Από τους δεκάδες τρόπους επικοινωνίας που έχουμε πλέον στη διάθεσή μας, αυτές τις μέρες της καραντίνας προτιμήσαμε τον πιο απλό: να πάρουμε τηλέφωνο. Και αυτό ίσως σημαίνει κάτι.
Ορισμένα πράγματα ήταν απολύτως αναμενόμενα. Η αύξηση της χρήσης των social media, για παράδειγμα, ή των υπηρεσιών streaming και των εφαρμογών τσατ. Γενικά, η διαδικτυακή κίνηση δοκίμασε τις αντοχές των δικτύων, αλλά αυτό που ίσως (κακώς) δεν περιμέναμε είναι ότι ο κόσμος θυμήθηκε μια κάπως ξεχασμένη συνήθεια: την τηλεφωνική κλήση. Δεν είναι εύκολο να υπολογιστεί το ποσοστό της αύξησης, καθώς μια κλήση μπορεί σήμερα να γίνει από ένα σταθερό ή κινητό τηλέφωνο ή ακόμα και μέσω κάποιας διαδικτυακής πλατφόρμας – στην Αγγλία εκτιμάται ότι οι κλήσεις από σταθερά και κινητά τηλέφωνα αυξήθηκαν κατά 50%, ενώ πολλές εταιρείες τηλεφωνίας στις ΗΠΑ ανέφεραν ότι αυξήθηκε κατά 30-35% η διάρκεια κάθε κλήσης. Σε κάθε περίπτωση, είναι ασφαλές να πούμε ότι η περίοδος της καραντίνας ανέδειξε την ανάγκη μας να ακούμε ο ένας τον άλλο.
Τα γραπτά μηνύματα κυριάρχησαν τα προηγούμενα χρόνια (ξεκινώντας από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 με τα SMS, πριν περάσουμε στα email και στις διαδικτυακές πλατφόρμες) σε έναν κόσμο που απαιτούσε ταχύτητα και κωδικοποίηση. Στη σημερινή πραγματικότητα της απομόνωσης, ένα γραπτό μήνυμα φαίνεται ότι δεν μπορεί να καλύψει τις αληθινές ανάγκες της επικοινωνίας. Ο ήχος των ειδοποιήσεων στο κινητό δεν διακόπτει τις ώρες της ατελείωτης σιωπής μέσα στο σπίτι, τη στιγμή που το μυαλό έχει ανάγκη να ξεφύγει έστω και για λίγο από την οθόνη. Το μυαλό έχει επίσης ανάγκη να ξεφύγει από τις τυποποιημένες φράσεις, τις φατσούλες των εμότζι και τα τετραγωνισμένα συναισθήματα που μεταφέρονται σχεδόν αντανακλαστικά. Παρεμπιπτόντως, μιλώντας για συναισθήματα, σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιήθηκε προ διετίας από το Πανεπιστήμιο του Γέιλ, ο τρόπος με τον οποίο διαισθανόμαστε καλύτερα τον συνομιλητή μας δεν είναι σε μια πρόσωπο με πρόσωπο συνάντηση, αλλά όταν ακούμε μόνο τη φωνή του: πώς χρωματίζεται, πώς επιλέγει τις παύσεις του, πώς ανεβάζει ή ρίχνει τους τόνους.
ΕΝΟΣ ΕΙΔΟΥΣ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
Οι παραδοσιακές κλήσεις προσφέρουν αυτή τη στιγμή την πλησιέστερη μορφή επαφής. Λίγη ζεστασιά απέναντι στη μοναξιά, τον φόβο, την ανία. Μέσα από το τηλέφωνο μπαίνουμε τρόπον τινά στο σπίτι του άλλου, αντιλαμβανόμαστε τη ρουτίνα του, νιώθουμε κάπως οικεία: ακούμε ό,τι ακούει, τον σκύλο του γείτονα, την τηλεόραση που έχει μείνει ανοιχτή, τη φωνή του παιδιού του, που ξαφνικά συνειδητοποιούμε πόσο μεγάλωσε. Δεν είναι ότι είχαμε σταματήσει να μιλάμε στο τηλέφωνο, αλλά μέχρι τις μέρες της καραντίνας οι κλήσεις που κάναμε ήταν συνήθως διαδικαστικές ή σε κίνηση – σε διαδρομές, σε κενά διαστήματα, παράλληλα με άλλες δραστηριότητες. Η χρήση του τηλεφώνου από σπίτι σε σπίτι, ένα τυχαίο απόγευμα, αποτελεί μια επιστροφή, την επανανακάλυψη μιας ξεχασμένης τέχνης.
