Η θεία Σέτη ήταν μακράν η αγαπημένη μου θεία μέχρι την έκτη δημοτικού. Μπορεί οι ζαχαρωμένες φλούδες πορτοκαλιού που έφτιαχνε και μας προσέφερε ενίοτε να ήταν αβάσταχτα πικρές για τον παιδικό ουρανίσκο μου, αλλά τα μεζεδάκια της, που ετοίμαζε στο φτερό, με το που φτάναμε απρόοπτα, ήταν πάντα μια πρωτόγνωρη εμπειρία γεύσης. Σε αυτή χρωστάω, άλλωστε, και την πρώιμη αγάπη μου για την κάππαρη.
Παραδοσιακά ελληνικά προϊόντα, εξωτικά μπαχάρια και γαλλική κουζίνα αναμειγνύονταν στις κατσαρόλες της και στα μενού της. Λίγο αργότερα άρχισαν να καταφθάνουν και συνταγές από την Αμερικανίδα συννυφάδα της. Δοκίμαζε συνεχώς καινούργιες συνταγές και κάθε φορά αυτό γινόταν αφορμή για κάλεσμα. Όμως, και την πρώτη μαροκινή ταζίν στη ζωή μου την είδα σπίτι της. Πήγαινα στην τρίτη δημοτικού και γυρόφερνα με μισάνοιχτο στόμα το περίεργο μαγειρικό σκεύος. Το σκέπαζα, το ξεσκέπαζα. Την ίδια εποχή χάζευα εξίσου αποσβολωμένη το μαροκινό, χάλκινο σαμοβάρι που ήταν σχεδόν όσο και το μπόι μου και ταυτόχρονα μάθαινα σε τι χρησιμεύουν όλα αυτά τα περίεργα αντικείμενα.
Παράλληλα, άκουγα ιστορίες ταξιδιών, γιατί η θεία Σέτη και ο θείος Μίκης ταξίδευαν πολύ και σε τόπους μακρινούς. Μέχρι την Ινδία είχαν φτάσει για να αγοράσει υφάσματα για το ατελιέ ραπτικής που είχε τότε Ερμού και Βουλής, στο Σύνταγμα, στον τρίτο όροφο ενός κτιρίου. Είχε γυρίσει από το Παρίσι, όπου είχε σπουδάσει ενδυματολογία και είχε μαθητεύσει για έναν χρόνο εκεί ακριβώς που ονειρευόταν: στο ατελιέ του διάσημου Αιγυπτιώτη σχεδιαστή μόδας Jean Dessès. «Ήταν αναγνωρισμένος παγκοσμίως ως ένας από τους σημαντικότερους σχεδιαστές των δεκαετιών ’40-’60 και κυρίως διάσημος για τις αρχαιοελληνικές πτυχώσεις στις δημιουργίες του, τα ντραπέ του. Το 1933 άνοιξε τον δικό του οίκο ραπτικής στο Παρίσι, στην Avenue Georges V», μου είπε πρόσφατα.
Και όλα αυτά συνέβαιναν τη δεκαετία του ’70. Ήταν η χρυσή εποχή που οι νοικοκυρές ανακάλυπταν τα σουφλέ τα οποία έκαναν θραύση στα επίσημα δείπνα και οι συνταγές τους έτρεχαν από χέρι σε χέρι. Τότε οι περισσότεροι ζούσαμε ήδη σε διαμερίσματα με στενές βεράντες. Όχι όμως οι αγαπημένοι μου θείοι. Εκείνοι έμεναν στην αραιοκατοικημένη, εκείνη την εποχή, Κηφισιά, σε ένα σπίτι που δεν έμοιαζε με κανένα άλλο. Πέτρινο, με ένθετα ανάγλυφα με παραδοσιακές παραστάσεις, κομμάτια μάρμαρο, όλα ταιριασμένα σε ένα λίθινο κέντημα από μαστόρους που ήξεραν πώς να μετατρέπουν το καλέμι σε βελόνι. Η Σέτη βεβαίως τριγυρνούσε στα πόδια τους, συμμετέχοντας στο χτίσιμο. Κάθε ένθετο κομμάτι έχει την ιστορία του σε αυτό το σπίτι. Όπως αυτό με ένα τσαμπί σταφύλι που, νικώντας τη βαρύτητα, είναι στραμμένο προς τον ουρανό. «Το πρόσεξες αυτό; Όταν το έχτισα παρέα με τον μάστορα, έκανα λάθος και το έβαλα ανάποδα», μου είχε πει κάποτε γελώντας. Ένα στιγμιαίο χειροποίητο λάθος που μετατράπηκε κατόπιν σε εντοιχισμένη ανάμνηση. Ακόμη μία ιστορία που έχει να διηγηθεί. Τριγύρω ένας κήπος ελληνικός, με κυπαρίσσια, πεύκα, μια ελιά με πεζούλα, με συκιές που ακόμη, κάθε Σεπτέμβρη, η μητέρα μου περιμένει να καρπίσουν για να μας δώσουν σύκα. Ένας κήπος χωμάτινος, που βραβεύτηκε για την αυθεντικότητά του από τον Δήμο Κηφισιάς.
Χρειάστηκε να περάσουν μερικά χρόνια ώσπου να αναρωτηθώ ποιος σχεδίασε αυτό το σπίτι με το χαγιάτι σε μια άκρη του σαλονιού, με τον οντά του ντυμένο με παραδοσιακά υφαντά και στον σοφρά τα ανατολίτικα μπακίρια από το πατρικό σπίτι του Αιγυπτιώτη θείου Μίκη. Αφορμή στάθηκε μια εκδρομή του νιόπαντρου ζευγαριού, τη δεκαετία του ’60, στο Πήλιο. «Είχαμε εντυπωσιαστεί τόσο πολύ με την ντόπια αρχιτεκτονική, που, επιστρέφοντας, αποφασίσαμε να απευθυνθούμε τελικά στον Δημήτρη Πικιώνη για το σπίτι μας. Προλάβαμε να συναντήσουμε τον Πικιώνη σε ένα μόνο ραντεβού στο γραφείο του και μετά τον θάνατό του συνέχισε το έργο ο γιος του ο Πέτρος», θυμάται.
Ένας άλλος μεγάλος αρχιτέκτονας του Μοντερνισμού, ο Άρης Κωνσταντινίδης, χαρακτήριζε σοφά τα σπίτια ως «δοχεία ζωής». Αυτό ακριβώς είναι και το σπίτι αυτό. Με τα χρόνια ήρθαν τα παιδιά και παράλληλα γέμιζε με ξεχωριστά αντικείμενα από τα πάμπολλα ταξίδια και τις ατελείωτες βόλτες στα παλαιοπωλεία που αγαπούσε τόσο να κάνει το ζευγάρι. Πάντα όμως ήταν ένα σπιτικό ανοιχτό στους φίλους και κυρίως πανέτοιμο για ξαφνικές επισκέψεις. Μέχρι σήμερα η ίδια φιγούρα της Σέτης στο κατώφλι να μας λέει «καλώς τους» και να μας ανοίγει την αγκαλιά της. Παλιά, όταν χιόνιζε, ανεβαίναμε μέχρι το σπίτι τους. Ήταν έθιμο τέτοιες μέρες η φασολάδα με λουκάνικο και μπέικον και το αχνιστό ψωμί που έβγαινε από τον φούρνο και η ψίχα του μοσχοβολούσε λιωμένο βούτυρο και σκόρδο. Ο καλοφαγάς θείος Μίκης ανασκάλευε συνεχώς τα ξύλα στο τζάκι στο μικρό καθιστικό δίπλα στην κουζίνα- και σχολίαζε με καυστικό χιούμορ τα λεγόμενα, ενώ ήταν αστείρευτος στα ανέκδοτα. Ήξεραν και οι δυο τους τόσο καλά την τέχνη της φιλοξενίας και τα συστατικά της, τη ζεστασιά και τη φυσικότητα.
Θρυλικά ήταν και τα καλέσματά τους για επίσημο δείπνο. Όλοι τα περίμεναν πώς και πώς. Δυστυχώς, εμείς τα παιδιά δεν παρευρισκόμασταν ποτέ. «Ένα βράδυ μάς είχε καλέσει για δείπνο μαζί με δύο τρία άλλα φιλικά ζευγάρια και, όταν ανεβήκαμε επάνω στο σαλόνι, αντικρίσαμε μικρά στρογγυλά τραπέζια, στρωμένα με μακριά τραπεζομάντιλα και κηροπήγια με κεριά αναμμένα. Ένα ξεχωριστό τραπέζι για κάθε ζευγάρι», θυμάται ακόμα και σήμερα η μητέρα μου.
