Σε έναν καφενέ της Λέσβου φάγαμε τα ωραιότερα σουγάνια της οικουμένης

Σε έναν καφενέ της Λέσβου φάγαμε τα ωραιότερα σουγάνια της οικουμένης

Στον Συνοικισμό, την προσφυγική γειτονιά της Μυτιλήνης, στο Ουζερί του Κουτσομύτη σερβίρουν ούζο, παπαλίνα, και γίδα βραστή με ρεβύθια.

1' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αν στον καφενέ της γειτονιάς σου σερβίρουν ντόπια γίδα βραστή με ρεβύθια από το διπλανό χωριό και ούζο από τον απάνω μαχαλά, τότε κάτι πάει πολύ καλά, έλεγα στη φίλη μου τη Βαρβάρα που μένει δυο βήματα από του Κουτσομύτη. Τα ουζερί της Λέσβου είναι τα καθιδρύματα που θα μπορούσαν να διδάσκουν στη σύγχρονη γαστρονομική κοινότητα μοντέρνους όρους, όπως kilometer zero, sustainability, farm to table, nose to tail, κ.λπ. Αυτά είναι τα κεκτημένα τους, αιώνες τώρα, και για μαγαζιά όπως το συνοικιακό ουζερί του Κουτσομύτη, στην προσφυγική συνοικία της πόλης, είναι τα δεδομένα που τους μεγάλωσαν.

Το κατάστημα άνοιξε τη δεκαετία του ’50 στον Συνοικισμό, στη δυτική πλευρά της πόλης της Μυτιλήνης, και αρχικά λειτούργησε ως μπουζουξίδικο. Από εκείνο το τόσο δα μαγαζάκι, μια παράγκα στην κυριολεξία, ακούστηκαν ζωντανά οι φωνές του Βαμβακάρη, της Μπέμπας Μπλανς, του Τσιτσάνη. Αργότερα, γύρω στο ’78, μετατράπηκε σε καφενείο του Κουτσομύτη και το ’92 το πήραν οι γονείς του Ισίδωρου Κωνσταντάρα, του σημερινού ιδιοκτήτη, ο κυρ Σπύρος και η γυναίκα του η Αντωνία. Στην αρχή σέρβιραν ουζάκι με έναν μικρό μεζέ και οι θαμώνες έπαιζαν πρέφα και ξύλινο ποδοσφαιράκι. Το ’99 πήραν άδεια εστιατορίου και οι πελάτες τους άρχισαν πλέον να έρχονται όχι απλώς για να σκοτώσουν την ώρα τους, αλλά και για να ευχαριστηθούν το καλό φαγητό που μαγείρευε η Αντωνία.

Διαβάστε τη συνέχεια στον Γαστρονόμο

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT