1.000 τεύχη «Κ»: Περιοδικά, αγάπες μου

Aν είμαστε η τελευταία γενιά που μεγάλωσε με την αυτονόητη παρουσία των περιοδικών στο πατρικό σπίτι, γιατί δίνουμε ακόμα αυτή τη μάχη;

3' 47" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ένα μπλοκ ιχνογραφίας. Κόλλα UHU. Ένα πορτοκαλί ψαλίδι. Και τριγύρω δεκάδες πετσοκομμένα περιοδικά. Ταχυδρόμος, Γυναίκα, Πάνθεον. Το παιδικό περιοδικό δεν είχε όνομα. Οι τίτλοι των «θεμάτων» προέκυπταν από λεπτεπίλεπτους χειρισμούς: έπαιρνα τις σελίδες που δεν μου χρησίμευαν σε κάτι και έκοβα με ψυχαναγκαστικό οίστρο ένα ένα όλα τα γράμματα ξεχωριστά, προκειμένου να συνθέσουν τους τίτλους που ονειρευόμουν. Ήξερα ότι χρειαζόμουν περισσότερα σύμφωνα από φωνήεντα και είχα συμφωνήσει με τον οκτάχρονο εαυτό μου ότι είμαι ανοιχτός και σε πιο παρδαλές εκδοχές· ας πούμε ένας φαντεζί τίτλος θα μπορούσε να περιλαμβάνει μαύρα, κόκκινα ή και κίτρινα γράμματα. Θυμάμαι τη στιγμή που το σκέφτηκα: «περιοδικό φτιάχνω, όχι εφημερίδα». Για όνομα του Θεού, επιτρέπεται να είμαι πιο ευέλικτος!

Όταν τον Νοέμβριο του 2015 η Καθημερινή και ο διευθυντής της μου έκαναν την τιμή να αναλάβω την αρχισυνταξία του «Κ» (το φανταστικό αυτό ταξίδι κράτησε εξίμισι ωραία χρόνια), η πρώτη μου αντίδραση ήταν ότι «ευχαριστώ πολύ, αλλά δεν έχω ιδέα από περιοδικά». Εννοούσα ότι ποτέ δεν είχα δουλέψει σε περιοδικό από τα… μετόπισθεν: εκεί, δηλαδή, που κοχλάζει το δημιουργικό καζάνι ενός εβδομαδιαίου ή μηνιαίου εντύπου, εκεί που λιγότερο ή περισσότερο ρεαλιστικές ιδέες αρχίζουν και παίρνουν ένα πρώτο σχήμα, εκεί που η οργιώδης φαντασία διασταυρώνεται με την αδυσώπητη πραγματικότητα και όλα αυτά κάποια στιγμή θα πρέπει να δέσουν αρμονικά σε ένα φαντασμαγορικό σύνολο 80 ή 120 σελίδων. Όντως, τεχνικά είχα δίκιο: η διαδικασία παραγωγής ενός περιοδικού είναι αρκετά πιο περίπλοκη σε σχέση με την αντίστοιχη, σαφώς πιο «αυτοματοποιημένη» μιας εφημερίδας, που έχει στη διάθεσή της πολύ λιγότερες ώρες για να συναντήσει τους αναγνώστες της. 

Είχα ξεχάσει. Ήμουν παιδί των περιοδικών. Κάθε φορά (κάθε Πέμπτη, αν δεν κάνω κάποιο τρομερό λάθος) που η μητέρα μου ακουμπούσε μάλλον μηχανικά τον φρέσκο, εβδομαδιαίο Ταχυδρόμο στον πάγκο της κουζίνας, ήταν μια στιγμή ευτυχίας για μένα. Αγαπούσα τα περιοδικά με τον ίδιο τρόπο που αγαπούσα τις εγκυκλοπαίδειες, το κατάστημα των ψιλικών που ήταν γεμάτο περιοδικά και ως παιδί μπορούσα να ξεφυλλίσω τα πάντα (ή σχεδόν τα πάντα), με τον ίδιο τρόπο που μαγευόμουν μόνο και μόνο από την αξέχαστη μυρωδιά του χαρτιού που με κατέκλυζε στην είσοδο του συνοικιακού μας βιβλιοπωλείου-χαρτοπωλείου.

