Όσο σπούδαζε ιστορία στο Παρίσι, για να μπορέσει να καλύψει τα έξοδά του, βρήκε δουλειά σε μια γνωστή κρεπερί του 9ου διαμερίσματος. «Τα πήγα πολύ καλά γιατί ήξερα πως αυτή η δουλειά ήταν το “διαβατήριό” μου για να παραμείνω. Αλλιώς δεν είχα την άνεση» λέει ο κύριος Μανώλης. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, το 1988, άνοιξε το Au Grand Zinc, που είναι μία από τις πρώτες κρεπερί του κέντρου και η παλαιότερη που συνεχίζει να λειτουργεί μέχρι σήμερα. Οι λεπτεπίλεπτες, καλοφτιαγμένες κρέπες έκαναν εντύπωση. Το Grand Zinc έγινε στέκι, χώρος συζητήσεων, ρομαντικών ραντεβού, ακόμα και αυθόρμητων απαγγελιών. Από την υπέροχη «κυματιστή» πολυκατοικία του μεσοπολέμου, στη γωνία Εμμανουήλ Μπενάκη και Αραχώβης, όπου λειτουργούσε στην αρχή, τα τελευταία χρόνια αναγκάστηκε να μετακινηθεί λίγους δρόμους παραπάνω, αλλά εξακολουθεί να γεμίζει με κόσμο – ένα μείγμα παλιούς και νέους θαμώνες που τρώει παριζιάνικες κρέπες και πίνει τον καφέ του ή το κρασί του, με τζαζ να παίζει στο background. Ένα πρωί Σαββάτου, με το «πανηγύρι» της διπλανής Καλλιδρομίου σε πλήρη εξέλιξη, ζητήσαμε από τον ιδρυτή του να μας πει την ιστορία του.
«Λειτούργησαν κάποιες συγκυρίες και πήγα να σπουδάσω ιστορία στο Παρίσι. Τότε παίρναμε το λεωφορείο και ταξιδεύαμε τρεις μέρες για να φτάσουμε, υπήρχε λεωφορειακή γραμμή του ΟΣΕ Αθήνα-Παρίσι. Πολλά παιδιά της γενιάς μου τότε πήγαιναν στη Γαλλία να σπουδάσουν –άλλοι είχαν την άνεση, άλλοι έπρεπε να το βρούμε τους τρόπους. Δούλευα λοιπόν παράλληλα, στην αρχή σε ένα εστιατόριο και μετά, τα Παρασκευοσαββατοκύριακα, σε μία κρεπερί πάρα πολύ γνωστή, στο 9ο διαμέρισμα, στα Grands Boulevards. Είχε πάρα πολλή δουλειά, ήταν σε ένα σημείο με πάρα πολύ κόσμο. Η Γαλλίδα κυρία που είχε το μαγαζί με εμπιστεύτηκε. Η συγκεκριμένη δουλειά ήταν για μένα το “διαβατήριο” για να κάνω και άλλα πράγματα, οπότε την έκανα με άλλη αγάπη. Μετά από πέντε χρόνια, γυρίζοντας στην Ελλάδα, οι συνθήκες ήταν τέτοιες που έπρεπε να εργαστώ αμέσως, οπότε αποφάσισα να κάνω το ίδιο στην Αθήνα και άνοιξα το Au Grand Zinc το 1988. Έτσι γίνονται πολλές φορές τα πράγματα, τυχαία» λέει ο ίδιος.
«Τότε υπήρχαν ελάχιστες κρεπερί: η Μαριονέτα, που είχε ανοίξει έναν χρόνο πριν, και η Φαίδρα. Φτιάχναμε ωραίες κρέπες και είχαμε κάνει εντύπωση. Εμείς “εκλαϊκεύσαμε” και λίγο το στυλ, γιατί δίναμε και στο χέρι κρέπες, ενώ οι κρεπερί που προϋπήρχαν λειτουργούσαν μόνο ως σικ, εστιατορικοί χώροι. Εμείς είχαμε μεν καθιστικό αλλά δίναμε και στο χέρι όπως γινόταν και στις λαϊκές γειτονιές του Παρισιού που πάντα είχαν μια γωνιά να πάρει κάποιος μια κρέπα για το παιδί του» συνεχίζει.
Οι περισσότεροι θα θυμούνται το πρώτο μαγαζί με το μεγάλο τσίγκινο στέγαστρο που του έδωσε το όνομά του. Στο παράθυρο της Εμμανουήλ Μπενάκη ο κύριος Μανώλης έφτιαχνε για χρόνια τις κρέπες του ενώ, γυρνώντας από την άλλη, σέρβιρε ποτά και έκανε φιλοσοφικές συζητήσεις με τους θαμώνες: «Το πρώτο μαγαζί ήταν στη γωνία Μπενάκη και Αραχώβης, σε μια ιδιαίτερη πολυκατοικία με πολύ ωραίες καμπύλες. Διάλεξα τα Εξάρχεια γιατί με είχαν κερδίσει – εδώ βρισκόμασταν ως πιτσιρικάδες. Η πελατεία μας ήταν φοιτητές αλλά και μεγαλύτεροι άνθρωποι. Πολλοί που είχαν σχέση με τη Γαλλία, γιατί τα Εξάρχεια είναι μια περιοχή “φραγκόφωνη”, ας το πούμε, και πολλοί από τον χώρο της Αριστεράς. Θυμάμαι τότε περνούσα ολόκληρα απογεύματα για να φτιάξω τις κασέτες με τη μουσική. Καθόμουν και διάλεγα κομμάτια που να μεταφέρουν μια ατμόσφαιρα, ένα συναίσθημα. Και το βράδυ το μαγαζί έπαιρνε μια άλλη διάσταση. Γινόταν μια παρέα ο κόσμος. Μιλούσαμε για μουσικές, για τα θέατρα. Έρχονταν άνθρωποι που μπορούσαν να σου απαγγείλουν ολόκληρο Εμπειρίκο ή Μπρεχτ. Τότε ακριβώς απέναντί μας ήταν και το ιστορικό μπαρ Dada, που το είχε ο Κώστας Τσαπέκος, ηθοποιός του Θεάτρου Τέχνης. Και έρχονταν μεγάλα ονόματα… Ο Καρούζος, τέτοιοι άνθρωποι. Τα δύο μαγαζιά ήμασταν “συγκοινωνούντα δοχεία” για τον κόσμο που κυκλοφορούσε στη γειτονιά» λέει.
Σήμερα ο χώρος του ιστορικού Dada είναι μια παρατημένη οικοδομή. «Η αλήθεια είναι ότι στην Ελλάδα δεν έχουμε παράδοση στα μαγαζιά, στα μπιστρό, στα καφέ. Κάποια που υπήρχαν δεν υπάρχουν πια. Για παράδειγμα ο Λουμίδης ήταν δεξιά στη στοά Νικολούδη και αριστερά οι εκδόσεις Εστία. Τώρα είναι αριστερά ένα παπουτσάδικο, δεξιά μια τράπεζα. Αντιθέτως στην Ευρώπη μπορείς άνετα να πας και να καθίσεις σε ένα καφέ του 18ου αιώνα ή του 19ου. Και να είναι ζωντανό, να λειτουργεί με όρους σημερινούς. Έτσι πας σε μια πόλη και την αγαπάς. Στο Παρίσι πηγαίνεις για καφέ και συγκινείσαι. Σκέφτεσαι “Μα που κάθομαι τώρα; Κάθομαι εδώ που κάθονταν οι σουρεαλιστές ή στο εστιατόριο που τρώγανε οι Κομμουνάριοι”, για παράδειγμα. Βλέπεις ότι ένα μέρος κουβαλάει μια ολόκληρη ιστορία πίσω. Εδώ δεν το κρατήσαμε. Ελάχιστα είναι τα παλιά μαγαζιά που έχουν μείνει και τα περισσότερα από αυτά έχουν γίνει κάτι άλλο. Δεν υπάρχει αυτή η συνέχεια», σχολιάζει.
Πηγή: Γαστρονόμος