Εν τω μεταξύ, ακριβώς επειδή η χρήση του τηλεφώνου παραπέμπει σε μια προηγούμενη εποχή, η επιστροφή του αυτές τις μέρες έχει προκαλέσει ενός είδους νοσταλγία: Θυμάστε όταν το σταθερό σας τηλέφωνο δεν ήταν καν ασύρματο και το καλώδιο μπλεκόταν και γινόταν ένα κουβάρι; Πώς κοκκίνιζε το αυτί σας από την επαφή με το ακουστικό; Όταν έπρεπε να σκεφτείτε αν θα κοιμούνται οι γονείς του φίλου σας πριν σχηματίσετε τον αριθμό του; Θυμάστε πόσα νούμερα ξέρατε απέξω; Είναι σαν μέσα από το τηλέφωνο να μη θυμηθήκαμε απλώς μια ξεχασμένη συνήθεια, αλλά και έναν πιο ανθρώπινο ρυθμό στη ζωή μας.
ΤΟ ΑΓΧΟΣ ΤΩΝ MILLENNIALS
Οι νεότερες γενιές, όσοι είναι κάτω των τριάντα και δεν έζησαν τις χρυσές εποχές του σταθερού τηλεφώνου, οι περίφημοι Millennials και ακόμα περισσότερο τα μέλη της Γενιάς Ζ, μεγάλωσαν στον κόσμο της γραπτής επικοινωνίας και στις τσατ εφαρμογές και δεν εξοικειώθηκαν ποτέ με τη θεωρητικά βασική λειτουργία της συσκευής τους. Σε μια έρευνα του 2018, το 81% των ερωτηθέντων (ηλικίας 22-27) απάντησαν ότι το να μιλούν στο τηλέφωνο τους αγχώνει. Είναι χαρακτηριστικό ότι η πρώτη αντίδραση ενός νεαρού ανθρώπου σήμερα όταν χτυπάει το τηλέφωνό του είναι ότι έγινε κάτι κακό. Μια παβλοφική αντίδραση που αποκλείει το ενδεχόμενο αυτός που καλεί να προτιμάει απλώς να χρησιμοποιήσει τη φωνή του. Αυτή τη στιγμή παρατηρείται μια μικρή επαναδιαπραγμάτευση αυτής της σχέσης, κυρίως όμως μέσω υπηρεσιών που διαθέτουν και κάμερα.
Οι βιντεοκλήσεις έχουν επίσης πολλαπλασιαστεί (είναι χαρακτηριστική η έκρηξη της δημοφιλίας του Zoom), έχουν πλάκα και χρησιμοποιούνται κατά κόρον και για επαγγελματικούς λόγους, από συνομιλίες αρχηγών κρατών μέχρι απλές συσκέψεις. Συχνά βέβαια αποδεικνύεται ότι δεν είναι αρκούντως λειτουργικές· η φωνή φτάνει με μια μικρή χρονοκαθυστέρηση, η σύνδεση του ίντερνετ κάπου ίσως κολλήσει, ο άνθρωπος που έχουμε στην οθόνη μας καταλήγει να γεμίζει με πίξελ. Οι περισσότερες βιντεοκλήσεις όπου έχω συμμετάσχει τις τελευταίες μέρες έχουν καταλήξει στη διαπίστωση ότι καλύτερα να κλείσουμε την κάμερα για να μιλήσουμε «κανονικά».
Ίσως είναι η λέξη-κλειδί. Δεν ξέρω αν είναι καιρός για συμπεράσματα, αλλά είναι πολύτιμο όταν μιλάμε κανονικά. Η καραντίνα θα τελειώσει, αργά ή γρήγορα, τα γραπτά μηνύματα θα επιστρέψουν («θα αργήσω», «τα λέμε μετά», «σε σκέφτομαι») μαζί με την ταχύτητα και τη διαρκή κίνηση. Δεν θα μας λείψει το τηλέφωνο. Ούτε η απομόνωση, φυσικά. Αλλά ίσως αυτή η παροδική αλλαγή στον τρόπο που επικοινωνούμε να μας ωθήσει να αναθεωρήσουμε λίγο την ολοκληρωτική ψηφιακή επικράτηση, να μας θυμίσει πώς είναι να ακούμε και πώς είναι να μιλάμε, τη γοητεία της αμεσότητας και του αυτοσχεδιασμού σε μια συζήτηση, την ομορφιά της φωνής του άλλου. ■