1.000 τεύχη «Κ»: Γράφοντας για το «Κ»

Τρεις συντάκτριες του «Κ» βάζουν στο... ψηφιακό χαρτί τις αναμνήσεις τους από την πορεία τους στο περιοδικό και θυμούνται στιγμές από τα κλεισίματα της Τετάρτης.

11' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Βουτιά στη θάλασσα, η ζωή στο γραφείο

Kείμενο: Μαρία Αθανασίου

Ξέρετε αυτές τις βοτσαλωτές παραλίες που συνεχίζουν λίγα μέτρα μέσα στη θάλασσα, σχεδόν ως τα αβαθή; Για να κολυμπήσεις, πρέπει να πατήσεις πάνω σε αυτό το στρώμα από μικρά και μεγάλα βότσαλα, σε διάφορα χρώματα που τα λαμπρύνουν το νερό και ο ήλιος, και υποχωρούν κάτω από κάθε βήμα. Τα πέλματα είναι σαν να βρίσκονται σε κινούμενη άμμο, μόνο που η αίσθηση δεν μοιάζει με την παρηγορητική επαφή με τα μαλακά μόρια της άμμου∙ τα πετραδάκια μπήγονται στο δέρμα, χτυπούν τις καμπύλες των δαχτύλων, πονούν. Ίσως έχοντας διαβάσει μέχρι εδώ να έχετε την υποψία ότι ο δαίμονας του τυπογραφείου κάπως άφησε ένα ταξιδιωτικό κείμενο να μπει σαν λαθρεπιβάτης σε αυτό το τεύχος, που γιορτάζει τη συναρπαστική πορεία του «Κ». Η αλήθεια είναι ότι, ξαπλωμένη σήμερα το πρωί στην παραλία, μοιραζόμουν με την κόρη μου τον προβληματισμό μου γι’ αυτό το κείμενο. Τι θα μπορούσα να γράψω εγώ για τα 1.000 τεύχη «Κ»; «Πήγαινε να βουτήξεις», μου είπε, «και θα το βρεις». Και το βρήκα εκεί στην ακροθαλασσιά, σε αυτά τα βότσαλα.

Καθώς τα πέλματά μου τρίβονταν πάνω στις άσπρες, σμαραγδί, κόκκινες, κίτρινες πετρούλες, καθώς το νερό έγλειφε τους αστραγάλους μου, κρύο, σχεδόν επιθετικό, και η θάλασσα απλωνόταν μπροστά όλο υποσχέσεις, κατάλαβα. Κατάλαβα πόσο μοιάζει αυτή η αργή πορεία καταβύθισης με τα πρώτα χνάρια που αφήνει κάθε χτύπημα του πληκτρολογίου στην αφιλόξενη λευκή σελίδα. Με τις λέξεις να τρεμοπαίζουν πίσω από τα βλέφαρα, σαν υποψία πονοκεφάλου ή σαν λυτρωτικά δάκρυα. Πώς αποτυπώνονται στο ηλεκτρονικό φύλλο μπροστά μου διστακτικά, μερικές φορές επίπονα, σαν βήματα σε κινούμενα βότσαλα. Ο Άθως λίγο πιο κει, σκέφτομαι, σίγουρα δεν έχει τέτοιο πρόβλημα, κοίτα τι αποφασιστικά γράφει, σαν αυτόν τον ευγενικό νεαρό δυο ομπρέλες πιο κει, που με σταθερό βήμα δρασκελίζει την απόσταση ανάμεσα στην ξαπλώστρα του και τη θάλασσα και βουτά. Και με σίγουρες απλωτές κολυμπά ως το έμπα του λιμανιού. Σίγουρα μέχρι τώρα θα είχε σκεφτεί και μια ωραία φράση κάποιου φιλοσόφου, ενός αξιοσέβαστου συγγραφέα που εγώ δεν έχω διαβάσει τα βιβλία του – κι ας έχω διαβάσει Καζαντζάκη, όπως λέμε αστειευόμενοι στο γραφείο. Κοιτάζω την Ιωάννα, στο διπλανό γραφείο, στα μάτια της εναλλάσσονται εικόνες. Δεν είναι μόνο η αντανάκλαση της οθόνης, από όπου περνούν συνεχώς δεκάδες καρέ, ενόσω ψάχνει αυτό που θα εικονογραφήσει τις λέξεις που πασχίζω τόση ώρα να βάλω στη δική μου οθόνη. Έχει χιλιάδες εικόνες μέσα στα μάτια της, σκέψεις που γίνονται εικόνες, συναισθήματα που γίνονται εικόνες, σπαράγματα που γίνονται εικόνες. Θα την πειράξω λίγο, να γελάσουμε.

Από τα γύρω γραφεία ακούγονται γέλια, ένα πείραγμα έφερε ευθυμία στους συναδέλφους του Γαστρονόμου. Τα καλούδια που είναι απλωμένα έναν γύρο –κάτι δοκιμάζουν πάλι σήμερα, το γραφείο μυρίζει φρεσκοψημένο κολατσιό– θα έκαναν χαρούμενα τα παιδάκια της διπλανής ομπρέλας που ανοιγοκλείνουν τα ταπεράκια της μαμάς. 

Το κείμενο δεν πρόκειται να γραφτεί έτσι. Κολατσιά, γέλια, ονειροπολήσεις. Αλλά απέναντι, στα γραφεία των συναδέλφων των Ταξιδιών, κάτι ενδιαφέρον λένε για αποδράσεις – να θυμηθώ να ρωτήσω τη Μανδράκου ιδέες για μια εκδρομή τον Σεπτέμβριο. Είναι κι αυτή πάντα πολύ αποφασιστική, ξέρει τι θέλει να γράψει και γιατί, σαν να είχε έτοιμο το κείμενο στο κεφάλι της. Εγώ, από την άλλη, πάλι ξέφυγα, πελαγοδρομώ. Βούτηξα στην παγωμένη θάλασσα και κάνω απλωτές χωρίς κατεύθυνση. 

1.000 τεύχη «Κ»: Γράφοντας για το «Κ»-1

Πλησιάζω μια παρέα από τέσσερις γυναίκες. Έχουν στήσει πηγαδάκι στα βαθιά, ακούω αποσπασματικές κουβέντες για παιδιά, δουλειά, περιπαικτικά σχόλια. Η μία έχει πολύ κατεργάρικο βλέμμα –mischievous θα έγραφα, να γελάσουμε με την Ιωάννα, αλλά ο Άθως θέλει να τα γράφουμε όλα ελληνικά, έχει κάνει τις άλλες να κοκκινίσουν, ή ίσως είναι και από τον ήλιο, δεν ξέρω.  

Να πετάξω κάποια ατάκα από τα Φιλαράκια; Μπα, πολύ προβλέψιμο. Μόνο ο Ρηγόπουλος θα μου το συγχωρούσε, γελώντας ευγενικά. Ο Παντελής και ο Σίμος είναι άλλη γενιά, από αυτή που έχει καλή πρόθεση, αλλά άλλες αναφορές – του Παντελή δεν του αρέσουν, λέει, τα Φιλαράκια, αλλά τον συγχωρώ. Δεν μπορώ να τους φανταστώ να παίζουν ρακέτες στην παραλία, αλλά, καθώς ένα κίτρινο μπαλάκι προσγειώνεται στα πόδια μου, στην αντηλιά οι φιγούρες δύο νεαρών που πλησιάζουν για να το αναζητήσουν μου θυμίζουν αυτή την αβέβαιη ακόμη ορμή τους, το θάρρος της κίνησης να πάρουν τη σκυτάλη, να μπουν στην ομάδα, να τρέξουν μαζί με τους υπόλοιπους.

