχρονισμό και εκδυτικισμό της αυτοκρατορίας συναντούσαν την αντίθεση ορισμένων συντηρητικών αξιωματούχων.
Υπήρχαν όμως και εξωτερικοί παράγοντες που επέδρασαν εξίσου αρνητικά. Μια σειρά από πολέμους θα άλλαζε τις γεωπολιτικές ισορροπίες εις βάρος του κινεζικού κράτους. Μέχρι το 1900 είχαν αρχίσει να σχηματίζονται σε όλη τη χώρα επαναστατικές ομάδες. Τελικά, η Ρεπουμπλικανική Επανάσταση της 10ης Οκτωβρίου 1911 οδήγησε στην παραίτηση του μικρού αυτοκράτορα Σουαντόνγκ, γνωστού περισσότερο ως Πουγί, και στη μεταφορά της εξουσίας στην προσωρινή δημοκρατική κυβέρνηση. Το 1912, θα ερχόταν επίσημα το τέλος για την τελευταία αυτοκρατορική δυναστεία της Κίνας.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης