«Μετά τον τρύγο, γέμιζε η θάλασσα κάρα. Οι σταφιδοπαραγωγοί περίμεναν υπομονετικά, με τις άμαξες στοιχισμένες τη μία πίσω από την άλλη, να μπουν στο οινοποιείο της Κουρούτας. Ζύγιζαν, παρέδιδαν τη σοδειά τους και, πριν πάρουν τον δρόμο της επιστροφής, ξέπλεναν τα κάρα τους από τους χυμούς της σταφίδας». Η παραπάνω μαρτυρία ενός ηλικιωμένου, παλιού εργάτη του εργοστασίου της Κουρούτας από την εποχή του Μεσοπολέμου, έφτασε στα αυτιά του Νίκου Καραφλού, όταν το οινοποιείο μεταβιβάστηκε στην οικογένειά του, το 2003.
Η εποχή, βέβαια, της δόξας του οινοποιείου είχε παρέλθει και ο χρόνος, ανελέητος, άφηνε τα σημάδια του στον χώρο. Ο κ. Καραφλός ξεκίνησε να διερευνά πιθανά σενάρια αξιοποίησης των παραδομένων στη φθορά εγκαταστάσεων και γρήγορα κατέστη σαφές ότι η προνομιακή θέση του εργοστασίου με μέτωπο στην παραλία, το αυστηρό του σχέδιο και η διάταξη των επιμέρους κτισμάτων ευνοούσαν τελικά την αναδιαμόρφωση του χώρου σε ξενοδοχείο. Το αρχιτεκτονικό γραφείο Κ-Studio (Δημήτρης και Κωνσταντίνος Καραμπατάκης – οι ίδιοι που υπογράφουν και την αναβάθμιση του αεροδρομίου της Μυκόνου) ανέλαβε τη μελέτη και αποφασίστηκε να αναδειχθεί κάθε πτυχή της ιστορίας του κτιρίου, διατηρώντας σχεδόν ανέπαφο το υφιστάμενο κέλυφος και υπογραμμίζοντας το μπρουταλιστικό του στιλ με κομψές παρεμβάσεις. Το όνομα «Δεξαμενές» (όπως και το logo του παραθαλάσσιου θερέτρου) είναι δανεισμένο από τα δύο μεταλλικά σιλό που βρίσκονται στο κέντρο της έκτασης και είναι δηλωτικά της προηγούμενης χρήσης των μπετονένιων όγκων που απαρτίζουν την ξενοδοχειακή μονάδα.
Τσιμεντένια μπλοκ από τις δεξαμενές ζύμωσης στοιχίζονται, δημιουργώντας ένα μονοπάτι που οδηγεί στο εσωτερικό των μεταλλικών σιλό.
Εργοστάσιο στο κύμα
Η ιστορία των «Δεξαμενών» είναι άρρηκτα δεμένη με την «εποχή της σταφίδας». Από το 1830 και μέχρι το 1890, το κύριο εξαγωγικό προϊόν του νεοσύστατου ελληνικού κράτους είναι η μαύρη κορινθιακή σταφίδα. Από τα λιμάνια της Πελοποννήσου φεύγουν τα «πριμαρόλια» φορτωμένα με τις σοδειές όλων των περιοχών για τις αγορές της Αγγλίας και της Γαλλίας. Η καλλιέργειά της γεννά μια σειρά από νέα επαγγέλματα και επισπεύδει πολλά δημόσια έργα, όπως την ανάπτυξη του σιδηροδρομικού δικτύου και τη διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου. Βέβαια, η αυξημένη ζήτηση του ελληνικού προϊόντος οφειλόταν και στη φυλλοξήρα που έπληξε τα γαλλικά αμπέλια. Έτσι, όταν οι γαλλικοί αμπελώνες αναφυτεύτηκαν και έγιναν πάλι παραγωγικοί, οι εξαγωγές μειώθηκαν και το ελληνικό βασίλειο γνώρισε τη «σταφιδική κρίση», η οποία κορυφώθηκε το 1910. «Η σταφιδική κρίση είχε τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές προεκτάσεις», σημειώνει ο Νίκος Καραφλός. «Η δομή της οικονομίας κατέρρευσε και ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού αναζήτησε μια καλύτερη τύχη στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού». Στο πλαίσιο των μέτρων στήριξης της οικονομίας ήταν, λοιπόν, και η ίδρυση του Αυτόνομου Σταφιδικού Οργανισμού (ΑΣΟ), ο οποίος άνοιξε και διαχειρίστηκε οινοποιεία και αποστακτήρια, με σκοπό να επεξεργαστεί τα αδιάθετα αποθέματα σταφίδας και να φτιάξει εναλλακτικά προϊόντα (κρασί, για παράδειγμα), και έτσι να έχει μια δεύτερη ευκαιρία να εξαγάγει το προϊόν του.
Το οινοποιείο της Κουρούτας, που κατασκευάστηκε το 1925 μπροστά στην ομώνυμη παραλία, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα εκβιομηχάνισης της παραγωγής κρασιού. Η επιλογή της θέσης του, ακριβώς πάνω στο κύμα, σε μία από τις πιο όμορφες παραλίες της ακτογραμμής της Πελοποννήσου, κρίθηκε εξαιρετικά επιτυχής. Η φόρτωση του εμπορεύματος γινόταν απευθείας από τις αποθήκες του εργοστασίου στα δεξαμενόπλοια χάρη σε μια πλατφόρμα, εξοικονομώντας χρόνο και χρήματα. Η πλατφόρμα αυτή πια έχει ξηλωθεί – είναι το μόνο στοιχείο της εργοστασιακής μονάδας για το οποίο ο επισκέπτης του ξενοδοχείου πρέπει να ακονίσει τη φαντασία του, όλα τα άλλα είναι ακόμα εκεί, εμφανή, ζώντας μια δεύτερη ζωή.
Κάθε δωμάτιο διαθέτει στεγασμένη αυλή.
Tο παλιό μηχανοστάσιο έγινε εστιατόριο
Λαμβάνοντας υπόψη την εμπορική σχέση που είχαν αναπτύξει οι Γάλλοι οινοποιοί όλο το προηγούμενο διάστημα με τους παραγωγούς της περιοχής, ήταν σχεδόν αυτονόητο ότι θα συνέβαλλαν με την τεχνογνωσία τους και στη δημιουργία του οινοποιείου από το οποίο θα προμηθεύονταν το κρασί που θα χρησιμοποιούσαν για πρόσμειξη στις δικές τους ποικιλίες. «Το μπετόν αρμέ το έφεραν οι Γάλλοι με πλοία, οι Έλληνες δεν είχαν ούτε τσιμέντο ούτε τη γνώση εκείνη την εποχή να χτίσουν με οπλισμένο σκυρόδεμα. Υπήρχαν πολύ αυστηρές τεχνικές προδιαγραφές για τις δεξαμενές ζύμωσης», επισημαίνει στο «Κ» ο κ. Καραφλός.
Από αυτές τις συνολικά 40 τσιμεντένιες δεξαμενές ζύμωσης των εγκαταστάσεων, οι 34 έχουν μετατραπεί σε καλαίσθητες σουίτες και έχουν δημιουργηθεί ανοίγματα και στεγασμένες αυλές σε καθεμία από αυτές. Η εσωτερική τοιχοποιία έχει διατηρηθεί ως είχε, εξ ου και τα αποτυπώματα της υγρής σταφίδας σε διαφορετικές στάθμες σε κάθε δωμάτιο. Έχουν χρησιμοποιηθεί επίσης ανάγλυφα γυαλιά, σίδερο, ξύλο, μωσαϊκά, αλλά και βότσαλα, ώστε η αισθητική να παραμείνει συνεπής με την ιστορία του κτιρίου και τον περιβάλλοντα χώρο.
Τα δωμάτια αναπτύσσονται σε δύο παραλλήλους, ενώ τα μεταλλικά σιλό «επιπλέουν» στο κέντρο μιας ρηχής δεξαμενής νερού που διαχωρίζει τα δύο επιμήκη μπλοκ. Η πρόσβαση στα μεταλλικά αυτά «τύμπανα» (τα οποία χρησιμοποιούνται για prive dinners, αλλά και καλλιτεχνικά δρώμενα) γίνεται πατώντας πάνω σε τσιμεντένια αποκόμματα από τα τοιχία των δεξαμενών, όπου επιχειρήθηκαν τομές για να δημιουργηθούν ανοίγματα.
«Tόσο για τα δωμάτια όσο και για τους κοινόχρηστους χώρους ανακυκλώσαμε υλικά, συντηρήσαμε κομμάτια και απευθυνθήκαμε σε τοπικά συνεργεία για τα custom made έπιπλα και τις ιδιοκατασκευές», αναφέρει ο Νίκος Καραφλός. Από τα υπόλοιπα κτίσματα, το παλιό μηχανοστάσιο και ηλεκτροστάσιο λειτουργούν ως κουζίνα και εστιατόριο, οι παλιές αποθήκες έχουν μετατραπεί σε μια πολυχρηστική αίθουσα, ενώ το παλιό χημείο, τα γραφεία της διοίκησης και η κατοικία του διευθυντή, όλα στεγασμένα σε ένα διώροφο νεοκλασικό, έχουν διαμορφωθεί σε μια βίλα που διατίθεται για βραχυχρόνια μίσθωση. Το παλιό ζυγιστήριο προορίζεται για την κάβα των «Δεξαμενών», με ποικιλίες κατά βάση ελληνικές και ετικέτες από τη γύρω περιοχή, ενώ γωνιές του κήπου έχουν χρησιμοποιηθεί για να φυτευτούν τοπικές ποικιλίες σταφυλιού και σταφίδας που μελλοντικά θα βοηθήσουν στην παραγωγή του ξενοδοχείου.
Το παλιό μηχανοστάσιο και ηλεκτροστάσιο φιλοξενεί την κουζίνα και το εστιατόριο του ξενοδοχείου.
Ακόμη και η promenade που έχει σχεδιαστεί για την πρόσβαση στην παραλία φέρει κάτι από το παρελθόν του βιομηχανικού κτιρίου. Οι χειρολαβές της αποτελούνται από τμήματα των υδραυλικών σωληνώσεων που βρίσκονταν στην οροφή των δεξαμενών και εξυπηρετούσαν ανάγκες άρδευσης. Το ξενοδοχείο βρίσκεται ήδη στη λίστα του Condé Nast Traveller με τα καλύτερα νέα ξενοδοχεία και τους πιο ενδιαφέροντες προορισμούς για το 2020, διακρίθηκε στον διαγωνισμό του περιοδικού Δομές 2019 με το «Καλύτερο πραγματοποιημένο έργο νέας αρχιτεκτονικής σε υφιστάμενο κτίριο» και επιλέχθηκε ως η καλύτερη σουίτα στην Ευρώπη από τα AHEAD awards, με τους κριτές να χαρακτηρίζουν το έργο «υπόδειγμα ανεπιτήδευτης πολυτέλειας». ■