Το 1996, o Πίτερ Μπίαρντ φωτογραφίζεται στην Κένυα για το ιταλικό περιοδικό Amica. Είναι η χρονιά που ο Αμερικανός φωτογράφος θα υποστεί πέντε κατάγματα στη λεκάνη και σοβαρή εσωτερική αιμορραγία, ύστερα από επίθεση θηλυκού ελέφαντα σε φωτογράφιση στα σύνορα της Κένυας με την Τανζανία. Χρόνια τώρα, ο φωτογράφος, αφηγητής της άγριας ζωής στη φύση, τζέντλεμαν, τυχοδιώκτης και «μαύρο πρόβατο» της οικογένειάς του μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στη γενέτειρά του Νέα Υόρκη και στο ράντσο του Χογκ, στα περίχωρα του Ναϊρόμπι.
Στο Μανχάταν, ο γοητευτικός Μπίαρντ «ανακατεύεται» με τον ευρύ κοινωνικό του κύκλο, που μέσα στα χρόνια περιλαμβάνει τον Άντι Γουόρχολ, την Τζάκι Κένεντι-Ωνάση και τον Τρούμαν Καπότε. Στην αγαπημένη του Κένυα, την οποία πρωτογνώρισε στην εφηβεία, το ράντσο του γειτονεύει με εκείνο της Κάρεν Μπλίξεν, συγγραφέα του «Πέρα από την Αφρική», ενώ στο Ναϊρόμπι έχει ήδη «ανακαλύψει» τη Σομαλή Ιμάν.
Γόνος εύπορης οικογένειας –ένας προπάππους του είχε ιδρύσει έναν σημαντικό σιδηρόδρομο στα μέσα του 19ου αιώνα–, ο Μπίαρντ γεννήθηκε το 1938. Τα τελευταία χρόνια έπασχε από άνοια. Στις 31 Μαρτίου χάθηκε από την εξοχική κατοικία του στο Μόντοκ του Λονγκ Άιλαντ. Βρέθηκε νεκρός σε δάσος της περιοχής σχεδόν τρεις εβδομάδες αργότερα. «Πέθανε εκεί όπου έζησε· στη φύση», ανέφερε η οικογένειά του. Ήταν 82 ετών.■