Υπάρχουν δύο λογιών νοικοκυραίοι. Εκείνοι που πιάνουν και τρίβουν το ταψί πριν καν προλάβει να επέλθει η χώνεψη, γιατί δεν αντέχουν να μη λάμπει από πάστρα, κι άλλοι που το γεμίζουν με καυτό σαπουνόνερο για να του δώσουν χρόνο να μαλακώσουν τα λίπη, όσο χαλαρώνουν κι οι ίδιοι με ένα απογευματινό καφεδάκι. Σε καθεμιά από τις δύο περιπτώσεις, αυτό το κυριακάτικο απομεσήμερο έχει τη γλυκιά μακαριότητα της αγίας ελληνικής οικογενειακής ευτυχίας. Ένα ταψί φαγητό είναι ο μαγνήτης που μας φέρνει κοντά, μας κρατάει συσπειρωμένους, ενωμένους σαν γροθιά.
Έχει προηγηθεί φυσικά το brainstorming του Σαββάτου. Τι φαγητό να κάμω; Γεμιστά φάγαμε προχθές, ούτε γιουβέτσι μπορώ να κάνω γιατί είχε φτιάξει η αδερφή μου την Τετάρτη, τους περίσσεψε και το τρώνε μέχρι και σήμερα, μουσακά δεν κάνω γιατί η Μ. ξαφνικά σταμάτησε να τρώει μελιτζάνες, λέει τάχα ότι την πειράζουν στο στομάχι. Μήπως να φτιάξω κοτόπουλο με πατάτες ή μήπως να κάνω και μια τυρόπιτα με τη φέτα που έστειλε η θεία από το Ναύπλιο; Ακολουθεί ένα ντιμπέιτ, καταλήγω στο δημοφιλέστερο αποτέλεσμα μετά από μίνι ψηφοφορία στην οικογενειακή ομαδική στο viber, ετοιμάζω τη λίστα με τα ψώνια, ξεχύνομαι στις αγορές. Επιστρέφω σπίτι κι αρχινάνε καινούργιες σκασίλες. Να κάνω την κλασική συνταγή της μάνας/γιαγιάς, να κάνω τη δική μου που είναι ελαφρώς πειραγμένη, να κάνω εκείνη που είχε φτιάξει ο Κ. μια άλλη φορά και άρεσε σε όλους ή μήπως να ακολουθήσω τη συνταγή του Πέσκια και να πουλήσω και λίγο μούρη; Ένα γεμάτο Σάββατο τυλιγμένη σε ένα αόρατο οικογενειακό κουκούλι, γνήσιες στιγμές χαράς στα πρόθυρα της επερχόμενης κυριακάτικης μάζωξης.
Μίνι απογευματινές προετοιμασίες λίγο πριν από την έξοδο του Σαββάτου και μπόλικες εκκρεμότητες για την Κυριακή το πρωί. Θα βάλουν και οι άλλοι ένα χεράκι. Η μάνα θα έρθει από νωρίς, το ίδιο και η θεία Π. Κι έτσι γύρω στις 11, Κυριακή πρωί, το φαγητό είναι πια στο ταψί, έτοιμο να οδεύσει προς τον αναμμένο φούρνο. «Εμείς παλιά είχαμε το φαγητό έτοιμο από τις 8, σκεπάζαμε το ταψί, το πηγαίναμε στον φούρνο, εδώ στη γωνία που είναι τώρα το μαγαζί της Δ. με τα χειροποίητα κοσμήματα. Του αφήναμε το ταψί και του λέγαμε θα περάσουμε μετά την εκκλησία να το πάρουμε. Δεν ξέρω, ρε παιδί μου, γιατί, αλλά είχε άλλη γεύση το φαγητό που μας έψηνε ο φούρναρης… Τέλος πάντων, πήγε 11.30, βάλε το επιτέλους να ψηθεί, ο πατέρας σου τρώει νωρίς».
Όσο να ψηθεί το φαγητό, έχει καταφτάσει όλη η οικογένεια. Μόλις αρχίσει να μυρίζει το ψητό, χτυπά το πρώτο κουδούνι, όταν η μυρωδιά έχει φτάσει πια στο σαλόνι το κουδούνι χτυπάει ξανά, και χτυπάει ακόμα μία φορά όταν τα στομάχια μας έχουν αρχίσει να γουργουρίζουν αγρίως και η μυρωδιά του φαγητού γίνεται κοφτερή, σφοδρή και εισχωρητική, γινωμένη και ξεροψημένη, είναι η μυρωδιά του «θα είναι έτοιμο σε πέντε λεπτά». Ξεκινά στο μεταξύ και μια παρέλαση μπροστά από τον φούρνο, «πήγαινε, χριστιανή μου, παραπέρα, τι στρογγυλοκάθισες μπροστά στην κουζίνα» – θελκτική βιτρίνα η γυάλινη πόρτα του φούρνου, «κάνω window shopping» λέει γελώντας η ανιψιά μου, που έχει στήσει καρτέρι καθισμένη έτσι ώστε να έχει ανεμπόδιστη θέα στο ταψί.
Το ταψί ξεφουρνίζεται. Στο τραπέζι οι μεζέδες παραμερίζουν, ακροβολίζονται, γίνονται παρελθόν, μπαίνει ένα ανθεκτικό σουπλά καταμεσής του φλοράλ τραπεζομάντιλου και έρχεται ένα ταψί με καψαλισμένες τις άκρες του και μαυρισμένα τα πλευρά του, να κλέψει με την ατσούμπαλη εμφάνισή του τα φώτα από τις κλασικές πορσελάνες της μαμάς. Χέρια διασταυρώνονται επάνω από το ταψί, μια μυστική συνωμοσία οικογενειακή.
Διαβάστε τη συνέχεια στον Γαστρονόμο