Το μεσημέρι έχει περάσει, είναι πια η ώρα που η ζέστη κορυφώνεται, οι καυτές ακτίνες χτυπούν στην επιφάνεια της θάλασσας και ο ορίζοντας έχει γίνει γαλακτερός, όλα είναι ήσυχα, μόνο τα πληκτρολόγια ακούγονται, τα κείμενα γράφονται σε δημιουργική σιωπή, σαν τις απλωτές σε ακύμαντη θάλασσα. Τσακ, τσακ, μπλουμ. Τσακ, τσακ, μπλουμ. Ξεκίνησε ξαφνικά. Έχει καθίσει στην ακροθαλασσιά. Μου έχει γυρισμένη την πλάτη. Μοιάζει να κουβαλά βάρος στους ώμους. Πετά δυο βότσαλα στην ακτή, που αναπηδούν στο ψηφιδωτό της παραλίας, και το τρίτο στη θάλασσα. Δεν είναι ενοχλητικό. Δίνει έναν ρυθμό στη δημιουργική σιωπή. Ίσως να τον ενοχλεί κιόλας, να μην τη θέλει, να προτιμά τον δικό του ρυθμό. Κάτι σαν να κλωθογυρίζει στο μυαλό του. Σηκώνεται αποφασιστικά. Ακούγεται η καρέκλα του Τσίρου που τρίζει και τα ροδάκια καθώς με την ώθηση φεύγει λίγο προς τα πίσω. Έχει έρθει η ώρα να δούμε σελίδες. Γύρω από τον υπολογιστή του Μητρόπουλου μαζεύονται όλοι, ο Γιώργος, ο Άθως, η Ιωάννα, έρχεται κι ο Σωτήρης με το νωχελικό του βήμα κι η Αθανασία, που ελίσσεται ανάμεσα από τα γραφεία με χαμογελαστό βλέμμα. Πλησιάζω αθόρυβα, τα βοτσαλάκια πονάνε κάτω από τα πέλματα, αλλά το πέλαγος ανοίγεται μπροστά. Πίσω μου η θάλασσα σβήνει τον δρόμο που άνοιξα. Αύριο θα πρέπει να βρούμε όλοι νέο μονοπάτι.


Όταν το «Κ» ήταν το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο

Κείμενο: Μανίνα Ντάνου

Το προηγούμενο Σάββατο βρέθηκα σε ένα παιδικό πάρτι. Ήταν της κολλητής της 6χρονης κόρης μου, της οποίας οι γονείς είναι στενοί μου φίλοι. Οπότε το σκηνικό ήταν οικείο. Μόνο που αυτή τη φορά στη σύνθεση προστέθηκε μια οικογένεια ακόμα. Ήταν η Β. με τον άνδρα της και τον έξι μηνών γιο τους, καλή φίλη της οικοδέσποινας και, το πιο σημαντικό για την ιστορία μας, συνάδελφος στο «Κ» για πολλά χρόνια, στις εποχές που το «Κ» ήταν στ’ αλήθεια μια όχι πάντα αγαπημένη, συχνά δυσλειτουργική, αλλά σίγουρα –μικρή ή μεγάλη– οικογένεια. Η Β. είχε αποχωρήσει από το περιοδικό αρκετά νωρίτερα από μένα κι είχα χρόνια να τη δω, παρότι κρατάμε μια αραιή αλλά ουσιαστική επαφή μέσω Facebook. 

Για όσες ώρες η Β. ήταν στο πάρτι –και ήταν αρκετές– ανταλλάξαμε ελάχιστες κουβέντες με τους υπολοίπους. Δεν ήταν ότι προσπαθήσαμε να καλύψουμε το κενό των χρόνων που δεν βλεπόμασταν –ελάχιστα συζητήσαμε γι’ αυτά– ούτε και επιδοθήκαμε σε κάποιο φεστιβάλ νοσταλγίας – πιθανόν να μην αναφερθήκαμε σε εκείνα τα χρόνια καθόλου. Απλώς βυθιστήκαμε, χωρίς καν να το καταλάβουμε, σε μια οικειότητα που φαντάζομαι ότι έχουν οι άνθρωποι που έχουν πάει μαζί στρατό, στον πόλεμο, στο σχολείο, έχουν παντρευτεί και κάνει μαζί παιδιά ή έχουν περάσει μια πολύ αληθινή, σημαντική, life-changing εμπειρία. 

Αυτό ήταν το «Κ», νομίζω, για τους περισσότερους που βρέθηκαν, βρίσκονται ή πέρασαν μερικά φεγγάρια εκεί. Ήταν πάντα καλή; Όχι. Ήταν συχνά σκληρή, εξαντλητική, ψυχοφθόρα. Για μένα ως δημοσιογράφο, ήταν το σχολείο, το πανεπιστήμιο, το διδακτορικό μου. Ο πρώτος διευθυντής μου, ο δημοσιογραφικός μου μπαμπάς. Οι συνάδελφοι –δημοσιογράφοι, φωτογράφοι, γραφίστες, γραμματείς, photo editors– τα αδέρφια μου, που έγιναν κολλητοί, κουμπάροι, οι παλαίμαχοι της ζωής μου. Τα θέματά μου, για τουλάχιστον το πρώτο μισό της σχεδόν 20χρονης θητείας μου, ήταν ο κόσμος μου ολόκληρος. Όχι ότι δεν σκεφτόμουν τίποτε άλλο, δεν είμαι και η Οριάνα Φαλάτσι, «στην τουαλέτα μάς διαβάζουν», όπως λέγαμε συχνά για να προσγειωνόμαστε, αλλά έμοιαζε το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο.

Οι συσκέψεις ήταν τα οικογενειακά τραπέζια, με τον αρχισυντάκτη στη θέση του πάτερ φαμίλια, που βλέπεις με δέος αλλά και εκνευρισμό, που θες να σε αποδεχτεί, αλλά δεν εγκρίνεις πάντα κιόλας, που προσπαθείς να βρεθείς στην καλή του πλευρά, αλλά αμφισβητείς με έναν τρόπο την πρωτοκαθεδρία του. Κι ο καθένας από μας είχε ρόλους, εγώ ήμουν σίγουρα η μεγαλύτερη, αλλά επαναστατημένη κόρη, η γλωσσού, συχνά παγιδευμένη στις ευκολίες της, αλλά τελικά αξιόπιστη, με μια σχέση αγάπης –ή έστω εκτίμησης– και μίσους με τον πατριάρχη. 

1.000 τεύχη «Κ»: Γράφοντας για το «Κ»-2

Τι να γράψω, Άθω; Ρώτησα τον νονό της κόρης μου, συνάδελφο και πλέον υπεύθυνο στο «Κ», όταν με πήρε να μου ζητήσει αυτό το κείμενο. Ό,τι θες, μου είπε. Τι θυμάσαι από αυτά τα 20 χρόνια; Τι θυμάμαι. Τα πάντα και τίποτα. Θυμάμαι εκείνη τη σημείωση σε κάποιο από τα δεκάδες τετράδιά μου που έγραφε ένα τηλέφωνο και δίπλα «ο κύριος που νομίζει ότι είναι Τετάρτη». Που είχα πει φιλάκια κλείνοντας το τηλέφωνο στον πρόεδρο της Διώρυγας του Ισθμού. Που με τον Βαγγέλη αλλάξαμε τη ρότα στο Blue Star Dilos και για 20 λεπτά πήγαινε Κρήτη αντί Πειραιά, για να έχει καλό φως το πορτρέτο του καπετάνιου. Που μας κυνήγησαν κάτι χήνες στην Καλαμάτα από ένα ρεπορτάζ που δεν λέγαμε να φύγουμε. Ένα δοχείο με μολυσμένο νερό που μου είχαν στείλει δώρο κάτι περιβαλλοντικές οργανώσεις. Που κάθε απόγευμα στις 7 τρώγαμε παγωτό και πίναμε ουίσκι. Μια φορά που ετοίμασα ένα θέμα με κάτι μαθητές και στις 11 τη νύχτα συνειδητοποιήσαμε ότι οι γονείς του κοριτσιού στο εξώφυλλο δεν είχαν δώσει άδεια για τη φωτογράφιση, αλλά έτυχε να είναι γειτόνισσα η γραφίστρια και τους βρήκαμε τελευταία στιγμή πριν τα ξηλώσουμε όλα. 

