Όταν ήμουν νεότερος και πιο αψίκορος, πίστευα ότι το πιο παρεξηγημένο ζώο του πλανήτη ήταν ο λύκος. Έχοντας διαβάσει δε το αριστουργηματικό βιβλίο του Φάρλεϊ Μόατ «Λύκοι, σας παρακαλώ μην κλαίτε», έδιωξα και τις τελευταίες αμφιβολίες μου γι’ αυτό το σπουδαίο θηλαστικό, που λειτουργεί ως ρυθμιστής της βιοποικιλότητας στην άγρια φύση.
Το γαϊδούρι, για μένα, ήταν απλώς ένα υπομονετικό υποζύγιο που επιτελεί έναν σκοπό, όπως όλα τα υπόλοιπα οικόσιτα ζώα. Έκανα τραγικό λάθος. Άρχισα να το καταλαβαίνω όταν βρέθηκα σε ένα άσυλο γαϊδουριών και γνώρισα από κοντά αυτά τα τρυφερά, υπερήφανα, στοργικά –ναι, στοργικά– πλάσματα, που θα ήθελες να έχεις για συντροφιά αν ζούσες στην εξοχή. Δεν ξέρω αν το ίδιο τραγικό λάθος κάνουν και οι άνθρωποι της υπαίθρου. Αυτοί που τα υποβάλλουν σε βαναυσότητες (λέγε με Σαντορίνη), σε αδικαιολόγητη κακομεταχείριση (λέγε με Νάξο), σε κακοποίηση κάθε είδους (λέγε με Ελλάδα!).
Τα γαϊδούρια στη χώρα μας υπομένουν κάθε λογής βασανιστήριο, διαβιούν σε μια κατάσταση «υποζώου» (πιο κάτω και από το πιο παραμελημένο ζωντανό), πέφτουν διαρκώς θύματα απαξίας και εξευτελισμού. Και το κράτος, με όλη την εξελιγμένη νομοθεσία του, παραμένει αδρανής μάρτυρας στις εικόνες ντροπής με ζώα φορτωμένα με υπέρβαρους τουρίστες, δομικά υλικά και πραμάτειες, τα γαϊδούρια στις ταράτσες, με γαϊδούρια στους γάμους ντυμένα με ρούχα και κοσμήματα, γαϊδούρια της ταπείνωσης και της απερίγραπτης υπομονής.
Όταν η Τασούλα Επτακοίλη έγραψε τον Γκάρη, «έναν γάιδαρο όπως όλοι οι άλλοι» (εκδόσεις Πατάκη), και είδα την υποδοχή που επιφύλαξε σε αυτό το τρυφερό παραμύθι ο κόσμος γύρω μου, βεβαιώθηκα και για κάτι άλλο. Κάτι που δεν τολμούσα να παραδεχτώ, αν και τα δείγματα ήταν πάντα εκεί: ότι ο κόσμος των αστικών κέντρων έχει ξεφύγει σε ενσυναίσθηση, επίγνωση και συμπόνια σε σχέση με τον κόσμο της επαρχίας. Ίσως επειδή μας έλειψαν τα ζώα της υπαίθρου· ίσως γιατί η επαφή μας με τα κατοικίδια μας επέτρεψε (ανάγκασε;) να κατανοήσουμε ότι κανένα ζώο δεν είναι «πράγμα». Ούτε καν αυτά που κάποτε μετρούσαμε με τα κεφάλια και όχι με τις ψυχές.
Η ηθολογία, με την τεράστια πρόοδο που έχει σημειώσει την τελευταία δεκαετία, με τη σημαντική διείσδυση που έχει επιτύχει στα γνωστικά μας ενδιαφέροντα, συνέβαλε τα μάλα σε αυτό. Τα παιδιά των πόλεων καταλαβαίνουν, όλο και περισσότερο, ότι κανένα πλάσμα δεν είναι αντικείμενο προς εκμετάλλευση, εργαλείο προς χρήση.
Η επαρχία έχει πολύ δρόμο ακόμα για να το κατανοήσει. Και αυτό με θλίβει ιδιαίτερα ως άνθρωπο-υβρίδιο, που έχει μεγαλώσει στην επαρχία, έχει ζήσει στην Αθήνα, έχει ταξιδέψει αρκετά και έχει πιάσει το νόημα της ύπαρξης. Όχι του εαυτού του –εδώ θέλει ακόμη πολλή δουλειά–, αλλά των άλλων.
Νομίζω ότι είναι υποχρέωσή μας να μεταδώσουμε αυτή την «αστική υστερία» (έτσι χαρακτήρισαν κάποιοι δημοτικοί άρχοντες την αντίδρασή μας στις εικόνες της κακοποίησης των γαϊδουριών στη Νάξο, για χάρη ενός βάρβαρου εθίμου) όσο μακρύτερα γίνεται. Νομίζω επίσης ότι, για τον σκοπό αυτόν, το παραμύθι της Επτακοίλη και οι αντιδράσεις των φίλων των ιπποειδών (greekhorseprotection.org) κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση. Αυτή που πρέπει να κινηθούμε όλοι, και ας μην έχουμε δει ποτέ γαϊδούρι από κοντά, και ας μην έχουμε ξύσει ποτέ τα αυτιά του, και ας μην έχουμε νιώσει τη μουσούδα του στο στήθος μας. Ακόμα και αν είχαμε μέχρι τώρα γαϊδουρινή υπομονή, μας τελείωσε. ■