Και ξαφνικά όλες οι μέρες έγιναν Κυριακή. Αυτό δεν θέλαμε; Αυτό δεν είχαμε ευχηθεί αμέτρητες φορές και ξαφνικά, σαν κακό αστείο, εισακουστήκαμε τη λάθος ώρα, τη λάθος στιγμή;
Πρόσεχε τι εύχεσαι, λένε. Και να που ξυπνάς μια μέρα και σέρνεις πίσω σου 14 ολόκληρες Κυριακές, τη μία πίσω από την άλλη, σαν τον κατάδικο. Αλλά όχι, δεν είναι ακριβώς Κυριακές, είναι σαν να παίζεις σε ένα παράξενο έργο ή να βλέπεις ένα αλλόκοτο όνειρο, κι εσύ σαν πρωτάρης την πατάς και τα πιστεύεις όλα.
Αλλά με συγχωρείτε, δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό. Ας μας πει κάποιος πού πήγαν οι Δευτέρες. Και εντάξει οι Δευτέρες, μπορούμε να ζήσουμε και χωρίς αυτές. Οριακά και χωρίς τις Τρίτες, ας είμαστε ειλικρινείς. Αλλά οι Τετάρτες; Τι ζωή είναι αυτή χωρίς τις χαριτωμένες, ελαφρώς συνεσταλμένες Τετάρτες, σφηνωμένες στη μέση της εβδομάδας, ούτε με τους «καλούς» ούτε με τους «κακούς», αιώνια μετέωρες στην αμφιθυμία τους; Για να μη μιλήσουμε για τις Πέμπτες. Εδώ το πράγμα σοβαρεύει. Τώρα που οι Πέμπτες έγιναν οι «νέες Παρασκευές», κάποιος μεγάλος σαδιστής τις έκλεψε μέσα από τα χέρια μας. Ούτε που προλάβαμε να τις χαρούμε με την ψυχή μας, να αισθανθούμε έστω για λίγο επίλεκτα μέλη της μητροπολιτικής αγέλης, που πρώτα εκείνα δοκιμάζουν τις νέες τάσεις πριν τις απορρίψουν το επόμενο πρωί.
Και τώρα, αφήστε με να κλάψω με την ησυχία μου για τις χαμένες Παρασκευές. Πότε ήταν η τελευταία πραγματική Παρασκευή που θυμάμαι; Θυμάμαι την Παρασκευή μετά το τεστ και το θερμόμετρο για πρώτη φορά να σκαρφαλώνει στο 38 και να μου χαμογελάει κάπως αμήχανα. «Λες;» Δεν είπα τίποτα κι έκανα ότι ήταν μια Παρασκευή σαν όλες τις άλλες. Απλώς ήμουν κρυωμένος και δεν θα έβγαινα έξω. Σιγά το πράγμα.
Αλλά όχι, δεν ήταν αυτή η τελευταία κανονική Παρασκευή, για όνομα του Θεού. Τρεις Παρασκευές πίσω, θυμάμαι ένα ταξίδι με αυτοκίνητο στην εθνική οδό Αθηνών-Λαμίας, την άδεια από κόσμο Λίμνη Πλαστήρα και τα εγκαίνια μιας έκθεσης φωτογραφίας ενώ έξω έβρεχε. Μια φίλη από την Αθήνα έπεσε κατά λάθος πάνω μου, σκάσαμε στα γέλια, «εγώ θα φιλάω, δεν πάνε να λένε ό,τι θέλουν». Και αγκαλιαστήκαμε, και φιληθήκαμε, και ήταν η τελευταία Κυριακή που ήταν όντως Κυριακή με τα όλα της. Στην επιστροφή δεν είχε καθόλου κίνηση, το σχολιάσαμε πένθιμα.
Και τώρα βάζω πραγματικά τα δυνατά μου για να κολυμπήσω στην ανάμνηση ενός χορταστικού Σαββάτου. Ναι, μαντέψατε σωστά, εκείνου του παλιού Σαββάτου που έπεται της Παρασκευής και προηγείται της Κυριακής (της πραγματικής Παρασκευής και της πραγματικής Κυριακής, μη σας πιάσουν κορόιδο). Είδατε, δεν έχετε ξεχάσει τίποτα, μπόρα είναι και θα περάσει. Εδώ άλλοι πέρασαν πόλεμο, το κεφάλι ψηλά!
Αχ, και τι δεν θα έδινα για ένα παλιό, βαρετό Σάββατο που ξέρεις από την πρώτη στιγμή πώς θα κυλήσει, αλλά όχι, εσύ εκεί, αγύριστο κεφάλι, να κάνεις σχέδια και να υπολογίζεις χωρίς τον ξενοδόχο. Τι να του βάλουμε αυτού του Σαββάτου, αφού τώρα δεν έχουμε να δώσουμε λογαριασμό σε κανέναν; Ό,τι θέλουμε κάνουμε, δεν είναι φανταστικό;
Είναι όντως φανταστικό, γιατί αύριο ξημερώνει Δευτέρα, αλλά δεν θα είναι Δευτέρα, όπως και δεν θα είναι Τρίτη, όπως δεν ήταν 25η Μαρτίου, και πάει λέγοντας. Ξεμείναμε με τις Κυριακές, τη μία πίσω από την άλλη, αλλά κι αυτές είναι «σαν Κυριακές», είπαμε, κορόιδο δεν μας πιάνουν. Μα όχι, σήμερα είναι Κυριακή, δεν θα μας τρελάνεις εσύ. ■