Ξηλωμένα τεύχη, κείμενα ξαναγραμμένα 20 φορές. Θυμάμαι μουσκεμένες μπότες μέχρι το γόνατο στις στροφές της Λέσβου, όταν με τον Μουτάφη πήγαμε για ρεπορτάζ και καταλήξαμε να περιθάλπουμε ξεβρασμένους πρόσφυγες από βάρκες. Θυμάμαι μια μέρα στο ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού, θυμάμαι να μαγειρεύω με τον Άκη Πετρετζίκη, ένα σχολείο στα Πατήσια που συστέγαζε Δημοτικό, νυχτερινό και είχε τους περισσότερους ξένους μαθητές, που ένας πιτσιρικάς με ρώτησε τι τάξη πάω.

Θυμάμαι που δεν θέλαμε οι υπόλοιποι στο γραφείο να διαβάζουν τα κείμενά μας όσο τα γράφαμε, οπότε είχαμε εφεύρει αυτό το παιχνίδι όπου έπρεπε να ξεκλέψεις μια φράση από το κείμενο του συναδέλφου και μετά από λίγα λεπτά να του κάνεις μια σχετική ερώτηση που ξεμπροστιάζει τη γελοιότητα που έχει γράψει. Θυμάμαι που ο Άθως έγραφε για ασφάλεια με γραμματοσειρά νούμερο 4 και με το ζόρι έβλεπε κι αυτός. Θυμάμαι που παλιά δεν τονίζαμε το αρχίγραμμα κι ακόμα ξεχνάω να το κάνω. Θυμάμαι τον art director να μου ζητάει συνεχώς να μικρύνω τα κείμενά μου – τον περιμένω αύριο που θα στήνεται αυτό το κείμενο να με πάρει πάλι να μου πει: «Ρε Ντάνου, κόψε λίγο». Δεν μπορώ να ξεχάσω να συστήνομαι ως «Ντάνου από το περιοδικό Κ» και μερικές φορές το κάνω ακόμα. Γιατί με έναν τρόπο ακόμα αυτή είμαι. 

1.000 τεύχη λέει σήμερα και με πρόχειρους υπολογισμούς έχω συμμετάσχει περίπου στα 950. Ενάμιση χρόνο μετά την αποχώρησή μου και, περίπου όπως στη συνάντησή μου με τη Β. το Σάββατο, έτσι και τώρα που είναι 11.58 το βράδυ και πρέπει μέχρι αύριο να παραδώσω, για μένα είναι όλα «Κ». Παρότι –με ειλικρίνεια θα σας πω– το χόρτασα τόσο, που συνήθως δεν μου λείπει. Λίγους μήνες πριν να φύγω, σε μια μετακόμιση πέταξα όλα τα τεύχη που είχα σπίτι. Δεν έχει νόημα να τα κρατάς, σκέφτηκα, υπάρχει αρχείο στο περιοδικό και πλέον είναι όλα ονλάιν. Άλλωστε ποιος θα τα κουβαλήσει; Δεν είχα άδικο. Όμως, δεδομένης της συνέχειας, ξέρετε μόνο ποιο μου φαίνεται παράδοξο; Ότι σε 10 χρόνια η κόρη μου θα είναι 16 και δεν θα θυμάται καν ότι η μαμά της για περίπου 18 χρόνια δεν δούλευε απλώς στο «Κ», αλλά ότι η ζωή της ήταν συνυφασμένη με το «Κ». Γι’ αυτόν τον λόγο θα κρατήσω το τεύχος αυτό. Χρόνια πολλά, «Κ», ευχαριστώ για όλα.


Πατρίδα η γλώσσα μου

Κείμενο: Βάλια Δημητρακοπούλου

«Γράφω εξ ολοκλήρου για να ανακαλύψω τι σκέφτομαι, τι κοιτάζω, τι βλέπω και τι σημαίνει αυτό. Τι θέλω και τι φοβάμαι». Έχω σκεφτεί πολλές φορές αυτό το απόσπασμα από την Τζόαν Ντίντιον, γιατί λειτουργώ κι εγώ έτσι. Τα τελευταία 20 χρόνια, που δεν έχει περάσει βδομάδα χωρίς να γράψω κάτι, o τρόπος μου να αποκρυπτογραφήσω κάτι και με ηρεμία να το καταλάβω, είναι να γράψω γι’ αυτό. Αυτό που θέλω, που είναι το ίδιο και με αυτό που φοβάμαι, αυτό που με κινητοποιεί και με παραλύει είναι η γλώσσα μου. Όπως και η Ντίντιον, κάθομαι σ’ ένα γραφείο, και μπορεί η τοποθεσία να έχει αλλάξει, αλλά όχι η πρόθεση, και προσπαθώ να βγάλω άκρη από τις διάσπαρτες, χαοτικές σκέψεις και συνάψεις του μυαλού μου. 

1.000 τεύχη «Κ»: Γράφοντας για το «Κ»-3

Έπιασα δουλειά περίπου τρεις μήνες μετά το πρώτο τεύχος του περιοδικού, το 2003, και δεν νομίζω ότι το θεωρούσα ακριβώς δουλειά, γιατί για τη μετεφηβική Βάλια το γράψιμο ήταν μια λειτουργία τόσο φυσική όσο το να αναπνέεις. Είχα την τύχη να βρεθώ σ’ ένα περιβάλλον όπου αυτή η διαστροφή μου με τις λέξεις, η ξεροκεφαλιά και ο παρορμητισμός μου ήταν ευπρόσδεκτα. Όταν, έξι χρόνια μετά, αποφάσισα να φύγω στο εξωτερικό, δεν ήξερα ότι θα χρειαζόμουν το σωσίβιο της γλώσσας και το τακτικό γράψιμο στο περιοδικό για να μη χάνω το νήμα των σκέψεών μου. Τα τελευταία 13 χρόνια τα πέρασα στο Παρίσι. Πού και πού, αισθανόμουν μια βαθιά νοσταλγία, ενώ άλλοτε κατάφερνα να πατήσω κάτω τον εγωισμό μου και να αφομοιωθώ σε μια πόλη που τους ρουφάει όλους. Όποιος έχει ζήσει σ’ αυτήν περισσότερο από έναν χειμώνα, θα δει ότι η ταυτότητά σου είναι σχεδόν αδύνατον να παραμείνει αλώβητη. Για να μη χάνω αυτό που είμαι, προσπάθησα να συνεχίσω να γράφω, ώστε να καταλαβαίνω τι μου συμβαίνει. Το «Κ» ήταν ένα στήριγμα ώστε να διατηρήσω την επαφή με τον εαυτό μου. 

Όταν περνάς τις μέρες σου προσπαθώντας να θυμηθείς λέξεις και αντιλαμβάνεσαι ότι κοιτάς όλο και πιο συχνά το google translate, γιατί κάποια πράγματα σου έρχονται στα αγγλικά και στα γαλλικά, έχεις ανάγκη από ένα απάγκιο. Στις άσχημες μέρες νομίζεις πως πάει, το έχασες, εσύ που είχες μόνο ένα πράγμα, τη γλώσσα σου, νιώθεις σαν να γλιστράει μέσα απ’ τα χέρια σου. Αλλά, αν καταφέρεις να μην το βάλεις κάτω, ίσως το μυαλό σου και μετέπειτα, αναπόφευκτα, η πένα σου να επιστρέφουν σ’ εκείνη την αθώα εποχή που μπορούσες να γίνεις ό,τι σου περνούσε από το μυαλό, αλλά εσύ ήθελες ένα πράγμα. Και ίσως να σκάσεις ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο, γιατί το κατάφερες.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT