Πολλοί έχουμε εναποθέσει τις ελπίδες μας για τον δραστικό περιορισμό του κορονοϊού στον καυτό ελληνικό ήλιο. Βάσιμες προσδοκίες ή παλάτια στην άμμο; Ειδικοί επιστήμονες βάζουν τα πράγματα στη θέση τους.
Ήταν στα μέσα της τρίτης εβδομάδας του περσινού Μαΐου όταν οι μετεωρολόγοι προέβλεπαν το πρώτο «καλοκαιρινό» Σαββατοκύριακο της χρονιάς. Η θερμοκρασία θα σκαρφάλωνε, πρώτη φορά για το 2019, στους 30 βαθμούς (και σε ορισμένες περιοχές θα τους ξεπερνούσε κιόλας), σηματοδοτώντας ουσιαστικά την έναρξη της θερινής σεζόν. Πολλοί θα αποτολμούσαν το πρώτο τους μπάνιο, τα αυτοκίνητα θα σχημάτιζαν ξανά τις γνωστές ουρές στις λεωφόρους που οδηγούν στις παραλίες.
Τίποτα το πραγματικά ασυνήθιστο για τα ελληνικά κλιματολογικά δεδομένα· εφόσον, φυσικά, δεν διέθετε κανείς μαντικές ικανότητες. Έναν χρόνο μετά, ποιος θα μπορούσε να διανοηθεί τη σχεδόν μεταφυσική μεταβολή που βιώνουμε στην καθημερινότητά μας, την τεράστια υγειονομική και οικονομική κρίση που θα προκαλούσε ένας νέος ιός στη ζωή δισεκατομμυρίων ανθρώπων;
Από αυτή την άποψη ο φετινός Μάιος αποκτά μια πολύ διαφορετική υπόσταση (και διάσταση): είναι ο μήνας στον οποίο οι περισσότεροι επιδημιολόγοι έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους για την ανάσχεση της πανδημίας στη Δύση, δηλαδή σε Ευρώπη και (με μια μικρή διαφορά φάσης) στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ειδικά για την Ελλάδα έχει εκφραστεί (συγκρατημένα μεν, ξεκάθαρα δε) και από τα πιο επίσημα χείλη η προσδοκία ότι η κάμψη της περίφημης επιδημιολογικής καμπύλης τοποθετείται χρονικά περί τα τέλη Απριλίου ή το πρώτο δεκαπενθήμερο του Μαΐου. Υπό την προϋπόθεση ότι και οι ευρωπαϊκές χώρες θα ακολουθήσουν το κινεζικό «μοντέλο» περιορισμού των κρουσμάτων.
Σε αυτή την κρίσιμη μάχη η Ελλάδα, όπως και οι υπόλοιπες μεσογειακές χώρες, έχουν θεωρητικά ένα πλεονέκτημα: το κλίμα τους. Το καλοκαίρι έρχεται νωρίτερα και διαρκεί περισσότερο. Πόσω μάλλον το ελληνικό καλοκαίρι, διάσημο σε όλη την υφήλιο για τις υψηλές του θερμοκρασίες, τη συχνά αποπνικτική ζέστη στις πόλεις και τη χαμηλή του υγρασία. Αυτός δεν είναι ο ιδανικός συνδυασμός για να εξουδετερώσουμε τον κορονοϊό, όπως κάνουμε και με τους υπόλοιπους ιούς το καλοκαίρι; Μήπως μας χωρίζουν μόλις 50 ημέρες από τη λύτρωση από την παράνοια που ζούμε αδιαμαρτύρητα εδώ και ενάμιση μήνα και δεν μας το λέει κανείς; Μήπως η άκρη του τούνελ απέχει όσο το «τώρα» από το πρώτο μας παγωτό;
Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, προειδοποιούν οι άνθρωποι που ξέρουν. Μιλήσαμε με τρεις διακεκριμένους επιστήμονες από τον χώρο της ιατρικής και της δημόσιας υγείας. Ποιος είναι ο κοινός παρονομαστής που εξάγεται από την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συζήτηση μαζί τους; Το ελληνικό καλοκαίρι θα είναι κατά πάσα πιθανότητα ένας σημαντικός παράγοντας περιορισμού της επιδημίας, αλλά δεν πρόκειται να την εξαφανίσει.
