Το «Κ» πέρασε μία βάρδια στο συντονιστικό κέντρο του ΕΚΑΒ και μίλησε με τους πρωταγωνιστές-διασώστες, τους ήρωες της διπλανής πόρτας.
Στο συντονιστικό κέντρο του Εθνικού Κέντρου Άμεσης Βοήθειας, όπου έχω φτάσει σήμερα προετοιμασμένη να αντιμετωπίσω μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, επικρατεί μια απρόσμενη ηρεμία. Τα τηλέφωνα χτυπούν και οι τηλεφωνητές τα σηκώνουν, όμως όλα κυλούν σχεδόν γαλήνια. Μιλούν ήρεμα, ο καθένας στο γραφείο του, πληκτρολογώντας τα στοιχεία στους υπολογιστές τους, ενώ στο κέντρο της αίθουσας, σε μια μεγάλη οθόνη, κόκκινα, πορτοκαλί και πράσινα σύμβολα ασθενοφόρων κινούνται αέναα στους δρόμους της Αττικής.
Βρισκόμαστε στην πρώτη γραμμή της μάχης –αν μπορεί κανείς να αποκαλέσει έτσι τη διαχείριση μιας επιδημίας– και είναι πιθανό να μην το αντιλαμβανόταν κανείς αμέσως, αν έξω, στο προαύλιο με τα ασθενοφόρα, δεν έβλεπε πού και πού τεράστιες λευκές στολές να κινούνται νωχελικά σαν αστροναύτες που κάνουν το πρώτο βήμα στο φεγγάρι. Είναι, όπως πάντα, οι πρώτοι ανταποκριτές. Είτε πρόκειται για ασθένειες, αυτοκινητιστικά ή αεροπορικά δυστυχήματα, σεισμούς, φωτιές ή επιδημίες σαν αυτή, που πρώτη φορά καλούνται να αντιμετωπίσουν. Οι πρώτοι που έρχονται σε επαφή με την κρίση. Και φαίνεται, με τη βοήθεια όλων, αλλά και με την εμπειρία, την ψυχραιμία και την προετοιμασία τους, να τα καταφέρνουν πολύ καλά. «Αυτή τη φορά η κρίση μάς βρήκε οργανωμένους», λέει ο πρόεδρος του ΕΚΑΒ, Νικόλας Παπαευσταθίου, με τον οποίο χαιρετιόμαστε παραλείποντας τις έως σήμερα αυτονόητες χειραψίες. «Είχαμε χρόνο να εφαρμόσουμε και να διορθώσουμε σχέδια, να εκπαιδεύσουμε ένα ήδη πολύ καλά εκπαιδευμένο και έμπειρο προσωπικό. Παρ’ όλα αυτά πρόκειται για μια πρωτόγνωρη κατάσταση –πλέουμε σε αχαρτογράφητα νερά. Τα μάτια μας έχουν δει πολλά, όμως τώρα αντιμετωπίζουμε κάτι άγνωστο και κυρίως κάτι του οποίου δεν ξέρουμε την ημερομηνία λήξης».
Αλλαγή νοοτροπίας
Περίπου 3.650 πληρώματα του ΕΚΑΒ υπάρχουν σε όλη τη χώρα, με τα 1.200 από αυτά στην Αθήνα. «Είναι σχετικά μικρό το νούμερο, έχουμε ελλείψεις, κυρίως σε επαρχιακές περιοχές και νησιά. Λόγω κορονοϊού πήραμε επικουρικό προσωπικό, όμως για πρώτη φορά καταφέραμε κάτι που τόσα χρόνια προσπαθούσαμε με όλους τους τρόπους, από διαφημιστικές καμπάνιες μέχρι δικές μας παροτρύνσεις, αλλά δεν είχαμε καταφέρει: να μειωθούν οι κλήσεις σε αυτές που αφορούν περιστατικά πραγματικά επείγοντα. Μέχρι τώρα τίποτα δεν έπιανε τόπο και ήρθε απλώς ο κορονοϊός και, με τον φόβο της μετάδοσης, ο κόσμος κάνει επιτέλους σωστή χρήση των υπηρεσιών».
Προ Covid οι κλήσεις που λάμβανε το ΕΚΑΒ καθημερινά ήταν 4.200-4.500, εκ των οποίων οι 1.200 για ασθενοφόρα. (Οι υπόλοιπες ήταν από το να ρωτήσουν τι φάρμακο να πάρουν ή πώς να αντιμετωπίσουν μια πάθηση μέχρι το ποια νοσοκομεία εφημερεύουν.) Από αυτές ένα 35-40% δεν έκανε καν εισαγωγή στο νοσοκομείο, εξεταζόταν στα επείγοντα και έφευγε. Στη μετά Covid εποχή οι καθημερινές κλήσεις έχουν πέσει περίπου στο μισό (2.000) και από αυτές οι 500-550 είναι για ασθενοφόρο. Εξ αυτών τα περισσότερα κάνουν εισαγωγή στο νοσοκομείο, γεγονός που αποδεικνύει ότι ήταν τα πραγματικά επείγοντα περιστατικά που έχρηζαν υπηρεσίας έκτακτης ανάγκης. Το αποτέλεσμα είναι ο συνολικός φόρτος εργασίας εν μέσω κρίσης να είναι ίδιος ή ενίοτε και μικρότερος από τον συνηθισμένο, γεγονός που έχει δώσει τον χώρο, τον χρόνο και κυρίως το προσωπικό ώστε να ανταποκρίνεται σε όλα τα περιστατικά υποδειγματικά.
«Όταν στα οκτώ σήματα τη μέρα», θα μου πει ένας διασώστης αργότερα, «στα επτά κάνω το ταξί, γιατί λείπει η πρωτοβάθμια περίθαλψη και ο άλλος έχει πυρετό και παίρνει το 166 για να προσπεράσει την ουρά αναμονής στα επείγοντα, στο όγδοο που θα είναι ένα σοβαρό έμφραγμα μπορεί να καθυστερήσω. Τώρα έχει αλλάξει το κλίμα και όλοι μάς ευγνωμονούν, γιατί βλέπουν τι μπορούμε να κάνουμε όταν δεν γίνεται κατάχρηση των υπηρεσιών μας, όμως αυτό είναι το παράπονό μας. Έχουμε δεχτεί βία ψυχολογική και σωματική, βρισιές και απειλές, μας έχουν πει “εγώ σας πληρώνω”. Αλλά κανείς δεν σκέφτεται ότι μπορεί και ο ίδιος να δυσκολεύει τη δουλειά μας».
Δημήτρης Παπαδόπουλος
«Προσέχω γιατί και αύριο πρέπει να είμαι στη δουλειά»
Στα 47 του με δύο παιδιά, ο Δημήτρης δουλεύει πια στο ΕΚΑΒ τρία χρόνια. «Ο αδελφός μου με ενθάρρυνε, εργαζόταν κι αυτός εδώ. Το πήρα απόφαση χωρίς να ξέρω ακριβώς γιατί, γιατί έτσι ήρθε η ζωή, όμως δεν το μετάνιωσα ποτέ. Μου αρέσει και το λέω ανεπιφύλακτα, παρότι ο κόσμος θεωρεί ότι είναι δύσκολη και επικίνδυνη δουλειά. Όλα τα ξεχνάς όταν νιώθεις ότι βοηθάς».
