Μια φορά και δυο καιρούς, στα χρόνια της παιδικής μας νιότης, σκάγανε τα πρωινά κάτι απρόσμενα δώρα και τα ορίζαμε σαν κλέφτες της δυνητικής μας φυγής από τα διαβάσματα, την οικογενειακή σύναξη και τις προσωπικές υποχρεώσεις.
Αυτά τα άγνωστα δώρα, γεμάτα ουσία, ιστορίες και κρυμμένες απορίες, ήρθαν στο σήμερα να εξαργυρώσουν την πραγματική τους αξία. Τότε που τα πρωινά μας γέμιζαν από τις καλημέρες των γονιών μας και την ανακούφιση που οι Κυριακές μάς έβρισκαν μαζί· τότε που τα πρωινά τραπέζια, πέρα από το φρέσκο ψωμί με βούτυρο και μέλι, θα είχαν για bonus αυγά βραστά και ίσως γαλατόπιτα, από το περίσσευμα του χρόνου που κράταγε η μητέρα να ευχαριστήσει εμάς· τότε που η βροχή θα έφερνε κλείσιμο στην κάμαρα και μια ενδοσκόπηση σε λέξεις και σχέσεις που θα μας έκανε να περπατάμε με περισσότερη σιγουριά γι’ αυτά που στ’ αλήθεια θέλαμε να διεκδικήσουμε.
Ναι, τότε που η μοναδική παρέα θα ήταν η μουσική, τα περιοδικά και οι ταινίες, αν δεν είχαμε λιποτακτήσει από τη μάχη της Γλώσσας, των Μαθηματικών και της Ιστορίας· τότε που οι κουβέντες φλόγιζαν τους τοίχους και ακόμα και στην έξωθεν συννεφιά το μέσα μας θα ζεσταινόταν με μια αληθινή επικοινωνία· τότε που το «εμείς» μαζευόταν γύρω από το μεσημεριανό τραπέζι και ευλαβικά θα περίμενε όλους τους υπόλοιπους να τελειώσουν· τότε που η ησυχία μάς έφερνε κοντά στην εσωτερική μας φωνή και ακούγαμε ακόμα και τους ψιθύρους· τότε που τα τηλέφωνα θα έκαναν την εμφάνιση τους ως guests για να συνομιλήσουμε με την ευρύτερη οικογένεια· τότε που το μπάνιο σε μορφή ιεροτελεστίας πριν από την έναρξη της εβδομάδας μάς οδηγούσε στην κάθαρση και στον εξαγνισμό· τότε που χτενίζαμε τα μικρότερα αδέρφια μας και τους διαβάζαμε ιστορίες για καληνύχτα· τότε που κάτω από τα παπλώματά μας καταστρώναμε σχέδια ζωής παρέα με τη μουσική του Μάνου και τον ρυθμό των βαλς των χαμένων ονείρων· τότε που τα μπαλκόνια μας ήταν αυλές του παραδείσου, τότε που βουτούσαμε τα χέρια μας με πάθος στο γλυκό της μάνας μας· τότε που ο ελληνικός κινηματογράφος ήταν το δικό μας κυριακάτικο οικογενειακό σινεμά· τότε που οι καληνύχτες είχαν τη γλύκα του τέλους μιας μέρας που είχε ένα απλό μαγικό σενάριο με πρωταγωνιστές την οικογένεια, το μαζί και το χώρια μέσα στο μαζί, την άνω τελεία και τις λέξεις σε πρώτο πλάνο.
Για όλα αυτά τα τότε που τώρα έγιναν αξίες και μικρές ή μεγάλες ιστορίες θα είναι οι Κυριακές μας, τότε που μέναμε πάντα σπίτι μας και τώρα που ζωντανεύουν πιο πολύ από κάθε άλλη φορά. Και φέραμε τελικά τις Κυριακές μας, στην κάθε ημέρα που περνά, ζωντανά και απλά να φωτίσουν εμάς τα πλάσματα ημέρας και να μας συνδέσουν, μήπως και ξαναθυμηθούμε πώς μοιάζει εκείνο το «μαζί».
Καλή Κυριακή