Το φαγητό της Κρήτης έχει μια πολύ χαρακτηριστική ντοπιολαλιά. Με λίγα υλικά, χωρίς πολλά φτιασίδια, μπορεί να βγάλει φοβερή νοστιμιά. Ταβέρνες, καφενεία, μεζεδοπωλεία διάσπαρτα σ’ όλη την Αθήνα, φέρνουν από το νησί μυζήθρες, γραβιέρες και στακοβούτυρα, σύγκλινα κι απάκια, βάζουν τηγάνια και τσικάλια στη φωτιά, στάζουν λίγη τσικουδιά στα ποτήρια και σε πάνε μια βόλτα μέχρι τα Χανιά και το Ρέθυμνο, το Ηράκλειο και το Λασίθι.
Στον Μίτο για μεζέ και ρακή
Πρόκειται για καφενείο κανονικό, όχι εστιατόριο ή ταβέρνα. Ο Ρεθυμνιώτης ιδιοκτήτης Μανώλης Χνάρης έχει στους τοίχους σε κορνίζα τα θεμέλια του νησιού: ο Ξυλούρης, ο Βενιζέλος, ο Καζαντζάκης. Το εγκάρδιο καλωσόρισμα και η (προ-CoVid) γερή χειραψία, η κορμοστασιά του, το τέμπο της ομιλίας σε φτάνουν στα Λειβάδια στον Ψηλορείτη. Για την παραγγελία ο Μανώλης τραβάει μια καρέκλα και κάθεται μαζί σου για να περιγράψει τα πιάτα της μέρας. Ρωτάει αν είσαι καλά, αν πεινάς ή αν ήρθες για να πιεις. Ο ρυθμός του σερβιρίσματος είναι το πρώτο πλεονέκτημα του μαγαζιού. Τα πρώτα έρχονται σβέλτα, μη σε αφήσουν να πεινάσεις. Έρχεται η ρακή και μεζές, ανάλογα την εποχή μπορεί να είναι αγκιναράκι ή ελιδάκια ή απάκια. Τα απάκια του είναι ωραία, και τα πιτάκια, και τα τυριά, και τα ντολμαδάκια στο χέρι φτιαγμένα, το πιλάφι του βαρύ και κρεατένιο. Αυτό για το οποίο επιστρέφω όμως είναι το χοιρινό του. Εδώ και χρόνια έχω περιορίσει το χοιρινό κρέας, το τρώω μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Την πρώτη φορά που έφαγα από αυτό εδώ δεν θα την ξεχάσω: ένα αργοψημένο κομμάτι κρέας, σκέτο, ολόσκετο, μόνο με αλάτι. Η πρώτη μπουκιά έμοιαζε με μπέικον καλής ποιότητας. Λίπος αρωματικό, ψαχνά τρυφερά. Ο Μανώλης μας είπε ότι είναι από χοιρινά ελευθέρας βοσκής, ζουν έξω στα ορεινά του Μυλοποτάμου. Έχουν φάει μόνο βελανίδι, λέει. Αληθινό λουκούμι. Το γεύμα κλείνει με κέρασμα, λάχανο με χοντρό αλάτι και λεμόνι, ωμό, λεπτό, αφράτο τόσο που μπορείς να το φυλλομετρήσεις με τα μάτια. Απίστευτο κι όμως αληθινό. Ν.Δ.
Αριστείδου 62, Καλλιθέα, Τ/ 210-95.10.134
Διαβάστε τη συνέχεια στον Γαστρονόμο