Ο ίδιος είχε πάρει μέρος σε ασκήσεις πριν φτάσει το πρώτο κρούσμα στη χώρα. «Μάθαμε πώς να βάζουμε και να βγάζουμε τις στολές, πώς να διαχειριζόμαστε τα περιστατικά. Το δύσκολο ήταν το άγνωστο, ήταν κάτι που δεν είχαμε ξαναζήσει. Όμως, σιγά σιγά εξοικειώνεσαι. Πλέον όλα γίνονται μηχανικά. Εγώ, ό,τι και να γίνει, ό,τι και να έχω να αντιμετωπίσω, θα κάνω αυτό που πρέπει. Φόβος υπάρχει, όμως ελεγχόμενος, και η προσοχή είναι μεγάλη, όχι μόνο γιατί φοβάσαι για σένα και την οικογένειά σου, αλλά γιατί σκέφτεσαι ότι πρέπει να μείνεις υγιής για να είσαι στη δουλειά και αύριο. “Θα πεθάνω;” Αυτό ρωτάνε οι περισσότεροι ασθενείς. Ο κόσμος φοβάται, και περισσότερο από όλα νιώθει μόνος. Αν κάτι ξεχωρίζει σε αυτά τα περιστατικά είναι η μοναξιά τους».
Ελευθερία (Τέρρυ) Μπασιανιώτη
«Το ΕΚΑΒ ήταν όνειρο ζωής»
Η Τέρρυ είναι 42 χρονών και μπήκε στο ΕΚΑΒ μόλις πριν από τέσσερις μήνες – λίγες εβδομάδες πριν η κρίση του κορονοϊού ξεσπάσει στην Ελλάδα. Ελάχιστα πρόλαβε να ζήσει την προ Covid εποχή. «Πολλοί λένε ότι θα ήταν καλύτερα να μην έχω διοριστεί τώρα, γιατί έτσι θα “γλίτωνα” τη δύσκολη περίοδο. Εγώ είμαι ευγνώμων. Για μένα το ΕΚΑΒ ήταν όνειρο ζωής. Νιώθω τυχερή που κάνω τη δουλειά που ήθελα να κάνω, προσφέρω και δεν είμαι κλεισμένη στο σπίτι».
Η ζωή της πάντα ήταν η οδήγηση. Η μητέρα της ήταν η δεύτερη γυναίκα οδηγός τρόλεϊ. Όταν δεν είχε πού να την αφήσει, την έπαιρνε μαζί – μεγάλωσε μέσα σε αυτά. Στα 21 της πήρε δίπλωμα 3ης/4ης κατηγορίας και ξεκίνησε ως επαγγελματίας οδηγός. Αγαπούσε αυτό που έκανε, μέχρι που μια μέρα είδε να περνά ένα ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ και οδηγός του να είναι μια κοπέλα στην ηλικία της. «Εκείνη τη μέρα είπα μέσα μου “αυτή είναι η δουλειά για σένα”. Από την επομένη κιόλας ζήτησα πληροφορίες και σύντομα γράφτηκα στο ΙΕΚ του ΕΚΑΒ. Δύο χρόνια έφευγα από το σπίτι στις 6 το πρωί για δουλειά και μετά κατευθείαν σχολή. Γυρνούσα στις 10 το βράδυ. Αλλά ήμουν πανευτυχής».
Ο πολυπόθητος διορισμός ήρθε τελικά τον Δεκέμβριο. Και πριν καλά καλά προλάβει να προσαρμοστεί, ήρθε και ο κορονοϊός. «Βλέπαμε τι γίνεται έξω, αλλά και τις ασκήσεις που έκανε το ΕΚΑΒ. Ήμασταν προετοιμασμένοι. Όταν ήρθε η πρώτη κλήση για να πάω σε ύποπτο κρούσμα, όμως, σκέφτηκα τα παιδιά μου. Αλλά είναι η δουλειά μου. Και δεν το σκέφτηκα δεύτερη φορά». Τα μέτρα προστασίας των διασωστών, άλλωστε, είναι εξαιρετικά. «Το να φορέσεις τη στολή είναι μια χρονοβόρα διαδικασία κι έπειτα δυσκολεύεσαι να αναπνεύσεις με τις μάσκες. Πας τουαλέτα πριν τη φορέσεις και αφαιρείς όλα τα προσωπικά σου αντικείμενα. Θέλει μεγάλη προσοχή. Οι διασώστες όμως είμαστε συνηθισμένοι. Για εμάς η ασφάλεια ήταν πάντα το άλφα και το ωμέγα».
