Θυμάμαι με πόση μαεστρία καθάριζε η μητέρα μου τα εντεράκια στο πλυσταριό της πίσω αυλής τα πρωινά του Μεγάλου Σαββάτου. Χαλέπα, Χανιά, μέσα της δεκαετίας του ’60. Φορούσαμε από μια ποδιά (εκείνη τη μεγάλη κι εγώ τη δική μου, όση χρειαζόταν για το μπόι μου), σηκώναμε ψηλά τα μανίκια, κόβαμε δυο κλαδάκια από την κρεβατίνα (σ.σ. έτσι λένε στην Κρήτη την κληματαριά) και με αυτά τα γυρίζαμε προσεκτικά ανάποδα μέσα σε μια πράσινη λεκάνη. Και μετά, ξέπλυμα με νερό και λεμόνι και πάλι ανάποδα, και πάλι νερό με λεμόνι, ώρες ατέλειωτες. Εκείνη, στη συνέχεια, καταπιανόταν με τα ποδαράκια. Τα «τσούδιζε» (με μια αναμμένη εφημερίδα έκαιγε τις τρίχες), τα καθάριζε και τα έβαζε μαζί με τα εντεράκια σε νερό και λεμόνι για μία ώρα. Το βράδυ, μετά την Ανάσταση, το τραπέζι ήταν έτοιμο: τα κόκκινα αυγά, τα καλιτσούνια, τα εντεράκια τυλιγμένα γύρω από τα ποδαράκια και μια μεγάλη σαλάτα. Πολλές φορές και ανάλογα με τα κέφια της, τη θέση των γαρδουμπακίων έπαιρνε είτε η μαγειρίτσα, αχνιστή- αχνιστή και ψιλοκομμένη, είτε μια απλή κοκορόσουπα. Ο βραστός κόκορας έπαιζε το ρόλο «μεταβατικής κατάστασης», για να συνηθίσει δηλαδή το στομάχι από τα νηστήσιμα σιγά-σιγά στην κρεοφαγία. Ούτως ή άλλως, όμως, και για τον ίδιο λόγο, ποτέ τα πιάτα δεν ξεχείλιζαν με φαγητό στο τραπέζι του Μ. Σαββάτου.
Διαβάστε τη συνέχεια στον Γαστρονόμο
Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr