Χρειαζόμουν κούρεμα, τα μαλλιά μου πέφτανε στο μέτωπο, με το ένα χέρι να τα μαζεύω, με το άλλο να ξύνομαι. Ανόητο, μέρες που είναι. Περπατώντας την καθιερωμένη μου διαδρομή «by-pass», βλέπω ανοιχτό pet shop.
– Κουρεύετε; ρώτησα τον υπάλληλο.
– Τι ράτσα; με ρωτάει.
– Στέκεται μπροστά σας, του λέω. Δεν αστειεύομαι.
Απολυμαίνει ο υπάλληλος την κουρευτική μηχανή, τη ρυθμίζει στα 8 χιλιοστά και με σβέλτες κινήσεις με κάνει σαν σκαντζόχοιρο που έχει αφήσει τις κορφές από τα μισά του αγκάθια καρφωμένες ανάμεσα στις φολίδες μιας κουτοπόνηρης οχιάς.
– Μα με κάνατε χειρότερο από σκαντζόχοιρο, του λέω.
– Είναι γιατί ποτέ μου δεν έχω δει σκαντζόχοιρο, εκτός από μια φορά που ήτανε στιφάδο. Όσο για την τρύπα πάνω από το αριστερό αυτί, αυτή θα στρώσει, η άλλη, η μεγάλη στην κορυφή, δεν ξαναπυκνώνει, σκεφτείτε το γεφυράκι, μου λέει ο θρασύς.
– Μου έκανες την καρδιά περιβόλι, πρέπει να φύγω, του λέω, ποιος ξέρει τι μπλόκα θα βρω στον δρόμο.
– Δώστε μου και ένα τέταρτο του κιλού κανναβούρι, σας παρακαλώ, λέω στον ταμία. Ταΐζω τα κοτσύφια αυτή την εποχή. Τι οφείλω;
– Το κούρεμα είναι δώρο του παιδιού που σας κούρεψε, το κανναβούρι 0,45 λεπτά το τζι, με δοκιμή.
– Εντέλει, ευχαριστώ πολύ.
Πέρασα πολύ ωραία και περπάτησα και 127 χιλιόμετρα.
Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στον Γαστρονόμο Απριλίου τεύχος 168.