Τώρα οι φίλοι της λένε πως λάμπει ολόκληρη, κι εκείνη λέει πως είναι γιατί κάνει μια δουλειά που τη γεμίζει. Ο 13χρονος γιος της και η 9χρονη κόρη της ζητούν να τους περιγράψει τη μέρα της και είναι περήφανοι γι’ αυτήν. «Βλέπεις τον φόβο στα μάτια των ασθενών με Covid. “Τι θα απογίνω;” μου είπε κάποιος. Τους ακουμπάω γιατί η επαφή είναι σημαντική, εκείνοι βλέπουν μόνο μια στολή. “Όλα θα πάνε καλά και σε κάνα δυο μήνες θα έρθω να με κεράσεις καφέ”, είπα. Το παν για μένα είναι να γυρνάω σπίτι και να ξέρω ότι έχω κάνει το καλύτερο που μπορώ. Να προσφέρω τις πρώτες βοήθειες, να είμαι δίπλα τους και να τους πάω στον γιατρό. Τότε έχω καθαρή τη συνείδησή μου και μπορώ να κοιμηθώ».
Χριστίνα Χρηστιά
«Ο κόσμος επιτέλους μας βλέπει όπως πάντα έπρεπε»
Τρία χρόνια ήδη στο ΕΚΑΒ, η Χριστίνα έχει πια μάθει να αντεπεξέρχεται. «Η πίεση είναι μεγάλη, τα περιστατικά πολλά και συχνά σοβαρά. Μπαίνεις στα σπίτια του κόσμου, βλέπεις τον πόνο τους, σου λένε πράγματα που δεν έχουν πει σε κανέναν, πρέπει πάντα να είσαι ψύχραιμος. Οι άνθρωποι νιώθουν μοναξιά, συχνά απλώς θέλουν να σου μιλήσουν, θέλουν κάποιον να τους ηρεμήσει. Το ευχαριστώ τους όμως, και η καλημέρα ακόμα, είναι η αμοιβή μας. Αν μου έλεγες να κάνω άλλη δουλειά, δεν θα την άλλαζα με τίποτα. Αυτή την πληρότητα δεν τη βρίσκεις σε καμία άλλη».
Κι όλα αυτά ενώ εκείνη, στα 36 της, έχει ζήσει και την κακή πλευρά τού να είσαι διασώστης. Επιθετικότητα, βρισιές, ακόμα και απειλές βιαιοπραγίας. «Ο χρόνος ανταπόκρισης παίζει μεγάλο ρόλο στο ΕΚΑΒ. Τώρα, λόγω φόβου, ο κόσμος το χρησιμοποιεί όπως πρέπει, στα πραγματικά επείγοντα. Τώρα βλέπουν τη δουλειά μας, τις δυσκολίες μας, ξέρουν τι αντιμετωπίζουμε. Επιτέλους μας βλέπουν όπως έπρεπε πάντα να μας βλέπουν».
Πριν από το ΕΚΑΒ, είχε υπάρξει ναυαγοσώστρια, γυμνάστρια, είχε δουλέψει σε φαρμακεία. Ο γιατρός μπαμπάς της ήταν αυτός που της πρότεινε να πάρει αυτόν τον δρόμο. «Οι γονείς καμιά φορά σε ξέρουν καλύτερα. Τον άκουσα και είχε δίκιο, αυτή είναι η δουλειά για μένα». Οι δικοί της δεν φοβούνται, γιατί ξέρουν ότι κάνει με προσοχή τα πάντα. «Υπάρχει ανησυχία, αλλά και περηφάνια». Κι εκείνη καταφέρνει να παίρνει την ψυχολογική απόσταση που συχνά χρειάζεται; «Όχι πάντα. Κάποια περιστατικά σε αναστατώνουν περισσότερο, κυρίως όσα έχουν να κάνουν με παιδιά. Κι έπειτα ήταν το Μάτι. Εκεί είδα τον πόνο όπως δεν τον έχω ξαναδεί. Δεν γίνεται αυτό να μην το πάρεις μαζί σου».
