Παρατηρώντας προ ημερών τη λίστα των είκοσι μπεστ σέλερ που δημοσιοποιεί κάθε εβδομάδα το Amazon, συνάντησα μια μελέτη για το πώς πρέπει να αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε, έναν οδηγό για το πώς να απαλλαγούμε από τις κακές μας συνήθειες, μια διδακτική ιστορία ζωής που γράφτηκε με σκοπό να εμπνεύσει, ένα μανιφέστο για το πώς να τονώσουμε την αυτοπεποίθησή μας, τις εμπειρίες μιας ψυχοθεραπεύτριας, τις τακτικές διαπραγμάτευσης στην προσωπική και την επαγγελματική ζωή, τα μυστικά των επιτυχημένων ανθρώπων κ.ά. Τα περισσότερα από τα βιβλία της λίστας είχαν έναν άμεσο ή έμμεσο χαρακτήρα αυτοβοήθειας (self-help), καθώς φαίνεται ότι αυτή είναι η κατεύθυνση στην οποία έχει στραφεί μαζικά η σύγχρονη σκέψη, είτε πρόκειται για διακεκριμένους επιστήμονες είτε απλώς για δημοφιλείς περσόνες του διαδικτύου.
Ο αμφιλεγόμενος Καναδός ψυχολόγος Τζόρνταν Πίτερσον, συγγραφέας του βιβλίου «12 κανόνες ζωής». © Mark Sommerfeld/The New York Times
Στην παραπάνω λίστα υπήρχε επίσης το ευαγγέλιο των βιβλίων του είδους, γραμμένο το 1936 από τον Ντέιλ Κάρνεγκι, με τίτλο «Πώς να κερδίζεις φίλους και να επηρεάζεις τους ανθρώπους» (εκδ. Κλειδάριθμος), αλλά και το προπέρσινο «12 κανόνες ζωής», το μπεστ σέλερ του Καναδού ψυχολόγου και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο, Τζόρνταν Πίτερσον, του πολυσυζητημένου και αμφιλεγόμενου νέου γκουρού του χώρου. Αν κάποιος διαβάσει αποσπασματικά αυτούς τους κανόνες, θα τους βρει απλοϊκούς και κάπως τετριμμένους: «Να λες την αλήθεια ή τουλάχιστον μη λες ψέματα», «Κάνε φίλους που θέλουν το καλύτερο για σένα», «Θεώρησε ότι το άτομο που ακούς να μιλάει ίσως ξέρει κάτι που εσύ δεν ξέρεις» κ.ά. Αυτή είναι η επιφάνεια, γιατί στην ουσία ο Πίτερσον υπερασπίζεται με επιδεξιότητα μια κοινωνική δομή με σαφείς ιεραρχίες, ένα ηθικό πλαίσιο στο οποίο η τάξη κερδίζει το χάος, και αναζητά τις αλήθειες του στη Βίβλο, στον Νίτσε, στον Δαρβίνο και στον Γιουνγκ. Εκατομμύρια αναγνώστες δήλωσαν ότι τους άλλαξε τη ζωή. Ως επί το πλείστον νεαροί, λευκοί και ετεροφυλόφιλοι, καθώς η συντηρητική ρητορική του Πίτερσον, που συχνά στις δημόσιες τοποθετήσεις του αγγίζει την άκρα Δεξιά, σκέπασε σαν τρυφερή φτερούγα όλους αυτούς που ένιωσαν ότι τα προνόμιά τους απειλούνται σε έναν κόσμο που αλλάζει.
Ο Πίτερσον είναι χαρισματικός αφηγητής, δεν δυσκολεύεται να εγείρει συναισθήματα και να συντηρεί γύρω του ένα φανατικό κοινό. Αυτή τη στιγμή θεωρείται ίσως ο πιο επιδραστικός διανοούμενος του αγγλοσαξονικού κόσμου και μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι επέλεξε να μοιραστεί τη φιλοσοφία του μέσα από τους αναγνωρίσιμους κώδικες ενός βιβλίου αυτοβοήθειας. Αυτή είναι η τάση σήμερα. Στις ΗΠΑ οι πωλήσεις σχετικών βιβλίων σχεδόν διπλασιάστηκαν μέσα σε μία πενταετία, φτάνοντας πέρυσι τα 18,6 εκατ. αντίτυπα, ενώ στην Αγγλία παρατηρήθηκε άνοδος της τάξης του 20% μέσα σε μία μόνο χρονιά. Συνολικά, αν συνυπολογίσουμε και τα παρελκόμενα των εκδόσεων (συνεδρίες coaching, ομιλίες, εφαρμογές σε κινητά κ.ά.), μιλάμε για μια βιομηχανία δεκάδων δισεκατομμυρίων.
