Στις 15 Σεπτεμβρίου 1983, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έγινε ο πρώτος αρχηγός κράτους-μέλους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που προσεκλήθη να απευθύνει ομιλία στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ηταν μια σημαντική στιγμή για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο είχε για πρώτη φορά αναδειχθεί με λαϊκή ψήφο το 1979 (οι επόμενες ευρωπαϊκές εκλογές έγιναν το 1984) και διεκδικούσε ένα νέο ρόλο στο θεσμικό σύστημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Αυτό το πρώτο άμεσα εκλεγμένο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προσκάλεσε τον πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας να απευθυνθεί στην Ολομέλεια.
Επρόκειτο βέβαια και για μια μεγάλη τιμή για την Ελλάδα και προσωπικά για τον Καραμανλή, ο οποίος αναγνωριζόταν ως σημαντική μορφή του κινήματος για την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Οι «πατέρες της Ευρώπης» (Πολ-Ανρί Σπάακ, Ρομπέρ Σουμάν, Ζαν Μονέ, Κόνραντ Αντενάουερ) δεν υπήρχαν πλέον, ενώ η μεγάλη μορφή του Ζακ Ντελόρ δεν είχε ακόμη αναδειχθεί στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Ετσι, ο Καραμανλής καλείτο στην Ολομέλεια ως ένας «Νέστωρ» της ενοποίησης και ως ένα ευρωπαϊκό σύμβολο: ήταν ο ηγέτης που είχε αποκαταστήσει τη Δημοκρατία στη χώρα του προκαλώντας τον διεθνή θαυμασμό, είχε δείξει έμπρακτα και έντονα ότι εμπιστευόταν τη σταθεροποίηση και την προστασία της νεαρής ελληνικής δημοκρατίας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, και είχε διακριθεί για την ορμητική όσο και νηφάλια υποστήριξή του στην ενοποίηση, σε επίπεδο ιδεολογικό και πρακτικό.
Η πολιτική συγκυρία
Η συγκυρία ήταν ενδεικτική, τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσο και σε ελληνικό. Οι θεσμοί της ευρωπαϊκής ενοποίησης είχαν περάσει μέσα από τις πολλαπλές δυσχέρειες (και τις περιόδους οικονομικής ύφεσης) της δεκαετίας του 1970 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Αναζητούσαν πλέον μια νέα ώθηση για τη μεγάλη κοινή υπόθεση, την οποία επρόκειτο να βρουν με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη το 1985-86υπό την καθοδήγηση του Ζακ Ντελόρ. Το 1983, όμως, υπήρχε η αίσθηση μιας τελμάτωσης και μιας ανάγκης για νέα προοπτική. Στο πλαίσιο αυτό προσεκλήθη ο Καραμανλής, διεθνώς αναγνωρισμένος ως αφοσιωμένος υπηρέτης της ενοποίησης.
«Χαιρετίζω την παρουσία μεταξύ μας εκείνου ο οποίος έχει το μεγάλο προνόμιο να έχει επανορθώσει μια βαθιά παραποίηση της Ιστορίας», τόνισε ο πρόεδρος του σώματος, Πίτερ Ντάνκερτ.
Αλλά και στο ελληνικό πλαίσιο η παρουσία του Καραμανλή στο Στρασβούργο είχε ενδιαφέρουσες προεκτάσεις. Το καλοκαίρι του 1983, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ είχε προχωρήσει σε δύο βήματα τεράστιας σημασίας: είχε αποδεχθεί την ευρωπαϊκή απάντηση στο ελληνικό «μνημόνιο» του 1982, κάτι που σήμαινε ότι αποδεχόταν πλέον οριστικά την ιδιότητα της χώρας ως κράτους-μέλους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Επίσης, είχε συνάψει τη συμφωνία για την παραμονή των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα. Σήμερα, η ιστοριογραφία επισημαίνει τον καταλυτικό χαρακτήρα αυτών των αποφάσεων του Ανδρέα Παπανδρέου, που δημιουργούσαν μια συναίνεση ως προς τον διεθνή προσανατολισμό της χώρας και την ιδιότητά της ως μέλους της Δύσης. Αλλά αυτό είναι κάτι που «βλέπουμε» εμείς σήμερα, με την ασφάλεια της γνώσης των μεταγενέστερων εξελίξεων. Τότε, η εικόνα που δημιουργήθηκε ήταν περισσότερο συγκεχυμένη.