Σάκης Καρακατσάνης
«Να δουλεύεις με τη συνείδησή σου»
Ο Σάκης έχει μόλις αλλάξει βάρδια με τη γυναίκα του στο σπίτι για να κρατήσει την εξάχρονη κόρη τους, αλλά και στη δουλειά. Γιατί κι εκείνη κάνει την ίδια. Εκείνη του γνώρισε τη σχολή, πριν από δέκα χρόνια, όταν αυτός δούλευε ακόμη στις πωλήσεις. Με αδελφό ΑμεΑ, ήταν ήδη ευαισθητοποιημένος και άρπαξε την ευκαιρία. Από το 2016 διορίστηκε κι εκείνος, κι έτσι τώρα ζουν στους ρυθμούς του ΕΚΑΒ οικογενειακώς. Δεν έχουν ποτέ κοινές βάρδιες, ποτέ κοινά ρεπό, αλλά πολλά κοινά βιώματα.
«Προσπαθούμε να μη φέρνουμε τη δουλειά στο σπίτι, όμως συχνά συζητάμε και στηρίζουμε ο ένας τον άλλο. Ο πόνος προσπαθούμε να μη μας αγγίζει. Δεν ευθυνόμαστε εμείς για την κατάσταση του ασθενούς προ της άφιξής μας. Αυτό που λέω και στους νέους συναδέλφους είναι “να πράττεις κατά συνείδηση, χωρίς εκπτώσεις στις υπηρεσίες σου, για να μπορείς να κοιμηθείς το βράδυ”. Για μένα αυτή ήταν ακριβώς η δουλειά που ήθελα να κάνω. Και η Αθήνα είναι μεγάλο σχολείο. Αυτά που θα δει σε έναν χρόνο ένας διασώστης εδώ, στην επαρχία μπορεί να τα δει σε δέκα χρόνια ή ποτέ. Τα δύσκολα περιστατικά σού δίνουν διδάγματα. Οι εικόνες που σου αφήνουν, ο πόνος των συγγενών όταν βλέπουν τον άνθρωπό τους να ψυχορραγεί, το βλέμμα τους».
Και τώρα; «Πέσαμε στα βαθιά, αλλά ζοριστήκαμε μόνο τις πρώτες ώρες. Ήταν κάτι άγνωστο, υπήρχε φόβος, όμως η εμπειρία βοήθησε. Σε προσωπικό επίπεδο, το ίδιο. Δεν φοβόμαστε, αλλά δεν εφησυχάζουμε. Άλλαξε ο τρόπος που μπαίνουμε στο σπίτι, βγάζουμε τα ρούχα από την είσοδο, τα βάζουμε σε σακούλες στο μπαλκόνι, πλενόμαστε σωστά. Η μικρή καμαρώνει, της αρέσει αυτό που κάνουμε, δεν φοβάται γιατί μας βλέπει χαρούμενους. Κι εμείς επιτέλους κάνουμε αυτό που έχουμε διδαχτεί. Πριν, μας καλούσαν για πόνο στο νύχι ή πονόδοντο. Ένα βράδυ, μας κάλεσε μια κυρία γιατί είχε πονοκέφαλο και δεν μπορούσε να δει τηλεόραση. Όλοι έλεγαν “αργούν τα ασθενοφόρα”, αλλά κανένας δεν κοιτούσε γιατί».
Άρα το πιο δύσκολο στη δουλειά ποιο είναι; «Θα σας φανεί περίεργο, αλλά το μόνο που με δυσκολεύει είναι οι δρόμοι της Αθήνας. Κατά τα άλλα λατρεύω αυτό που κάνω».