Ένα αυθεντικό Πάσχα στο χωριό ζήσαμε σκαρφαλώνοντας σε ένα από τα πιο όμορφα χωριά του Ζαγορίου, τη Βίτσα. Στην πλατεία της, κάτω από τον υπεραιωνόβιο πλάτανο, παρέα με τρεις σεφ, τη Νένα Ισμυρνόγλου, τον Γιαννιώτη Παναγιώτη Σιαφάκα και τον Ιορδάνη Τσενεκλίδη, ανάψαμε φωτιές στο χώμα, στήσαμε παραδοσιακές γάστρες και μια παλιά μασίνα (στόφα), και αρχίσαμε τα μαγειρέματα.
Ο Γιώργος Μισιρλής, που είχε αναλάβει τις γάστρες για τις πίτες, μάς προειδοποίησε ότι το μέρος που διαλέξαμε να τις βάλουμε, το έπιανε ο αέρας και θα δυσκολευόμασταν να συντηρήσουμε μια καλή θράκα. Τα κατάφερε όμως και εκεί ψήσαμε πολλά από τα φαγητά μας.
Κάψαμε τις τρυφερές καρδιές του μαρουλιού, καβουρδίσαμε φουντούκια, τσιτσιρίσαμε ραδίκια, ζεστάναμε φράουλες… Όλα αυτά απευθείας πάνω στο καυτό μαντέμι της μασίνας. Έτσι είναι γνωστές οι σόμπες με ενσωματωμένο φούρνο, που κυριάρχησαν μια εποχή στα χωριά, πριν αντικατασταθούν από τις ηλεκτρικές κουζίνες και τα καλοριφέρ. Είχαν διττό ρόλο, να ζεσταίνουν και να ψήνουν.
Παρά τις φλόγες και τη φούρια του μαγειρέματος, το κρύο εδώ κρατούσε ακόμα και κάτω από τη σκιά του πλάτανου, δεν έφτανε ο ήλιος για να μας ζεστάνει – ευτυχώς μας είχαν στο νου τους οι χωριανοί οι οποίοι μας φίλεψαν ντόπιο τσίπουρο από Ντεμπίνα, που μας στήλωσε. Μέχρι να ετοιμάσουμε το αρνί για ψήσιμο είχαμε έρθει στο κέφι και σφυρίζαμε σκοπούς ηπειρώτικους.
Διαβάστε τη συνέχεια στον Γαστρονόμο