Οι τακτικισμοί Παπανδρέου
Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε την τάση να κάνει εξωτερική πολιτική με το βλέμμα στη «γαλαρία», δηλαδή στην εσωτερική πολιτική πραγματικότητα, και έτσι προσπάθησε με κάθε τρόπο να εξισορροπήσει στην κοινή του γνώμη την αίσθηση πως είχε «συμβιβαστεί» με τους Αμερικανούς. Το αποτέλεσμα ήταν, από τον Αύγουστο 1983, η Ελλάδα να αποστασιοποιηθεί από σειρά σοβαρών δυτικών πολιτικών: πρόταση του Ανδρ. Παπανδρέου για εξάμηνη αναβολή της εγκατάστασης των αμερικανικών «ευρωπυραύλων», σε μια στιγμή μεγάλης ψυχολογικής έντασης στο θέμα, πρόταση που ενόχλησε βαθύτατα τις άλλες δυτικές χώρες, αλλά επαναλήφθηκε κατά τη σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών των Κοινοτήτων στην Αθήνα στις 12 Σεπτεμβρίου· αποστασιοποίηση της Ελλάδας από τη δυτική πολιτική στο πολωνικό ζήτημα, στην ίδια σύνοδο· αποστασιοποίηση της Ελλάδας, στην ίδια σύνοδο, από τη δυτική στάση στο ζήτημα της κατάρριψης του νοτιοκορεατικού επιβατικού αεροσκάφους (Τζάμπο) από τη σοβιετική αεροπορία, που οδήγησε και σε αδυναμία της συνόδου να καταδικάσει τη σοβιετική ενέργεια. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα το 1983 ασκούσε την προεδρία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, επομένως είχε αυξημένες θεσμικές υποχρεώσεις, και η στάση της αντιμετωπίστηκε με τον πιο αρνητικό τρόπο από τους εταίρους. Ο Δυτικογερμανός υπουργός Εξωτερικών, Χανς-Ντίτριχ Γκένσερ, δήλωσε ότι η ελληνική στάση δημιουργούσε «κρίση εμπιστοσύνης» στην Κοινότητα, ενώ το ίδιο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποδοκίμασε με ψήφισμά του τη θέση της ελληνικής κυβέρνησης στο ζήτημα του νοτιοκορεα-τικού αεροσκάφους.
Ο Παπανδρέου αισθάνθηκε ότι χρειαζόταν να κάνει αυτές τις διαφοροποιήσεις για χάρη του εσωτερικού πολιτικού ακροατηρίου του. Η αποστασιοποίηση ήταν, βέβαια, ρητορική, ενώ οι διαφωνίες με τις δυτικές πολιτικές δεν αφορούσαν ζητήματα ελληνικού ενδιαφέροντος. Ωστόσο ήταν ζητήματα μεγάλου ενδιαφέροντος για τους άλλους δυτικούς, οι οποίοι αισθάνονταν ότι πλήττονταν από την ελληνική πολιτική. Ασφαλώς, η πρόσκληση προς τον Καραμανλή να μιλήσει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είχε απευθυνθεί πριν από αυτό το μπαράζ ρητορικών αποστασιοποιήσεων του Παπανδρέου από τη Δύση. Ηταν, όμως, η ομιλία του Καραμανλή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, και μια ευκαιρία να προβληθεί η «άλλη εκδοχή» των ελληνικών στάσεων και θέσεων, δηλαδή η κατεξοχήν φιλοδυτική.
Το έσχατο τέρμα είναι η πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης
Προσφωνώντας τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Πίτερ Ντάνκερτ, τον υποδέχθηκε ως μια μεγάλη ευρωπαϊκή μορφή και έκανε αναφορά στο επίτευγμα της αποκατάστασης της Δημοκρατίας στην Ελλάδα: «Χαιρετίζω την παρουσία μεταξύ μας εκείνου ο οποίος έχει το μεγάλο προνόμιο να έχει επανορθώσει μια βαθιά παραποίηση της Ιστορίας».
Ο Καραμανλής ανέπτυξε τις θέσεις του, όπως είπε, «περισσότερο ως άνθρωπος που πιστεύει βαθύτατα στην ευρωπαϊκή Ιδέα και λιγότερο ως φορέας των σκέψεων της χώρας που εκπροσωπώ». Οι θέσεις του Καραμανλή στο ζήτημα αυτό –στις οποίες είναι εμφανής και η επιρροή των ιδεών του Κωνσταντίνου Τσάτσου– θα μπορούσαν αβίαστα, με σημερινούς όρους, να χαρακτηριστούν φεντεραλιστικές.