Από διηγήσεις της ξέρω ότι αυτά τα δείπνα ήταν κάθε φορά μια έκπληξη, τόσο από την άποψη των φαγητών όσο και από τον τρόπο που έστρωνε πάντα το τραπέζι, με τη φινέτσα που της δίδαξε το Παρίσι, συνδυασμένη με μια γερή δόση της δικής της φαντασίας. Μέσα στα χρόνια είχε παρακολουθήσει και μαθήματα της ιαπωνικής ανθοδεσίας Ikebana. Αυτό απογείωσε τις συνθέσεις που έβαζε στο κέντρο του τραπεζιού. Ενίοτε δημιουργούσε με φούντες μπρόκολο και άλλα φρέσκα λαχανικά. «Δεν ήμουν όμως πολύ υπέρ των κεριών. Μόνο όταν υπήρχε λόγος», μου λέει γελώντας. Κι αν αυτά δεν μας εκπλήσσουν πια, στη δεκαετία του ’70 ήταν πρωτόγνωρα.
Για το σημερινό κυριακάτικο γεύμα, πήγα σπίτι της για να διαλέξουμε μαζί τις συνταγές. Βρήκαμε παλιοκαιρισμένα χαρτάκια, τετράδια, και οι αναμνήσεις απλώθηκαν πάνω στο τραπέζι. «Αυτό ήταν καλό. Άρεσε. Αυτό όχι, γιατί δεν το έχω κάνει», αποφασιστική όπως πάντα στα ενενήντα χρόνια της. Ανοίξαμε την τραπεζαρία που παρέμενε ερμητικά κλειστή μετά το φευγιό του θείου Μίκη και τα δύσκολα χρόνια του Covid. Στρώσαμε μαζί το τραπέζι με το κεντημένο τραπεζομάντιλο της πεθεράς της και βάλαμε τα σερβίτσια. Συνοδοιπόροι σε αυτό το ταξίδι στον χρόνο ήρθαν η Πόπη και ο Δημήτρης, οι κουμπάροι του ζευγαριού.
Με το που άρχισαν να δοκιμάζουν τα πιάτα, ξεκίνησαν αυτόματα και οι κουβέντες για τις βραδιές που έχουν περάσει. «Πάντα στο τέλος έβγαζε και μια πιατέλα με φρούτα που έμοιαζε με ζωγραφιά», θυμάται η Πόπη. Όπως και για τις συνταγές που αντάλλασσαν. «Θυμάσαι εκείνη τη συνταγή με σπανάκι της κυρίας Δούμα που είχε το πασίγνωστο κατάστημα υποκαμίσων στον Πειραιά;» τη ρώτησε. Γιατί η θεία Σέτη εκεί μεγάλωσε. Πήγαινε στις Καλόγριες και μάθαινε βιολί στο Ωδείο Πειραιά, με δάσκαλο τον βιολονίστα και αρχιμουσικό J. Bustidui, ο οποίος είχε διατελέσει και βιολονίστας της ισπανικής Αυλής. Αξέχαστοι έχουν μείνει στον Δημήτρη και οι χοροί μετά το δείπνο. Ταγκό, βαλς και οπωσδήποτε μετά παραδοσιακοί, αφού η Σέτη μέχρι που απέκτησε το πρώτο της παιδί πήγαινε στο Λύκειο Ελληνίδων. Αργά το μεσημέρι, οι καλεσμένοι της έφυγαν κατευχαριστημένοι και η θεία τούς ξεπροβόδισε με την ίδια ζεστασιά. Η πόρτα από σφυρήλατο χαλκό, με τη χρονολογία 1968 στην κορυφή της, έκλεισε. Καθίσαμε λίγο ακόμα μαζί και τα είπαμε, όπως πάντα.
«Οι ίδιοι οι καλεσμένοι μου με ενέπνεαν για το μενού που ετοίμαζα κάθε φορά».
Οφείλω όμως μια εξήγηση. Κάπου στην έκτη δημοτικού συνειδητοποίησα ότι δεν μας ενώνει καμία απολύτως συγγένεια με τη θεία Σέτη και τον θείο Μίκη. Εμβρόντητη είχα ρωτήσει τη μητέρα μου «γιατί τότε τους φωνάζω θείους;». «Επειδή τους αγαπάμε και με τη Σέτη έχουμε φιλία χρόνων, από ανύπαντρες», μου είχε απαντήσει. Έτσι παραμένει πάντα, η «θεία» της καρδιάς μου.
«Στο στρώσιμο του τραπεζιού παρασυρόμουν μόνο από το κέφι της στιγμής. Ποτέ δεν έκανα κάτι προγραμματισμένα. Συνήθως δημιουργούσα συνθέσεις για το κέντρο με φρέσκα ζαρζαβατικά ή φρούτα ή με κλαδιά πεύκου και κισσού από τον κήπο. Δεν μου άρεσαν πολύ τα κεριά».