Ένας όρος που σημαίνει τα πάντα
Εν τω μεταξύ, καθώς κανείς δεν μπορεί να ορίσει ακριβώς τι εννοούμε όταν αναφερόμαστε σε ένα βιβλίο αυτοβοήθειας, βιβλιοπώλες και βιβλιοθηκάριοι σε όλο τον κόσμο καλούνται να ομαδοποιήσουν χιλιάδες τίτλους που εμπίπτουν ποικιλοτρόπως στην κατηγορία: συμβουλές ζωής, τακτικές αυτοβελτίωσης, εκλαϊκευμένα εγχειρίδια ψυχολογίας, φιλοσοφία της θετικής σκέψης, οδηγοί επιβίωσης και διαχείρισης κρίσεων, πνευματικές αναζητήσεις, μυστικά για επαγγελματική επιτυχία, προσωπικές και διδακτικές ιστορίες. Μπορεί, λοιπόν, στο ίδιο ράφι ή στην ίδια λίστα με το βιβλίο του Πίτερσον να βρει κανείς τις εμπειρίες της Ελίζαμπεθ Γκίλμπερτ («Eat, Pray, Love», εκδ. Μίνωας) ή της Σέριλ Στρέιντ («Άγρια», εκδ. Key Books), οι οποίες αφηγούνται τι έκαναν για να αγαπήσουν τον εαυτό τους όταν βρέθηκαν σε ένα προσωπικό αδιέξοδο, ή την πρόταση του Τίμοθι Φέρις, «Η εβδομάδα των 4 εργάσιμων ωρών», για μια ζωή απαλλαγμένη από το συμβατικό οκτάωρο και τα άγχη της καθημερινότητας. Παραδίπλα μπορεί να βρίσκεται το «Μαθήματα ευτυχίας» (εκδ. Πατάκη) της Γκρέτσεν Ρούμπιν, το «Η δύναμη της συνήθειας» (εκδ. Ψυχογιός) του Τσαρλς Ντάχινγκ ή ακόμα και το «Βιβλίο της χαράς» (εκδ. Πεδίο) του Δαλάι Λάμα.
Όλα τα παραπάνω έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό, εκτός από το ότι είναι μπεστ σέλερ εκατομμυρίων, το ότι «βοηθούν» τον σημερινό αναγνώστη που είναι μονίμως προβληματισμένος: Φταίει ο σύγχρονος τρόπος ζωής; Ότι τα πρότυπα της επιτυχίας μάς γεμίζουν με ένα αίσθημα ανεπάρκειας; Ότι το μοντέλο της κοινωνίας καλλιεργεί την τάση του ανικανοποίητου; Σε κάθε περίπτωση, καθώς οι αναγνωστικές μας αντοχές, λόγω του ίντερνετ και των κοινωνικών δικτύων, έχουν συρρικνωθεί, ένα βιβλίο που υπόσχεται ότι έχει έτοιμη τη λύση, γραμμένο εύκολα και κωδικοποιημένα, μοιάζει με αυτό που χρειαζόμαστε.
Ο πυρήνας των αναγνωστών εντοπίζεται στη νέα γενιά και, σύμφωνα με το ηλεκτρονικό περιοδικό Quartz, που ανέλυσε στοιχεία από τις λίστες της βιβλιοφιλικής σελίδας Goodreads, ενώ η πλειονότητα των συγγραφέων των βιβλίων αυτοβοήθειας είναι άντρες, οι περισσότερες αναγνώστριες είναι γυναίκες, και συγκεκριμένα τα βιβλία των γυναικών διαβάζονται σχεδόν αποκλειστικά από γυναίκες. Έως ένα σημείο είναι αναμενόμενο: ένα από τα πλέον ευπώλητα βιβλία των τελευταίων ετών ήταν το «Κορίτσι, ξύπνα!» (εκδ. Κλειδάριθμος) της Ρέιτσελ Χόλις. Τα βιβλία των αντρών είναι συνήθως πιο ουδέτερα και έχουν μοιρασμένο κοινό, ακόμα και αυτά που μοιάζουν πιο «αγορίστικα», όπως το «The Sublte Art of Not Giving a F*uk» (εκδ. Έσοπτρον) του Μαρκ Μάνσον, ενός δημοφιλούς μπλόγκερ που εξελίχθηκε στο είδωλο μιας αμήχανης γενιάς.
Ο Μάνσον ουσιαστικά αποδομεί τη θετική σκέψη που κατά κανόνα κυριαρχεί στα βιβλία αυτοβοήθειας, αντιμετωπίζει την επιδίωξη της ευτυχίας ως πρόβλημα, υπογραμμίζει την αξία του πόνου και προσεγγίζει την επιτυχία μέσα από την αποτυχία. Η δική του επιτυχία, πάντως, έπειτα από τα έξι εκατομμύρια αντίτυπα που πούλησε το βιβλίο του, δημιούργησε μια σχολή με τίτλους γεμάτους αστερίσκους, όπως το «Unfu*k Yourself» (εκδ. Έσοπτρον) του Γκάρι Τζον Μπίσοπ ή το «The Life Changing Magic of not Giving a F*ck» (εκδ. Χάρτινη Πόλη) της Σάρα Νάιτ.