Η εμπειρία των θερμών περιοχών
Διστακτικός να απαντήσει σχετικά με τον βαθμό επιρροής των θερινών θερμοκρασιών στην καταπολέμηση της επιδημίας στη χώρα μας εμφανίζεται ο Ηλίας Μόσιαλος. Ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας στο London School of Economics, που ορίστηκε πρόσφατα εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης στους διεθνείς οργανισμούς για ζητήματα που αφορούν τον κορονοϊό, επισημαίνει ότι υπάρχουν δείγματα ενθαρρυντικά ως προς την εποχικότητα του ιού: «Κοιτάξτε την Αυστραλία, αλλά κυρίως τις χώρες του Περσικού Κόλπου ή ακόμα και την Ινδία, όπου φαίνεται ότι οι σχετικά υψηλές θερμοκρασίες ευνόησαν σημαντικά τη συγκράτηση του αριθμού των κρουσμάτων, όταν βορειότερα η ταχύτητα της εξάπλωσης ήταν πολλαπλάσια». Ωστόσο δεν υπάρχουν ακόμα επιδημιολογικές μελέτες που να αποδεικνύουν την εποχικότητα του νέου κορονοϊού, ακριβώς επειδή ο ιός είναι άγνωστος και δεν μπορούμε να προδικάσουμε τα χαρακτηριστικά του. «Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται ότι η ζέστη και ο ήλιος σκοτώνουν τον ιό στις επιφάνειες, ενώ σημαντικά μικρότερη δείχνει να είναι και η διασπορά των σταγονιδίων από τα δύο μέτρα σε μια περιοχή κάτω από το ένα μέτρο».
Ο MERS και το όριο των 30 βαθμών Κελσίου
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο καθηγητής Παθολογίας και Λοιμωξιολογίας Αθανάσιος Σκουτέλης σπεύδει να υπενθυμίσει ότι οι κορονοϊοί είναι συνήθως εποχικοί ιοί, «επομένως αναμένουμε και από τον COVID-19 να συμπεριφερθεί ανάλογα». Αυτό σημαίνει ότι κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού περιορίζεται η μεταδοτικότητά του για σειρά λόγων που ισχύουν για τους περισσότερους ιούς: ζούμε πιο πολύ στο ύπαιθρο και λιγότερο σε κλειστούς χώρους (επομένως δεν υπάρχει συνωστισμός), τα σπίτια μας και τα γραφεία μας αερίζονται καλύτερα, ενώ ξέρουμε ότι ο ήλιος και η ζέστη μειώνουν τον χρόνο επιβίωσης ενός ιού στις επιφάνειες. Όμως τι συνέβη το 2012 και ο κορονοϊός αναπνευστικού συνδρόμου Μέσης Ανατολής (γνωστός ως MERS) ξεκίνησε και εξαπλώθηκε σε μία από τις πιο θερμές ζώνες του πλανήτη; «Εδώ υπάρχει παραπλάνηση», σημειώνει ο καθηγητής Σκουτέλης, «γιατί δεν μιλάμε για την έρημο, αλλά για εντελώς αστικοποιημένες περιοχές, όπου ο πληθυσμός ζει διαρκώς σε τεχνητές συνθήκες πολύ χαμηλότερων θερμοκρασιών, με τη βοήθεια των κλιματιστικών».
