Το τζιντζερμπρεντ ήταν μια δημοφιλής απόλαυση τον Μεσαίωνα, στα ευρωπαϊκά φεστιβάλ και εκθέσεις, ενώ υπήρχαν ακόμη και εκδηλώσεις αφιερωμένες αποκλειστικά σε αυτό. Αρχικά, ο όρος «τζίντζερμπρεντ» αναφερόταν στο ζαχαρωμένο τζίντζερ και αργότερα περιέγραφε ένα γλύκισμα φτιαγμένο με μέλι και μπαχαρικά.
Όπως υποστηρίζεται, στην Ευρώπη το έφερε το 992 μ.Χ. ο Αρμένιος μοναχός Γρηγόριος της Νικόπολης, ο οποίος έζησε στο Bondaroy στη βόρεια-κεντρική Γαλλία, κοντά στην πόλη Pithiviers, για επτά χρόνια μέχρι τον θάνατό του κι εκεί δίδαξε στους Γάλλους την τέχνη του τζίντζερμπρεντ. Από τον 13ο αιώνα, ένα είδος τζίντζερμπρεντ παρασκευαζόταν στο Toruń, τότε πολιτεία του Τευτονικού Τάγματος (τώρα Πολωνία), και μεταφέρθηκε στη Σουηδία από Γερμανούς μετανάστες.
Οι Σουηδές καλόγριες το 1444 έψηναν τζίντζερμπρεντ για να αντιμετωπίσουν τη δυσπεψία, ενώ και στην Αγγλία το τζίντζερμπρεντ θεωρήθηκε, επίσης, ότι είχε φαρμακευτικές ιδιότητες, καθώς ο John Baret, συγγραφέας του 16ου αιώνα, το περιέγραψε ως «ένα είδος κέικ ή πάστας που φτιάχνεται για να ανακουφίζει το στομάχι».
Τον 17ο αιώνα ξέρουμε ότι μπισκότα τζίντζερμπρεντ πωλούνταν στην Αγγλία σε μοναστήρια, φαρμακεία και σε υπαίθριες αγορές, ενώ έγιναν ευρέως διαθέσιμα τον 18ο αιώνα. Το ανθρωπόμορφο σχήμα τους αποδόθηκε αρχικά στη βασίλισσα Ελισάβετ Α ́, η οποία τα σέρβιρε σε ξένους αξιωματούχους.
Διαβάστε τη συνταγή στο gastronomos.gr