Ότι είχε επιστρέψει από το εξοχικό του, στη Νέα Μάκρη, φορτωμένος με μια τσάντα φρεσκοκομμένα μυρωδάτα λεμόνια. «Ένα ταπεινό σπιτάκι είναι, που έχω φτιάξει, απ’ τον πατέρα μου το βρήκα. Το ρεμπετόσπιτο, έτσι το αποκαλώ, έτσι το ξέρουν οι φίλοι μου. Χωρίς να σου πω ποιο είναι, θα το βρεις. Ξεχωρίζει για την απλότητα του. Έχω μια ξυλόσομπα… κι ένα μπουζουκάκι μέσα. Κάνουμε ωραία γλέντια. Μαγειρεύω εκεί. Κατσικάκι στον φούρνο με πατάτες. Κι ο πατέρας μου, Σμυρνιός, απ’ τον Μπουτζά, τα ίδια έκανε. Το κυνηγούσε το γλέντι, να ανάψει φωτιά, να ψήσει, να καλέσει τη γειτονιά. Βέβαια την ταλαιπωρία την τράβαγε η μάνα μου, απ’ τη Σέριφο η καταγωγή της, τής άρεσε όμως κι εκείνης αυτό το σκηνικό. Είχα πάει να φυτέψω μια βερικοκιά. Έχω άλλη μία. Όμορφο πράγμα, να απλώνεις το χέρι, να κόβεις τον καρπό, δίχως φάρμακα, να μοσχοβολάει, να τον βάζεις στο στόμα».
Διαβάστε τη συνέχεια στον Γαστρονόμο.