(Φωτογραφία: Shutterstock)
Αλήθεια, υπάρχει μια ενδεικτική θερμοκρασία, ρωτάω τον κύριο Σκουτέλη, από την οποία και πάνω γνωρίζουμε ότι ένας ιός μεταδίδεται πιο δύσκολα; «Ναι, ξέρουμε όσον αφορά τους ιούς ότι από μια θερμοκρασία 28 ή 30 βαθμών Κελσίου και πάνω περιορίζεται η δυνατότητα πολλαπλασιασμού τους». Περιορίζεται, αλλά δεν εξαλείφεται, σωστά; «Μα αν εξαλειφόταν, δεν θα είχε σημάνει αυτός ο συναγερμός. Θα περιμέναμε τα τέλη του Μαΐου ή τις αρχές Ιουνίου και θα επιστρέφαμε στη ζωή μας όπως την ξέραμε πριν από τον Μάρτιο. Αλλά αυτό δεν πρόκειται να συμβεί». Και προσθέτει χαρακτηριστικά ότι, «αν οι καλοκαιρινές θερμοκρασίες “σκότωναν” τους ιούς, δεν θα είχαμε ιώσεις το καλοκαίρι, ενώ ξέρουμε πολύ καλά ότι έχουμε». Πάντως ο καθηγητής Σκουτέλης θέλει να παραμείνει στο στρατόπεδο των αισιόδοξων: «Σίγουρα το καλοκαίρι θα μας βοηθήσει να περιορίσουμε την επιδημία», τονίζει. «Ας το σκεφτούμε σαν επικουρικό παράγοντα, αλλά όχι ως τον καθοριστικό». Την ίδια στιγμή, όμως, φοβάται το ελληνικό ταμπεραμέντο: «Πιθανόν, με τις πρώτες ζέστες να χαλαρώσουμε περισσότερο από ό,τι πρέπει. Και ο ιός μπορεί να χτυπήσει όλους, να μην το ξεχνάμε».
Το σενάριο της εποχικότητας του νέου ιού υποστηρίζει και ο καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Γιάννης Τούντας. «Δεν ξέρουμε ακόμα πώς θα συμπεριφερθεί ο νέος κορονοϊός, αλλά οι ιοί γρίπης υπόκεινται σε εποχικότητα: τα σταγονίδια παραμένουν για περισσότερη ώρα σε ξηρό και κρύο περιβάλλον, ο συνωστισμός ευνοεί τη μετάδοσή τους, το αναπνευστικό μας σύστημα είναι πιο ευαίσθητο. Επομένως είναι αρκετά πιθανό να επηρεαστεί από τις κλιματικές συνθήκες, αλλά δεν μπορούμε να προδικάσουμε σε τι βαθμό». Ο κ. Γιάννης Τούντας εξηγεί ότι ο ιός δεν είναι ζωντανός οργανισμός, αλλά πρωτεϊνικό μόριο το οποίο περιβάλλεται από ένα λεπτό τοίχωμα λίπους. «Με το πλύσιμο των χεριών μας με σαπούνι στην πραγματικότητα καταστρέφουμε αυτή την εξωτερική στιβάδα κι έτσι εξοντώνουμε τον ιό. Ξέρουμε επίσης ότι αυτό το περίβλημα καταστρέφεται σε μια θερμοκρασία κοντά στους 65 βαθμούς». Ο καθηγητής στο ΕΚΠΑ σημειώνει ότι ο αέρας και ο ήλιος είναι εχθροί του ιού, γι’ αυτό υπάρχει η σύσταση για αερισμό των ρούχων μας σε εξωτερικό χώρο, όπου καλό είναι να υπάρχει και επαφή με τον ήλιο. «Όλα αυτά μας κάνουν να είμαστε πιο αισιόδοξοι για το καλοκαίρι και να υποστηρίξουμε την άποψη ότι οι κλιματικές συνθήκες θα συμβάλουν στη μείωση του κινδύνου μετάδοσης και νόσησης. Σε κάθε περίπτωση, όμως, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί στις εκτιμήσεις μας, να μη δημιουργούμε ούτε πανικό, αλλά ούτε και υπερβολικές προσδοκίες».