Κάνοντας αναφορά στη συνεισφορά του ελληνικού πνεύματος στην ευρωπαϊκή ιδέα (αλλά και στο συνεχιζόμενο δράμα της Κύπρου), ο Καραμανλής έθεσε αμέσως το βασικό ερώτημα με όρους απλούς και σαφείς: «Θέλουμε ή δεν θέλουμε την ένωση της Ευρώπης;». Τόνισε ότι δεν είχε σκοπό να μιλήσει για θέματα της τρέχουσας επικαιρότητας, όπως η αύξηση των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων ή η αγροτική πολιτική. Θα μιλούσε για τα μεγάλα: «Πρόθεσή μου είναι να ενθαρρύνω το κίνημα το ενωτικό, αποδεικνύοντας την αναγκαιότητα της Ενώσεως». Υπογράμμισε ότι ασφαλώς τα οικονομικά πλεονεκτήματα της ενοποίησης ήταν ένα ισχυρό κίνητρο, αλλά και ότι από την αρχή είχε τεθεί ο στόχος της πολιτικής ενοποίησης: «Γιατί, αν πράγματι τελικός σκοπός της Κοινότητας δεν ήταν η Ενωση, δεν θα είχαμε δημιουργήσει την Κοινότητα και προπαντός το Κοινοβούλιο αυτό, που συμβολίζει και ενσαρκώνει την ενότητα». Ωστόσο, η «ασύμμετρη προώθηση των οικονομικών έναντι των πολιτικών σκοπών» θόλωνε την εικόνα. Είχε έρθει η ώρα να συνεχιστεί η πορεία από το «μερικό» προς το «ολικό» και η επιδίωξη της Ενωσης. Οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες, συνέχισε ο Καραμανλής, κατοχύρωσαν την ειρήνη και την ασφάλεια στη Γηραιά Ηπειρο. Αυτό όμως ήταν ένα στάδιο προς την ένωση, όχι το τέρμα – ανέφερε μάλιστα τη ρήση του Μοντεσκιέ, «L’Europe n’est plus qu’une nation composée de plusieurs». Και υπογράμμισε με έμφαση: «Η γνώση του έσχατου τέρματος θα καταστήσει δυνατή την ασφαλή και ταχεία προσέγγισή του».
Η κριτική στους σκεπτικιστές
Στο πλαίσιο αυτό, στηλίτευσε την επιρροή των «εθνικιστικών προκαταλήψεων» και των «εγωιστικών υπολογισμών», που ανέστελλαν την πορεία. Οι σκεπτικιστές αδυνατούσαν να αντιληφθούν το μήνυμα των καιρών και, όπως είπε, έχαναν το δάσος βλέποντας τα δένδρα: «Ο απομονωτισμός, τα δασμολογικά τείχη και η ανέφικτη αυτάρκεια είναι ιστορικά ξεπερασμένα στάδια οικονομικής και πολιτικής δράσεως και αποτελούν παθητική αντιμετώπιση των γεγονότων. […] Οι ανησυχίες αυτών των σκεπτικιστών οφείλονται προφανώς σε σύγχυση. Παρασυρμένοι από τις διαφορές της επιφανείας, δεν βλέπουν την ενότητα του βάθους. Δεν βλέπουν τα κοινά συμφέροντα και τους κινδύνους που συνδέουν τους Ευρωπαίους. Λησμονούν την κοινή πολιτιστική τους παράδοση. Τη συγγένεια των ηθών τους. Και την ταυτότητα των μορφών της σκέψεώς τους».
Οι ευρωπαϊκές χώρες, συνέχισε ο Καραμανλής, δεν μπορούσαν μόνες τους να αντεπεξέλθουν στις προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου, και ήταν αναγκαία η επιτάχυνση της πορείας προς την πολιτική ενοποίηση. Ηταν μια επιλογή ανάμεσα στην πρόοδο και στην οπισθοδρόμηση. Για τούτο και έπρεπε να γίνει αντιληπτή η ανάγκη προσαρμογών. Η καθυστέρηση στην ενοποίηση επιβάρυνε ακόμη και τις οικονομικές επιδόσεις. Ηταν αναγκαία η επίτευξη της νομισματικής ένωσης. Τα όργανα των Κοινοτήτων ήταν ανταγωνιστικά και αδύναμα, ενώ ανέκυπτε πάντοτε ο κίνδυνος ο διακυβερνητικός τομέας να καταστεί μοχλός για την εξυπηρέτηση στενότερων εθνικών παρά των ευρωπαϊκών συμφερόντων. Αλλά το ευρωπαϊκό εγχείρημα δεν μπορούσε να ανακοπεί: «Μπορεί οι αντιδραστικοί να το πολεμήσουν. Μπορεί οι σκεπτικισταί να το επιβραδύνουν. Δεν μπορούν, όμως, να το ματαιώσουν, γιατί αποτελεί, όπως είπα, ιστορική επιταγή». Ο Καραμανλής, επομένως, τασσόταν υπέρ μιας φυγής προς εμπρός. Εκπροσώπησε τον φωτισμένο ελληνικό ευρωπαϊσμό. Αλλά παράλληλα μίλησε ως εκπρόσωπος όχι μόνο της χώρας του αλλά ενός ολόκληρου πολιτισμού, του ευρωπαϊκού. Κατά την ομιλία του, διακόπηκε πολλές φορές από τα χειροκροτήματα των ευρωβουλευτών.
Ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, γενικός γραμματέας του Ιδρύματος της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία.
_____________________________________________________________________________________________
Κεντρική φωτό: 15.9.1983. Στην ομιλία του στο Ευρωκοινοβούλιο, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής εκπροσώπησε τον φωτισμένο ελληνικό ευρωπαϊσμό. [ΙΔΡΥΜΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ]