Σαν υπερχειλίζον ποτάμι σκέπασε κάποτε το πεδίο της ελληνικής μαγειρικής η κρέμα γάλακτος. Τις δεκαετίες του ’70, του ’80 και του ’90, το ποτάμι της κρέμας φούσκωσε, γιγαντώθηκε, σάρωσε, μας παρέσυρε όλους, άλλους περισσότερο άλλους λιγότερο. Τα τελευταία χρόνια φύρανε, καταλάγιασε, δεν έπαψε, όμως, ποτέ να διατρέχει την κουζίνα μας. Βρήκε τον χώρο της, χαρακτήρισε μια χούφτα φαγητά, είναι στο ψυγείο μας. Καρμπονάρα λέγαμε κάποτε τη μακαρονάδα με κρέμα γάλακτος και μπέικον, έτσι πρωτομάθαμε, πλέον τη λέμε μεταξύ μας ελληνική αυτή την ψευδοκαρμπονάρα, για να τη διαχωρίσουμε από την ιταλική με το αυγό. Έχει την πλάκα του αυτό.
Αρκετοί πάντως αυτοί που ακόμα αγαπούν την «καρμπονάρα» με κρέμα. Και άλλες πάστες με κρέμα. Ιδίως το σουφλέ μακαρονιών, που έχει επίσης ζαμπόν, μπέικον και κίτρινα τυριά που λιώνουν. Το ανυπέρβλητο σουφλέ των μπουφέδων, των καλών, των γιορτινών τραπεζιών. Θυμάμαι, πριν λίγα χρόνια, ήμουν καλεσμένος στο σπίτι ενός αντρόγυνου σε έναν τόπο -δεν έχει σημασία πού- με γαστρονομική παράδοση πλουσιότατη και ιδιαίτερη. Κι ενώ είχαν ένα σωρό καλούδια τοπικά να με φιλέψουν, κάποια εκ των οποίων μάλιστα ιδιοπαραγόμενα, όπως διαπίστωσα στη συνέχεια, μετά από μια μικρή διερευνητική κουβέντα, είχαν ετοιμάσει το γνωστό αυτό σουφλέ. Για να με ευχαριστήσουν, για να με τιμήσουν, έβγαλαν ένα καλό, ένα καθωσπρέπει φαγητό. Έτσι το σκέφτηκαν. Έτσι σκέφτονται αυτά τα φαγητά ακόμα πολλοί.
Διαβάστε τη συνέχεια στον Γαστρονόμο