Η πίεση της τουριστικής βιομηχανίας
Ο κ. Γιάννης Τούντας επισημαίνει (όπως και ο κ. Αθ. Σκουτέλης) τον κίνδυνο εφησυχασμού όταν σημειωθεί η πολυπόθητη καθοδική τάση της καμπύλης και θεωρήσουμε ότι ο κίνδυνος έχει ξεπεραστεί. «Σημειώστε ακόμα ότι με τα πρώτα καλά νέα θα υπάρξει πίεση της τουριστικής αγοράς προς την κυβέρνηση προκειμένου να χαλαρώσουν τα μέτρα και να διασωθεί μέρος της σεζόν. Τα διλήμματα θα είναι σημαντικά προς όλους, αλλά πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο κίνδυνος θα είναι μαζί μας μέχρι να έχουμε το εμβόλιο».
Πάντως ο κ. Γιάννης Τούντας σημειώνει ότι το καλοκαίρι το τοπίο θα είναι διαφορετικό, όχι μόνο λόγω της ανόδου της θερμοκρασίας, αλλά και επειδή θα έχουμε στα χέρια μας και περισσότερα θεραπευτικά μέσα αντιμετώπισης της νόσου. Άλλος σημαντικός παράγοντας θα είναι οπωσδήποτε το επίπεδο ανοσίας στην κοινότητα. Εδώ ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών αναφέρει μια ενδιαφέρουσα παράμετρο: Οι καλές επιδόσεις της χώρας μας, με τα χαμηλά νούμερα κρουσμάτων, παρουσιάζουν ένα μειονέκτημα: δεν δημιουργούν ένα ισχυρό τείχος ανοσίας. «Αυτό σημαίνει ότι θα είμαστε λιγότερο προστατευμένοι είτε απέναντι σε ένα ενδεχόμενο δεύτερο κύμα διάδοσης του ιού είτε απέναντι σε εισερχόμενα κρούσματα από το εξωτερικό». Ας ευχηθούμε λοιπόν ότι τα νούμερα που δίνει κάθε απόγευμα ο καθηγητής Σωτήρης Τσιόδρας είναι πολύ χαμηλότερα από αυτά που ισχύουν στην πραγματικότητα (το υποστηρίζει εξάλλου ο ίδιος, αλλά και οι συνεργάτες του με κάθε ευκαιρία), έτσι ώστε, εκτός από το παντοδύναμο ελληνικό καλοκαίρι, να έχουμε μαζί μας και έναν εξίσου σημαντικό σύμμαχο: την περίφημη «ανοσία της αγέλης».
Θα έχουμε τον καιρό σύμμαχό μας;
Ο γνωστός μετεωρολόγος και διευθυντής Ερευνών στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, Κώστας Λαγουβάρδος, επιχειρεί μια μεσοπρόθεσμη «πρόβλεψη» των κλιματικών συνθηκών για τους επόμενους κρίσιμους μήνες, με βασικό εργαλείο στατιστικά στοιχεία της τελευταίας δεκαετίας.
Έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς εξελίσσεται η πορεία της θερμοκρασίας τον Μάιο και τον Ιούνιο, τους μήνες δηλαδή κατά τους οποίους ξεκινά η σημαντική άνοδος της θερμοκρασίας στη χώρα μας. Επειδή, όπως είναι γνωστό, μακροπρόθεσμες προγνώσεις δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν με ακρίβεια, με άλλα λόγια δεν μπορούμε σήμερα να προβλέψουμε την πορεία της θερμοκρασίας για το επόμενο δίμηνο ή τρίμηνο, μπορούμε εναλλακτικά να δούμε τι έχει συμβεί στη χώρα μας την τελευταία δεκαετία (από το 2010 έως το 2019).
Γιατί την τελευταία δεκαετία; Γιατί διαθέτουμε μετεωρολογικές μετρήσεις με συχνή καταγραφή (10 λεπτές μετρήσεις σε πολλές περιοχές της χώρας), ενώ ταυτόχρονα εξετάζουμε μια χρονική περίοδο που κλιματικά είναι πιο κοντά στο σήμερα. Για να δούμε επομένως την πορεία της θερμοκρασίας στο κέντρο της Αθήνας, θα χρησιμοποιήσουμε τα λεπτομερή δεδομένα του σταθμού του Εθνικού Αστεροσκοπείου στο Γκάζι για τα έτη 2010-2019.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον να εξετάσουμε για το δίμηνο Μαΐου-Ιουνίου είναι πρώτον η πορεία της μέσης θερμοκρασίας ανά δεκαήμερο και δεύτερον ο αριθμός των ωρών ανά δεκαήμερο για τις οποίες η θερμοκρασία ξεπερνά το όριο των 28 βαθμών, το οποίο, όπως αναφέρουν οι ειδικοί, είναι μια τιμή πάνω από την οποία περιορίζεται η δυνατότητα πολλαπλασιασμού ενός ιού.
Στο διάγραμμα που παραθέτουμε δίνονται οι τιμές της μέσης θερμοκρασίας των έξι δεκαημέρων του Μαΐου και του Ιουνίου, καθώς επίσης, ως ποσοστά, οι ώρες του κάθε 10ημέρου για τις οποίες η θερμοκρασία ξεπερνά τους 28 βαθμούς.
Λεπτομέρειες με σημασία
Όπως βλέπουμε με τη γαλάζια γραμμή, η μέση τιμή της θερμοκρασίας μέσα στον Μάιο, δηλαδή στα τρία πρώτα δεκαήμερα του σχήματος, είναι κοντά στους 21 βαθμούς. Η μέση θερμοκρασία ανεβαίνει γρήγορα μέσα στον Ιούνιο, φθάνοντας μέσα στο τελευταίο δεκαήμερο στους 27,5 βαθμούς. Διαπιστώνουμε επομένως ότι η μέση θερμοκρασία των μηνών αυτών δεν ξεπερνά τους 28 βαθμούς, αλλά, εφόσον οι τιμές αυτές είναι μέσες τιμές, σίγουρα κάποιες ώρες κάθε ημέρα έχουμε τιμές μεγαλύτερες των 28 βαθμών. Πόσες είναι αυτές οι ώρες;
Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, ας εξετάσουμε την κόκκινη γραμμή, η οποία δείχνει τα ποσοστά ωρών με θερμοκρασία μεγαλύτερη των 28 βαθμών. Διαπιστώνουμε ότι αυτά είναι πολύ χαμηλά μέσα στον Μάιο (περίπου 5%), ανεβαίνουν όμως γρήγορα μέσα στον Ιούνιο, φτάνοντας στο τελευταίο δεκαήμερο του Ιουνίου σε ποσοστό 42%. Τι σημαίνει αυτό; Ότι κατά μέσο όρο, και σύμφωνα με τα στοιχεία της τελευταίας δεκαετίας, στην Αθήνα η θερμοκρασία παραμένει πάνω από τους 28 βαθμούς περίπου κατά το 38% των ωρών του δεύτερου δεκαημέρου του Ιουνίου και κατά το 42% των ωρών του τελευταίου δεκαημέρου του Ιουνίου.
Προφανώς τέτοιοι υπολογισμοί μπορούν να γίνουν και για άλλες περιοχές της χώρας όπου διαθέτουμε σταθμούς με ικανό αριθμό μετρήσεων. Ανάλογες μετρήσεις σε συνδυασμό με μετρήσεις ηλιοφάνειας, σχετικής υγρασίας κ.λπ. θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους ειδικούς επιστήμονες να εντοπίσουν αν υπάρχει μια συσχέτιση μεταξύ των μετεωρολογικών συνθηκών και της διαδικασίας εξάπλωσης ενός ιού.