Το γαλανό στους τοίχους των χώρων υποδοχής, αυτό το θαλασσί, που παλιότερα κάποιοι συνήθιζαν να αποκαλούν σιέλ (ουρανί), ήταν μια αισθητική πρόταση του Γιάννη Τσαρούχη. Από τις πάμπολλες φορές που έχω ακούσει τη Σοφία Πελοποννησίου-Βασιλάκου να διηγείται την ιστορία αυτού του σπιτιού, κάθε φορά είναι και μια νέα αρχή. Ένα κομματάκι γνώσης, ένας ψίθυρος, ένας κραδασμός έρχεται να προστεθεί σε αυτόν τον κόσμο, τον τόσο εύθραυστο και τόσο συμπαγή συνάμα, έναν κόσμο αρμολογημένο από ιστορίες και σκιές, που επιζεί στον πέμπτο όροφο της Αμαλίας 4. Δεν είναι ένα σπίτι-μουσείο όπου μπορείς να έρθεις και να φύγεις δίχως να σε έχει αγγίξει η αύρα του. Δίχως να νιώσεις εκείνο το ράγισμα που προκαλεί κάθε συνάντηση με κάτι αξιοσημείωτο. Και στην περίπτωση της Οικίας Κατακουζηνού, με την πιο ωραία θέα στην Αθήνα, η συνάντηση συμβαίνει υποδόρια, με όλο εκείνο το αποτύπωμα της τομής ανάμεσα στην αστική και την πνευματική ζωή. Αυτή η συνάντηση έγινε ώσμωση, που εδώ, στον πέμπτο όροφο αυτής της μεγαλοαστικής πολυκατοικίας, μετατράπηκε σταδιακά σε έναν κληροδοτημένο θησαυρό, κοινό κτήμα πλέον μιας πνευματικής πορείας. Από το πεζοδρόμιο της λεωφόρου Αμαλίας, μέσα από την είσοδο της μεγάλης πολυκατοικίας με το επιτοίχιο έργο του Πάρη Πρέκα, το ασανσέρ σε οδηγεί εκεί που είναι ο προορισμός σου: στο σπίτι του Άγγελου και της Λητώς Κατακουζηνού, του πιο φωτεινού και μονοιασμένου ζευγαριού της μεταπολεμικής Αθήνας.
Το σαλόνι τους, το φιλολογικό, το πνευματικό, το αστικό, εκείνη η κόγχη όπου το υψηλό γίνεται τρόπος ζωής, μεταφέρθηκε κάποια στιγμή γύρω στο 1960 από την οδό Πινδάρου στο διαμέρισμα της Αμαλίας. Στην Πινδάρου, σε ένα αρχοντικό νεοκλασικό που προοριζόταν για κατεδάφιση στα τέλη της δεκαετίας του ’50, είχαν αποκτήσει φήμη για τις φιλολογικές συζητήσεις, την υψηλή θερμοκρασία των συναντήσεων. Το σαλόνι τους, κλασικά και εκκεντρικά διακοσμημένο, είχε εκείνο το βαθύ σμαραγδί πράσινο χρώμα που εντόπισε η Σοφία Πελοποννησίου-Βασιλάκου και το μετέφερε σε ένα από τα δωμάτια της λεωφόρου Αμαλίας, οργανώνοντας μια άψογη σκηνογραφική αναβίωση.
Αλλά στην Οικία Κατακουζηνού, όπου όλα είναι αυθεντικά και πολύτιμα, δεν υπάρχει η εντύπωση της σκηνογραφίας. Από εδώ είναι το μεγάλο σαλόνι, με το άπλετο φως, να κοιτάει τον Εθνικό Κήπο και τη Βουλή των Ελλήνων. Πιο μέσα, η τραπεζαρία με τα κομό και τους καθρέφτες. Πάνω από το τζάκι, ένα έργο του Τσαρούχη. Οι ξύλινες πόρτες, πτυσσόμενα χωρίσματα, είναι ζωγραφισμένες από τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα. Ένα έργο του Μαρκ Σαγκάλ, έπιπλα εποχής, ο Σπύρος Βασιλείου στον τοίχο, γαλανόλευκες πορσελάνες Wedgwood, που κάποτε ανήκαν στην πριγκίπισσα Ασπασία της Ελλάδας, στο καρυδένιο σεκρετέρ του Étienne Avril με τις νεανικές φωτογραφίες της Λητώς Κατακουζηνού, να λάμπει, αριστοκρατική σαν κύκνος. Η γενιά του ’30 διάσπαρτη σε κορνίζες και σε αύρα… το πιάνο όπου έπαιξε ο Μάνος Χατζιδάκις τον «Μεγάλο Ερωτικό».
Και όσο προχωράς μέσα στο διαμέρισμα, όσο η ατμόσφαιρα πυκνώνει, όσο έχεις την εντύπωση ότι κολυμπάς στα νερά ενός κόσμου αθέατου από τη στάθμη του δρόμου (αλλά παραδόξως πιο αληθινού από την αλήθεια), νιώθεις ότι είναι η ώρα να πας στα ενδότερα. Και αφού περάσεις το πιάνο στον διάδρομο, με τη σκούρα τερακότα στον τοίχο, και φτάσεις στην ενδιάμεση κάμαρα με το πράσινο χρώμα ολόγυρα, την επιδαπέδια λάμπα με το καπέλο και τις φλοράλ ταπετσαρίες στις πολυθρόνες, έχοντας διαρκώς μεταλάβει από ατμοσφαιρικές φωτογραφίες μισοσβησμένης μνήμης, θα φτάσεις στο γραφείο του ψυχιάτρου Άγγελου Κατακουζηνού. Θα έχεις φτάσει στον γενεσιουργό πυρήνα κάθε πνευματικής εξακτίνωσης, εκεί, στον χώρο που είναι σφραγισμένος από την προσωπικότητα του Άγγελου Κατακουζηνού, του αγαπημένου «Βαλή» της Λητώς (με το «κοριτσίστικο» δωμάτιο και το μπουντουάρ μιας άλλης εποχής)… Εκεί, στα ενδότερα του κόσμου του Άγγελου Κατακουζηνού, σε συνομιλία με το Μουσείο Φρόιντ του Λονδίνου μέσω μιας μόνιμης φωτογραφικής έκθεσης, με τα αρ ντεκό έπιπλα που σχεδίασε ο Στάμος Παπαδάκης, με τις βιβλιοθήκες μέχρι πάνω στο ταβάνι, έρχεται σε ατμούς συγκίνησης η ευωδιά από την πατρογονική Λέσβο, από οικογενειακές ιστορίες, από θραύσματα αστικής ζωής και πρωτογενούς τέχνης, από τον Θεόφιλο και τη διανόηση στα μέσα του εικοστού αιώνα. Εκεί, στην Οικία Κατακουζηνού, συναιρούνται σε διατομές και επικαλύψεις όλοι αυτοί οι κόσμοι και ακόμη περισσότεροι. Ο Αλμπέρ Καμύ σε έναν διάλογο με τον Σεφέρη, και ο Φώκνερ με τον Θεοτοκά. Η Οικία Κατακουζηνού πλέει σαν ένα καράβι στον ωκεανό… ένα ταξίδι δίχως τέλος. Νίκος Βατόπουλος
Από τη Γαλλία στην Ιταλία και από εκεί στην Ελλάδα
Πώς θα ήταν ένα δείπνο στο σπίτι της Λητώς και του Άγγελου Κατακουζηνού στα μέσα της δεκαετίας του ’60; Τότε ήταν που το αστικό σαλόνι τους συγκέντρωνε φίλους τους, εκπροσώπους της γενιάς του ’30. Κάθε κάλεσμα είχε μια θεματική πρόσκληση για να δουν Καραγκιόζη καθισμένοι στο πάτωμα ή για μια ανοιχτή συζήτηση για την ποίηση του Ελύτη. Ενώ δεν υπάρχει αναφορά πως η Λητώ Κατακουζηνού μαγείρευε, φαίνεται να ισχύει πως έκαναν συχνά καλέσματα. Το μενού που εμπνεύστηκε η σεφ μας, Νένα Ισμυρνόγλου, έχει κάτι από τον ευρωπαϊκό αέρα που διέκρινε το ζευγάρι. Η Λητώ προερχόταν από μια οικογένεια που είχε ταξιδέψει πολύ στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στα νεανικά της χρόνια, και η αισθητική της είχε καλλιεργηθεί μέσα από αυτά τα ταξίδια.
Ο Άγγελος έζησε καιρό στη Γαλλία και έκανε παρέα με τη διανόηση της εποχής. Είχαν κοινή αισθητική. Πολλά από τα αντικείμενα του σπιτιού που υπάρχουν ακόμη στην Οικία Κατακουζηνού ήταν οικογενειακά κειμήλια, όπως τα έπιπλα στο πράσινο δωμάτιο, που ήταν το καθιστικό των παππούδων της Λητώς. Το φίνο λευκό πορσελάνινο σερβίτσιο με τις χρυσές λεπτομέρειες που χρησιμοποιήσαμε στη φωτογράφιση είναι δικό τους. Πιθανότατα σε αυτό να έχει φάει ο Κώστας Βάρναλης, όταν κάποια μέρα τούς επισκέφτηκε για φαγητό και έπειτα μπροστά στο τζάκι τούς διάβαζε τα έργα του, ή ο Γιάννης Τσαρούχης, ο άνθρωπος που επέλεξε τα χρώματα του σπιτιού και είχε σχεδιάσει πολλά από τα φορέματά της.
Κρίναμε, λοιπόν, πως μια κλασική τάρτα μανιταριών με έμπνευση γαλλική δεν μπορεί να λείπει από το τραπέζι. Το γεύμα θα μπορούσε να ανοίξει με δύο κλασικές σούπες, κολοκύθας και πράσου, που μαγειρεύονται ξεχωριστά αλλά συναντώνται στο πιάτο. Οι γαρίδες κοκτέιλ, δοσμένες από την Ισμυρνόγλου σε μια φρέσκια εκδοχή τους, δίνουν στο μενού έναν καλτ μοντερνισμό, ενώ η γεμιστή όρνιθα ελληνικής εμπνεύσεως σερβίρεται με ένα ιταλικό ριζότο, αρωματισμένο όμως με κρόκο Κοζάνης. Λίγη τοπικότητα, αρκετός διεθνισμός και φειδωλή πολυτέλεια στα υλικά.Με αυτά τα στοιχεία θα στρώσουμε το τραπέζι στου Άγγελου και της Λητώς. Το τραπέζι τότε είχε έντεκα καρέκλες, τον αριθμό που θεωρούσαν ιδανικό ώστε να μπορούν εύκολα να σηκωθούν, να αλλάξουν θέση και να γνωριστούν όλοι με όλους. Το δικό μας θα στρωθεί για 6-8 άτομα. Νένα Δημητρίου
Δείτε τις 7 συνταγές του εορταστικού μενού που μαγειρεύτηκαν στην Οικία Κατακουζηνού.