Ο κόσμος ολόκληρος

Τα 1.000 τεύχη του «Κ» συμπίπτουν με τη ρεαλιστική και καθόλου συναισθηματική επίγνωση ότι ήμασταν η τελευταία γενιά που μεγάλωσε με την αυτονόητη παρουσία των περιοδικών (και των εφημερίδων, φυσικά) στο σπίτι. Ο έντυπος πολιτισμός δεν ήταν απλώς μια επιπλέον ψυχαγωγία δίπλα στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο ή στη λογοτεχνία σε ένα σύμπαν χωρίς διαδίκτυο· όριζε το γούστο, άνοιγε ορίζοντες, εκπαίδευε το μάτι, ήταν ο κόσμος ολόκληρος. Αυτό δεν μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό από έναν δεκάχρονο ή δεκαπεντάχρονο του 2022. Οι μεταβολές είναι τόσο συντριπτικές, που δεν έχει νόημα να ειπωθούν πολλά περισσότερα. Τον Ιανουάριο του 2020, σε άρθρο του στο ένθετο της Καθημερινής, με τίτλο Η Ελλάδα & ο Κόσμος το 2020, ο καθηγητής Διομήδης Σπινέλλης είχε καταπιαστεί με το τεράστιο αυτό θέμα, τη «Γραφή στον 21ο αιώνα». 

«Δεν είναι η πρώτη φορά που ένας βασικός τρόπος επικοινωνίας παραχωρεί τη θέση του σε άλλο», επισήμαινε ο καθηγητής. «Πριν από μερικές χιλιετίες, η προφορική παράδοση ήταν η κύρια μέθοδος με την οποία οι κοινωνίες διατηρούσαν και περνούσαν από γενιά σε γενιά τα ιερά τους κείμενα, τις γνώσεις τους, τις αξίες τους, τα ποιήματα, παροιμίες, παραμύθια και τραγούδια. Στον σύγχρονο κόσμο, αυτός ο θαυμάσιος, ανθρωποκεντρικός τρόπος επικοινωνίας έχει δώσει τη θέση του σε γραπτά κείμενα σε χαρτί και υπολογιστές. Οι μακρινοί μας πρόγονοι ίσως να χαρακτήριζαν αυτά τα γραπτά κείμενα άψυχα. Η πρόοδος έχει πάντα νικητές και χαμένους, αλλά δεν μπορεί να σταματήσει ή να αγνοηθεί. Με κάθε –επίπονο– βήμα της η ανθρωπότητα γίνεται πλουσιότερη και σοφότερη», υποστήριζε ο κ. Σπινέλλης σχεδόν παρηγορητικά. Αλλά ο ψύχραιμος λόγος του δεν είχε στόχο να εξωραΐσει την πραγματικότητα: «Η παρακμή της ανάγνωσης και της γραφής σε σχέση με την αιχμή που γνώρισαν τον 20ό αιώνα θα μας κοστίσει», τόνιζε σε άλλο σημείο.

Μας κοστίζει ήδη, θα μπορούσε να πει ένας λιγότερο αισιόδοξος. Αλλά δεν μου αρέσει να βλέπω τα περιοδικά ή τα βιβλία ως τους τελευταίους επιζήσαντες ενός προδιαγεγραμμένου πολέμου χαρακωμάτων. Η θεαματική ανάκαμψη των πωλήσεων έντυπων βιβλίων στις μεγάλες αγορές των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας (με αντίστοιχη υποχώρηση των ebooks) είναι μια ευοίωνη ένδειξη, που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε. Ο κόσμος φαίνεται να έχει ανάγκη το χαρτί περισσότερο απ’ όσο πιστεύουμε πολλές φορές ακόμα κι εμείς οι ίδιοι που «φτιάχνουμε» περιοδικά και εφημερίδες. Προτείνω, λοιπόν, να αφήσουμε για λίγο τις περισπούδαστες αναλύσεις στην άκρη (και τις μελοδραματικές προβλέψεις που πέφτουν συνήθως έξω) και να σηκώσουμε τα ποτήρια ψηλά. Μια ευχή στα «επόμενα 1.000 τεύχη» είναι αρκετή. Και πολύτιμη.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT