Τις ημέρες που ακολουθούν ανυπομονώ:
Για ένα τραπέζι στου Λαζάρου. Για ένα οποιοδήποτε ωμό ψαρικό, για εκείνο το συκώτι πεσκανδρίτσας με το καλοζεματισμένο σταμναγκάθι και την παμπόνηρη, εκμαυλιστική σάλτσα (στη λίστα με τα 10 καλύτερα πιάτα που έχω φάει στη ζωή μου), για φιλέτο δράκαινας παραδειγματικώς ψημένο και εξόχως νόστιμο. Για τα χαμόγελα, τη φινέτσα, τα καλά κρασιά.
Για ένα τραπέζι στο πεζοδρόμιο του Οικονόμου στα Πετράλωνα. Για όλα αυτά τα πιάτα του στα οποία θάλλει η δημώδης ελληνική κουζίνα, γυμνή και πεντάμορφη: για το αρνί με τις θεόρατες πατάτες φούρνου, για τη βραστή σαλάτα του, για τις λαδερές μπάμιες, μία μία παρακαλώ, για το κεφαλοτύρι σαγανάκι, για τα αρχετυπικά κοκκινιστά του (κουνέλι και κόκορα ασυζητητί) και την καλύτερη φέτα που σερβίρει ταβέρνα στην Αθήνα. Και για εκείνο το νέο τσίπουρο που έχει φέρει από την Ήπειρο. Για τη βολτούλα στην παλιά γειτονιά μας.
Για μια βραδιά στην αισθαντική αυλή της Σπονδής. Για το καθολικό ταχτάρισμα των αισθήσεων εκεί.
Για ψάρι από τα χέρια του Κοσκινά στην Κουκουβάγια. Ένα ψάρι, το ίδιο ψάρι με 5-6-10 τρόπους. Κάτι τέτοιο θα ζητήσω. Γι’ αυτό που μεταδίδει η μαγειρική του των ψαριών και γενικώς.
Για το νεογέννητο μωρό της ίδιας ομάδας, το Γκαστόνε, στο ιστορικό κέντρο, που διαφεντεύει ο Ζουρνατζής. Για όλα τα φαγητά του που θα γίνουν αυτομάτως τρέντι.
Για ψάρια και πατάτες τηγανητές στο Φίτα. Για την προσδοκία αναζωογόνησης που έφερε στην Αθήνα το Φίτα.
Για μπαρμπούνι και γαρίδα τηγανητή στη Μαργαρώ, στη Σχολή Δοκίμων. Ένα μεσημέρι Σαββάτου, και μετά να φύγουμε, με πλατιά χαμόγελα κάτω από τις μάσκες μας, για σουλάτσο στην Πειραϊκή.
Χτύπαγα ευχαρίστως και ένα Nolan. Γι’ αυτό το χέρι του Κοντιζά, που ελπίζω στο φετινό restart να μας δώσει νέα πιάτα να ονειρευόμαστε.■