Η Σέριλ Στρέιντ («Άγρια») απέδειξε τη δύναμη μιας προσωπικής ιστορίας. © Kristyna Archer/The NewYork Times
Η επιστροφή των Στωικών
Η καλύτερη ζωή, η βελτίωση του εαυτού και η ανακούφιση του μυαλού υπήρξαν ανέκαθεν επιδιώξεις του ανθρώπου και αρκετοί εντοπίζουν τις ρίζες αυτής της φιλοσοφίας στα αρχαία χρόνια: οι New York Times έγραψαν ότι, αν κάποιος ψάχνει ένα καλό βιβλίο αυτοβοήθειας, μπορεί να στραφεί στον Αριστοτέλη, προτείνοντας έτσι το βιβλίο της Ίντιθ Χολ, «Αριστοτέλης: Η αρχαία σοφία στη σύγχρονη ζωή» (εκδ. Διόπτρα). Αντίστοιχα ο Ράιαν Χόλιντεϊ, νεαρός και υπερδραστήριος στον χώρο των μίντια, έχει γράψει αρκετά βιβλία αξιοποιώντας το μήνυμα των Στωικών και χρησιμοποιεί τον Σενέκα, τον Ζήνωνα και τον Μάρκο Αυρήλιο για να προτείνει στους σημερινούς αναγνώστες πώς να διαχειριστούν τη ζωή τους – οι Στωικοί γενικά αντιμετωπίζονται με συμπάθεια από τους μοντέρνους στοχαστές της αυτοβοήθειας.
Παράλληλα, βέβαια, όσο αυξάνονται τα εκατομμύρια των αναγνωστών, τόσο πληθαίνουν και οι φωνές όσων τα κατακρίνουν. Πλέον υπάρχει και ένα ισχυρό κίνημα εναντίον αυτής της τάσης από ανθρώπους που υποστηρίζουν ότι τα βιβλία αυτά όχι μόνο δεν βοηθούν κανέναν, αλλά είναι επίσης επιβλαβή. Προφανώς, επίσης, είναι εξόριστα από την πνευματική ελίτ. Ο Αλέν ντε Μποτόν, συγγραφέας αρκετών εναλλακτικών, ας πούμε, βιβλίων αυτοβοήθειας, όπως το «Πώς ο Προυστ μπορεί να αλλάξει τη ζωή σου» (εκδ. Πατάκη), σχολίασε σε ένα κείμενό του στον Guardian ότι «όποιος θέλει να καταστρέψει τα διαπιστευτήρια της υψηλής του διανόησης μέσα σε μία στιγμή χρειάζεται απλώς να κάνει ένα πράγμα: να παραδεχτεί ότι διαβάζει βιβλία αυτοβοήθειας».
Η Γκρέτσεν Ρούμπιν, συγγραφέας, μεταξύ άλλων, του βιβλίου «Μαθήματα ευτυχίας». ©Peter Garritano/The New York Times
Φυσικά δεν είναι όλα αυτά τα βιβλία κακογραμμένα ή πρόχειρα (αν και ίσως τα περισσότερα είναι) και ορισμένα έχουν πίσω τους σοβαρές έρευνες ή αποτελούν δημιουργικά παραδείγματα, αλλά συνήθως μας παρασύρουν το πλήθος τους, η αφύσικη εμπορικότητά τους και ενίοτε οι υπερφίαλοι τίτλοι τους, ενώ ενστικτωδώς λοιδορούμε όποιον θεωρεί ότι κατέχει την απόλυτη γνώση και μπορεί μάλιστα να τη μεταδώσει. Αλλά τελικά το ζητούμενο είναι αυτό που λέει ο Σβεντ Μπρίνκμαν, καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Άαλμποργκ στη Δανία, ο οποίος έγραψε ένα βιβλίο, το «Stand Firm», προειδοποιώντας ότι αυτή η μανία της καλής απόδοσης και της αυτοβελτίωσης εξελίσσεται σε παθολογικό πρόβλημα των δυτικών κοινωνιών. Σε ένα σημείο περιγράφει μια νέα εφαρμογή που ανακάλυψε στο κινητό του: «Σου δείχνει μόνο μία λέξη τη φορά, αλλά σε βοηθάει να αυξήσεις την αναγνωστική σου ταχύτητα από 250 σε 500-600 λέξεις το λεπτό. Ξαφνικά μπορείς να διαβάσεις ένα μυθιστόρημα σε λίγες ώρες! Αλλά σε βοηθάει αυτό να καταλάβεις τη λογοτεχνία καλύτερα;». Καμιά φορά, δηλαδή, ίσως είναι καλύτερα να είμαστε αβοήθητοι. ■